Το πιο περίβλεπτο ετήσιο βραβείο τέχνης στη Βρετανία, το Βραβείο Τέρνερ, διανύει το 40ό έτος της ζωής του. Θεσπίστηκε το 1984, με σκοπό να προωθήσει τις νέες εξελίξεις στη σύγχρονη βρετανική τέχνη και έπαιξε σημαντικό ρόλο στην εκτίναξη του ενδιαφέροντος για τη νέα τέχνη τη δεκαετία του 1990. Το βραβείο έλαβε την ονομασία του από τον καινοτόμο καλλιτέχνη Τζ. Μ. Γ. Τέρνερ του 19oυ αιώνα και απονέμεται σε καλλιτέχνες που γεννήθηκαν ή εργάζονται στη Βρετανία για μια εξαιρετική έκθεση ή παρουσίαση του έργου τους που πραγματοποιήθηκε το προηγούμενο έτος.
Η έκθεση των έργων των υποψηφίων του βραβείου επιστρέφει φέτος στην Τέιτ Μπρίταιν του Λονδίνου μετά από έξι χρόνια. Η φετινή ομάδα που αποτελείται από έναν Φιλιππινέζο, μία Βρετανίδα ινδικής καταγωγής, μία Ρομά και μία μαύρη καλλιτέχνιδα, παρουσιάζει πολιτικά φορτισμένες ιστορίες διαφορετικής κληρονομιάς, που μιλούν για προσωπικές αναμνήσεις, καθώς και για ζητήματα ταυτότητας, της οικογένειας και της ευρύτερης κοινότητας.

Η Τζάσλιν Κουρ επιλέχθηκε από μια βραχεία λίστα υποψηφίων και κέρδισε το έπαθλο αξίας 25.000 λίρες, γιατί «συνδύασε το προσωπικό, το πολιτικό και το πνευματικό στην έκθεση της Alter Altar στη γκαλερί Τράμγουει της Γλασκώβης, δημιουργώντας μια οπτική και ακουστική εμπειρία που υποδηλώνει την αλληλεγγύη και τη χαρά.» Οι υπόλοιποι τρεις εικαστικοί που ήταν υποψήφιοι για τη διάκριση – ο Πίο Αμπάντ, η Ντελέιν Λε Μπας και η Κλοντέτ Τζόνσον – έλαβαν από 10.000 στερλίνες ο καθένας.
Στην είσοδο της έκθεσης, μας υποδέχονται τα έργα του Πίο Αμπάντ, ο οποίος γεννήθηκε στη Μανίλα των Φιλιππίνων και προτάθηκε για την έκθεσή του στο μουσείο Ασμόλιαν της Οξφόρδης. Μια σειρά από σχέδια, γλυπτά και μουσειακά αντικείμενα, ρίχνουν φως στη αποικιοκρατική ιστορία και στις πολιτισμικές απώλειες καθώς και σε ιστορίες κλοπής της φιλιππινέζικης κληρονομιάς του. Στη μέση της αίθουσας ένα τεράστιο γλυπτό τριών μέτρων από σκυρόδεμα, επαναπροσδιορίζει το επιδεικτικό βραχιόλι 30 καρατίων της Ιμέλντας Μάρκος με ρουμπίνι, διαμάντια και μαργαριτάρια – ένα από τα κοσμήματα συνολικής αξίας 21 εκατομμυρίων δολαρίων (μέρος των 10 δισ. δολαρίων που έκλεψαν οι Μάρκος από τον λαό των Φιλιππίνων) – τα οποία κατασχέθηκαν όταν οι Μάρκος κατέφυγαν στη Χαβάη το 1986.

Ο Αμπάντ εξερευνά αφηγήσεις εκμετάλλευσης και αποικιακές ιστορίες, ενώ θέτει ερωτήματα και για τον ρόλο των μουσείων στη διατήρηση αυτών των αφηγήσεων, αντλώντας υλικό από τα αρχεία των μουσείων της Οξφόρδης. Ενα χαρακτικό από το 1692 – στη συλλογή του κολλεγίου St John’s της Οξφόρδης – απεικονίζει το πορτρέτο του πρίγκιπα Τζιόλο, ενός νεαρού Φιλιππινέζου με τατουάζ o οποίος αγοράστηκε ως σκλάβος από τον Αγγλο πειρατή Ουίλλιαμ Ντάμπιερ όταν ταξίδεψε στις νότιες Φιλιππίνες. Παραπέρα ένα σχέδιο επαναπροσδιορίζει το κάτω μέρος της ρόμπας των ιθαγενών Αμερικανών Ποουχατάν – που λέγεται ότι δόθηκε ως δώρο στον βασιλιά Ιάκωβο Α’ της Αγγλίας (στη συλλογή του Ασμόλιαν) – σε έναν ροζ άτλα αποικισμένων εδαφών που δεν μπορούν ποτέ να ανακτηθούν. Οι ρωγμές του γίνονται αιμορραγικά σύνορα και οι ξεραμένες πτυχές του μετατρέπονται σε ρέοντες παραπόταμους.
Η δαιδαλώδης εγκατάσταση της Ρομά καλλιτέχνιδας Ντελέιν Λε Μπας, γεμάτη με ζωγραφισμένα ημιδιαφανή υφάσματα, κοστούμια, φιλμ, περφόρμανς, ήχο και γλυπτική, βασίζεται στην πλούσια πολιτιστική ιστορία του λαού των Ρομά και πραγματεύεται θέματα θανάτου, απώλειας και ανανέωσης, καθώς και φεμινιστικές μυθολογίες και ιστορίες. Πρόκειται για έναν φανταστικό, ημι-στοιχειωμένο κόσμο με κρανία και ανθρώπινα πρόσωπα, ανθρώπινους λαγούς, δέντρο-ανθρώπους, κοράλλια, μάγισσες, διαδρόμους, κατοπτρικούς τοίχους, ένα άλογο γεμισμένο με σανό, ενα ζευγάρι κόκκινα παπούτσια.

Αναρχα και τελετουργικά, τα έργα της Λε Μπας διαχέουν μια ιδιαίτερη ενέργεια. Στην είσοδο μας υποδέχεται ένα κρεμασμένο φάντασμα, εμπνευσμένο από τον επώνυμο χαρακτήρα Μάρλει του Καρόλου Ντίκενς, ως προάγγελος χάους. H καλλιτέχνιδα άρχισε να φτιάχνει το έργο όταν η γιαγιά της ήταν άρρωστη και η οικογενειακή της ζωή βρισκόταν σε χάος, έτσι είναι εμποτισμένη με τις αναμνήσεις της από αυτήν την εποχή. Η Λε Μπας μας μεταφέρει από το χάος στον προβληματισμό και τελικά σε μια μεταμόρφωση – πατημασιές μας οδηγούν στην ιέρεια Πυθία του Μαντείου των Δελφών και το πρόσταγμα «γνώθι σαυτόν», όπου και ολοκληρώνεται η εγκατάστασή της.
Η Κλοντέτ Τζόνσον, η καθιερωμένη μαύρη Βρετανίδα εικαστικός που είναι γνωστή για τα μεγάλης κλίμακας έργα της με μαύρες γυναίκες και τη συμμετοχή της στο κίνημα των νέων μαύρων Βρετανών καλλιτεχνών τις δεκαετίες του 1970 και του 1980, που αγωνίστηκαν να αντιμετωπίσουν τον θεσμικό ρατσισμό και την έλλειψη ευκαιριών για τη μαύρη νεολαία – παρουσιάζει μια σειρά από εντυπωσιακά έργα παστέλ πορτρέτων μαύρων ανδρών και γυναικών. Ακρως ρεαλιστικά, αναδεικνύουν την ομορφιά, την αξιοπρέπεια και την πολυπλοκότητά των μοντέλων της – μέλη της οικογένειας και φίλοι της – και αμφισβητούν την περιθωριοποίηση των μαύρων ανθρώπων στην ιστορία τέχνης.
