Εντυπωσιακός ο Γκαβρίλιουκ στο κοντσέρτο για πιάνο του Γκριγκ

Εντυπωσιακός ο Γκαβρίλιουκ στο κοντσέρτο για πιάνο του Γκριγκ

Ο γνωστός Ουκρανός πιανίστας έπεισε με τη μεγάλη μουσικότητα, όπως επίσης με τη λαμπερή δεξιοτεχνία του

2' 15" χρόνος ανάγνωσης

Αμήχανο υπήρξε το πρόγραμμα στη συναυλία της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών στις 7 Φεβρουαρίου στην αίθουσα «Χρήστος Δ. Λαμπράκης». Τα δύο βασικά έργα δύσκολα συνομιλούσαν μεταξύ τους και μάλλον απευθύνονταν σε διαφορετικό κοινό. Στο πρώτο μέρος κυριαρχούσε το δημοφιλές κοντσέρτο για πιάνο του Εντβαρντ Γκριγκ, ενώ στο δεύτερο ακούστηκε το σημαντικά διαφορετικής αισθητικής κοντσέρτο για άρπα, βαρύτονο και ορχήστρα με τίτλο «Ερατώ Ψάλτριαν» του συνθέτη και αρχιμουσικού Εκτορα Ταρτανή, ο οποίος διηύθυνε επίσης την ορχήστρα.

Η συναυλία ξεκίνησε με την εισαγωγή «Οι Εβρίδες» του Φέλιξ Μέντελσον. Από την αρχή η ορχήστρα φάνηκε καλά συντονισμένη και η εικόνα αυτή διατηρήθηκε μέχρι το τέλος της βραδιάς. Ο Ταρτανής ανέδειξε την υποβλητική ατμόσφαιρα και παράλληλα σεβάστηκε την κομψότητα της γραφής του Γερμανού συνθέτη. Η χαρακτηριστική μελωδία που εμπιστεύεται ο Μέντελσον στο κλαρινέτο δόθηκε με ταιριαστά μελαγχολική διάθεση από τον Σπύρο Μουρίκη, ενώ συνολικά η καλή απόδοση των ξύλινων πνευστών συνέβαλε στο θετικό αποτέλεσμα.

Στο κοντσέρτο του Γκριγκ έλαμψε το ταλέντο του Ουκρανού πιανίστα Αλεξάντερ Γκαβρίλιουκ. Αρχικά φάνηκε η μεγάλη άνεση με την οποία χειριζόταν τη δυναμική. Ηδη από τα πρώτα μουσικά μέτρα ο διάλογος ανάμεσα σε έντονες και χαμηλόφωνες φράσεις ήταν σαφής και απολύτως συνειδητός. Παρ’ όλα αυτά δεν ξέφυγε από το πλαίσιο της αισθητικής της μουσικής και δεν παρεκτράπηκε σε αυτάρεσκους μανιερισμούς. Σύντομα, η έκφραση έγινε πιο λιτή, όπως ταιριάζει στη συναισθηματική αμεσότητα του Γκριγκ, ενώ στο τέλος του πρώτου μέρους η καντέντσα αποδόθηκε από τον Γκαβρίλιουκ με συναρπαστική δεξιοτεχνία. Στο δεύτερο μέρος η εκφραστική λιτότητα του πιανίστα λειτούργησε υπέρ του λυρισμού της μουσικής, ενώ το τελευταίο μέρος δόθηκε όσο χρειαζόταν δυναμικά και με την απαραίτητη λάμψη.

Το έργο του Ταρτανή πρωτοπαρουσιάστηκε στο Φράιμπουργκ (26.3.2024). Την ορχήστρα διηύθυνε ο ίδιος, ενώ σολίστες ήταν ο βαρύτονος Αρης Αργύρης και η αρπίστρια Ανελεν Λένερτς. Στην Αθήνα σολίστ ήταν ο βαρύτονος Δημήτρης Τηλιακός και η αρπίστρια Γωγώ Ξαγαρά. Δύσκολα θα χαρακτήριζε κανείς την τριμερή αυτή σύνθεση ως «κοντσέρτο», καθώς η άρπα έχει μεν εξέχοντα ρόλο και απαιτητική γραφή, αλλά δεν είναι σολιστικό όργανο σε διάλογο με την ορχήστρα. Η σύνθεση έμοιαζε περισσότερο με σκηνή για βαρύτονο, άρπα και ορχήστρα, καθώς ο τραγουδιστής ήταν το σταθερό σημείο αναφοράς. Η γραφή για τη φωνή παρέπεμπε σε ψαλμωδία και είχε ελάχιστη σχέση με όσα συνέβαιναν στην ορχήστρα, γεγονός που δεν διευκόλυνε την κατανόηση του λόγου, παρά την καλή άρθρωση του Τηλιακού.

Το εκτενές ιντερλούδιο ανάμεσα στα δύο πρώτα μέρη μαρτυρούσε την εξοικείωση του συνθέτη με τη μουσική συνθετών των αρχών του 20ού αιώνα, τόσο Γάλλων (Ραβέλ, Ντεμπισί) όσο και Γερμανών και Αυστριακών (Μάλερ, Σρέκερ). Το ποιητικό κείμενο του ίδιου του Ταρτανή, καθώς και αυτό του Αναστάση Ασημακόπουλου (λ.χ. «Ελα πάνζωον πυρ»), παραπέμπουν στο νιτσεϊκό όραμα του «Υπερανθρώπου». Συνολικά, νοσταλγία ενός παρελθόντος απέναντι στο οποίο θα έπρεπε να είναι κατανοητές οι επιφυλάξεις.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT