So Sad

Το σπίτι της Φέιθφουλ, στο Παρίσι. Επιπλα, πίνακες, φωτογραφίες, τα λουλούδια της στο μπαλκόνι. Πάνω στο ξύλινο γραφείο της, ένα γράμμα από τον πατέρα της σε κορνίζα: «Είμαι περήφανος για σένα». Και ποιος δεν θα ήταν για ένα παιδί που, κόντρα στα προγνωστικά, σώθηκε

4' 0" χρόνος ανάγνωσης

Το σπίτι της Φέιθφουλ, στο Παρίσι. Επιπλα, πίνακες, φωτογραφίες, τα λουλούδια της στο μπαλκόνι. Πάνω στο ξύλινο γραφείο της, ένα γράμμα από τον πατέρα της σε κορνίζα: «Είμαι περήφανος για σένα». Και ποιος δεν θα ήταν για ένα παιδί που, κόντρα στα προγνωστικά, σώθηκε.

Βαδίζει αργά από το ένα δωμάτιο στο άλλο και μας δείχνει το σπίτι της. Μπροστά στον καθρέφτη, χτενίζει τα ξανθά μαλλιά της, κομμένα καρέ. Είναι μεγάλη πια. Ταλαιπωρημένη. Ζει μόνη. Αλλά έτσι δεν ζούσε πάντα; Ολες αυτές οι ιστορίες για ξέφρενο σεξ, αλκοολισμό και ναρκωτικά δεν μας νοιάζουν πια. Ούτε μας ενδιαφέρει που κάποτε φίλησε τα φουσκωμένα χείλη του Τζάγκερ. Ολοι έχουμε φιλήσει κάποιον. Ο καθένας κουβαλάει την ιστορία του και η Φέιθφουλ κουβαλούσε τη δικιά της. Μέχρι τα τέλη του Γενάρη. Πέθανε στα εβδομήντα οκτώ. Ολοι πεθαίνουν τελικά: «Νιώσε τη φωτιά να φεύγει». Τουλάχιστον μένουν τα τραγούδια. Και ίσως ούτε καν αυτά.

Για χρόνια, είχα ταυτίσει τη Φέιθφουλ μ’ εκείνο το μελό τραγούδι του ’81, το οποίο εξακολουθώ να βρίσκω ανυπόφορο. Πρέπει να το είχα ακούσει σε κάποια ελληνική τηλεοπτική σειρά, έφηβος ακόμη, και με είχε στιγματίσει από την ανάποδη. Το «So Sad» ήρθε και κάλυψε την υπόλοιπη δισκογραφία της, μέχρι που την ανακάλυψα σταδιακά, όπως τα κλειστά δωμάτια ενός διαμερίσματος που οι πόρτες τους ανοίγουν τρίζοντας. Κάθομαι και γράφω, με τον θόρυβο από τα αμάξια καθώς τρέχουν στη λεωφόρο Μιχαλακοπούλου. Είναι Σάββατο βράδυ και είμαι τόσο λυπημένος.

Από την πρώτη εκτέλεση του «As Tears Go By», που θυμίζει όνειρο και πληγή, μέχρι τα άλμπουμ που ηχογράφησε την τελευταία εικοσαετία της ζωής της, η Φέιθφουλ παρέμεινε πιστή σε ό,τι ήθελε να πει. Οι σχέσεις είναι εθισμός, εξάρτηση, δάκρυα, δηλητήριο. Δεν οδηγούν πουθενά. Και αν οδηγούν κάπου, καταλήγουν στο σημείο απ’ όπου ξεκίνησαν, τρώγοντας, σαν φίδια, την ουρά τους.

Τα τραγούδια της μοιάζουν με δηλώσεις ανεξαρτησίας. Ολες οι σχέσεις είναι ίδιες. Ιδιες χειρονομίες από διαφορετικούς ανθρώπους. Μια σειρά από λάθη που επαναλαμβάνουμε ενώ έχουμε μπροστά μας νέους συντρόφους ή εραστές. Δεν μπορούμε να ξεφύγουμε από τις σχέσεις μας. Επειδή δεν μπορούμε να ξεφύγουμε από τον εαυτό μας. Κι έτσι η περιβόητη ανεξαρτησία δεν υλοποιείται ποτέ: «Πάντα ραγίζουμε κάποιου την καρδιά και ειδικά τη δική μας».

Τα τραγούδια της Φέιθφουλ μοιάζουν με δηλώσεις ανεξαρτησίας. Ολες οι σχέσεις είναι ίδιες. Ιδιες χειρονομίες από διαφορετικούς ανθρώπους.