Με εξαιρετική ευαισθησία και λεπτομέρεια, η Τζόνσον τονίζει το σχήμα των προσώπων και τις πτυχές των ρούχων τους και επιβεβαιώνει την ορατότητά τους. Το πυκνοδουλεμένο πρόσωπο μιας ξαπλωμένης γυναίκας, αρχοντική μέσα στην εξάντλησή της, το έργο «Πιετά» από παστέλ και λάδι σε ύφασμα φλοιού που απεικονίζει μια μαύρη μητέρα να κουβαλάει το σώμα του γιου της – μια αναφορά στη δολοφονία του Τζορτζ Φλόιντ από λευκό αστυνομικό στη Μινεάπολη το 2020 ακριβώς από πίσω, το διπλό πορτρέτο των γιων της καλλιτέχνιδας. Με απαράμιλλη ανθρωπιά και ζεστασιά, η Τζόνσον επαναπροσδιορίζει το φύλο και τη μαύρη ταυτότητα, παρόλο που η τεχνική της είναι αρκετά παραδοσιακή.
Η ενέργεια όμως που απορρέει από τα έργα της Τζάσλιν Κουρ – ένας υποβλητικός συνδυασμός ήχου και γλυπτικής που αναδεικνύει οικογενειακές αναμνήσεις και τον αγώνα της κοινότητας – μας καθηλώνει. Η καλλιτέχνιδα, που μεγάλωσε στη Γλασκώβη ως Σιχ, διανοίγει έναν προβληματισμό σε σχέση με το πώς αντιλαμβανόμαστε τις διαφορετικές πολιτιστικές συγκρούσεις τις οποίες καταφέρνει να εναρμονίσει με χιούμορ και με μια σχεδόν εορταστική διάθεση. Η εντυπωσιακή εγκατάσταση της: ένα κόκκινο vintage Ford Escort, καλυμένο με ένα τεράστιο σεμεδάκι, που αναβλύζει από το ηχοσύστημά του ένα συνονθύλευμα ποπ, χιπ-χοπ και Σούφι λατρευτικής μουσικής, βοήθησε στην κατάκτηση του βραβείου. Οικογενειακές φωτογραφίες των παιδικών της χρόνων συνδιαλέγονται με φωτογραφίες της κοινότητας στο πάτωμα: Σιχ και Μουσουλμάνοi προσεύχονται μαζί, και ένα πλήθος διαμαρτύρεται γύρω από ένα φορτηγό για μετανάστες. Eύστοχα και αβίαστα, η καλλιτέχνιδα προσφέρει μια εναλλακτική ανάγνωση που υποστηρίζει την συμπερίληψη, τη συνύπαρξη και την αλληλεγγύη.
Η μουσική χρησιμοποιείται για την εξερεύνηση τόσο κληρονομικών όσο και κρυφών ιστοριών. Ο αναπνευστικός συριγμός ενός μηχανικά χειριζόμενου αρμονίου – ένα όργανο με αποικιακές ρίζες – συνοδεύει τη φωνή της Κουρ, ενώ κινητικές λατρευτικές καμπάνες κουδουνίζουν στα δάχτυλα των ξύλινων χεριών πάνω σε ένα τραπέζι, καλυμμένο με ένα μωβ σατέν τραπεζομάντιλο.
Πάνω από ένα μακρύ ψεύτικο χαλί Axminster κρέμεται μια ψευδοροφή από μπλε γυαλί, η οποία είναι γεμάτη με αντικείμενα, όπως μισο-γεμάτα μπουκάλια Irn-Bru (το πιο δημοφιλές αναψυκτικό της Σκωτίας), χαρτονομίσματα σκωτσέζικης λίρας, κασκόλ, αθλητική φόρμα, λαχεία, βραχιόλια, πολιτικά φυλλάδια, κασέτες, παστίλιες φρούτων, χάντρες προσευχής – ένα μωσαϊκό αναφορών της καθημερινής της πολυπολιτισμικής πραγματικότητας.
Παρότι το Βραβείο Τέρνερ δεν έχει την έντονη δημοσιότητα της δεκαετίας του ‘90 και δυσκολεύεται να προσελκύσει χορηγούς, τα έργα που παρουσιάζονται φέτος προσεγγίζουν ζητήματα επίκαιρα και διαχρονικά και αντικατοπτρίζουν πλήρως την πολυπολιτισμική βρετανική κοινωνία και τον παλμό των καιρών.
*Το Βραβείο Τέρνερ (Turner Prize), Tate Britain, Λονδίνο, Διάρκεια έως τις 16 Φεβρουαρίου 2025
**Η Τίνα Σωτηριάδη είναι επιμελήτρια εκθέσεων και κριτικός τέχνης που ζει και εργάζεται στο Λονδίνο.