Ακούω το «Before the Poison», από το 2004. Τα μισά κομμάτια του δίσκου είναι γραμμένα από την Πόλι Χάρβεϊ: «The Mystery of Love», «My Friends Have», «No Child of Mine», «Before the Poison», «In the Factory». Λες και η Φέιθφουλ επέζησε, διανύοντας μια τεράστια απόσταση, προκειμένου να συναντήσει τη φωνή μιας μικροσκοπικής γυναίκας που ήταν εξίσου εύθραυστη και δυνατή. Είναι κρίμα που δεν πρόλαβαν να ηχογραφήσουν παρέα έναν ολόκληρο κύκλο τραγουδιών. Αγάπη, απόγνωση, απώλεια, σκατά. Και πάλι από την αρχή: «Δεν έχω χρόνο για μίσος ή αγάπη. Παιδί μου, είσαι γεμάτο καημό».

Οταν η Φέιθφουλ επέστρεψε από την ηρωίνη, η φωνή της είχε αλλάξει. Το βαθύ της κρύσταλλο είχε ραγίσει, αλλά η αλήθεια είναι πως σπασμένη ακουγόταν ακόμη καλύτερη. Δεν ήταν πια καθαρή. Ηταν λαβωμένη. Δεν ήταν βαθιά. Ηταν παχιά σαν καπνός. Λες και κάποιος είχε βάλει το κελάηδισμα ενός άγριου πουλιού σ’ ένα μουσικό κουτί γεμάτο στάχτες. Κοιτάζω το πρόσωπό της στο μπλε εξώφυλλο του «Broken English». Μόνο η καύτρα του τσιγάρου της είναι κόκκινη. Τα μάτια της δεν φαίνονται. Τα κρύβει η σκιά του χεριού της. Τα χείλη της, μισάνοιχτα.

Το άλμπουμ κλείνει μ’ ένα τραγούδι εξάρτησης, λες και είναι ένα επτάλεπτο φιλμ, ανελέητο και ξεγυμνωμένο, γυρισμένο από τον Φασμπίντερ. Η αγάπη είναι πιο κρύα από τον θάνατο, είναι απάτη. «Γιατί πήγες μαζί της;  Μου είχες υποσχεθεί πως είσαι δικός μου. Κι εσύ έσκισες στα δύο τον εγωισμό μου». Μόνο κάποιος που έζησε για καιρό άστεγος, χωρίς κρεβάτι, θα μπορούσε να τραγουδήσει με τόση οργή τους στίχους του Χίθκοτ Ουίλιαμς. «Το σώμα μου είναι το σπίτι. Αλλά το παραβίασες».

Η Φέιθφουλ μπαίνει στο υπνοδωμάτιό της. Το φως είναι απαλό και έρχεται από δύο πορτατίφ, εκατέρωθεν του διπλού κρεβατιού. Επάνω στο στρωμένο στρώμα, στην αριστερή πλευρά, υπάρχει μια στοίβα από βιβλία: Σόνταγκ, Φιτζέραλντ, Λε Φανί. «Ετσι, κανείς δεν πρόκειται να ξαπλώσει ξανά δίπλα μου», λέει. Τα βιβλία σαν μπλόκο. Σαν οχυρό. Εξω από τους τοίχους του σπιτιού της, το Παρίσι: πότε οι συνθήκες θα μας επιτρέψουν να ταξιδέψουμε εκεί;

Κοιτάζω τη φωτισμένη Μιχαλακοπούλου και ακούω το «Morning Come» –ίσως το καλύτερο τραγούδι που ηχογράφησε ποτέ–, από το ξεχασμένο «A Child’s Adventure» του ’83, και καταλήγω να ζω στην παραίσθηση πως περιμένω κάποιον να μου χτυπήσει το κουδούνι, ενώ δεν περιμένω κανέναν. Προσπαθώ να γράψω το άρθρο λες και είναι μια δήλωση ανεξαρτησίας, αλλά δυσκολεύομαι να συγκεντρωθώ. Γιατί είναι Σάββατο βράδυ και είμαι λυπημένος: «Οι ώρες κυλάνε από πάνω μου. Περιμένω μάταια για κάποια αλλαγή». Αφήνω το λάπτοπ δίπλα στα βιβλία που βρίσκονται στοιβαγμένα στην άκρη του κρεβατιού και κλείνω το μπλε φως.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT