Συνήθως προσωπικότητες τέτοιου διαμετρήματος διαθέτουν περιορισμένο χρόνο για συνεντεύξεις και μετά σπεύδουν στο επόμενο ραντεβού. Αλλωστε, ο Κένγκο Κούμα είχε ακόμη τζετ λαγκ μετά την πτήση από το Τόκιο και την επόμενη ημέρα ταξίδευε για το Παρίσι, όπου βρίσκεται η έδρα του δεύτερου γραφείου KengoKuma & Associates. Με επικεφαλής τον ίδιο, το γραφείο έχει σχεδιάσει αρχιτεκτονικά έργα σε περισσότερες από είκοσι χώρες και έχει λάβει σημαντικά διεθνή βραβεία.
Ο κύριος Κούμα, όμως, περίμενε καθιστός σε μια γωνία της έκθεσης «Ονοματοποιία», που φιλοξενείται στο Παλιό Καπνεργοστάσιο, επί της Λένορμαν, ακουμπούσε ήρεμα τα χέρια στα γόνατά του και περίμενε να αρχίσουμε την ξενάγηση. Ο 70χρονος αρχιτέκτονας από τη Γιοκοχάμα, απόφοιτος του Πανεπιστημίου του Τόκιο με σπουδαίους Ιάπωνες δασκάλους, που κατά τη διάρκεια των μεταπτυχιακών σπουδών του έκανε ένα ερευνητικό ταξίδι στη Σαχάρα ανακαλύπτοντας την ομορφιά σε χωριά και οικισμούς φτιαγμένα από ταπεινά υλικά, θέλει να κατανοήσω τι σημαίνει η ιδέα της «ονοματοποιίας» για τη δουλειά του. Συνεπώς, θα μείνει όσο χρειαστεί για να αντιληφθεί όποιος επιθυμεί να μάθει τη αξία των λέξεων στον σχεδιασμό οικοδομημάτων. Η φιλοσοφία του προσεγγίζει περισσότερο την ποίηση, νομίζω· γενικώς κάτι πιο ρευστό από τα κτίσματα του μοντερνισμού με ατσάλι, μπετόν και γυαλί, που κυριαρχούν στις σύγχρονες πόλεις.

Ξεκινάμε από τον μεγάλο τοίχο δίπλα στην είσοδο, που τώρα μοιάζει με εικαστική σύνθεση με εμφανή επιρροή από την ιαπωνική καλλιγραφία. Στην πραγματικότητα, αυτό είναι το δικό του αρχιτεκτονικό γλωσσάρι. Αποτελείται από μια σειρά λέξεων οι οποίες αναγράφονται επίσης με λατινικούς χαρακτήρες και «μεταφράζουν» μερικές βασικές έννοιες του έργου του: Para para, sara sara, guru guru, pera pera, fuwa fuwa, tsun tsun, zure zure και άλλες.
Οι διπλές λέξεις που συνηθίζονται στην ιαπωνική γλώσσα, ηχοποίητες οι περισσότερες όπως και στα ελληνικά (μπίρι μπίρι, τσίμα τσίμα, τσούκου τσούκου, φιρί φιρί), αποτελούν οικείες εκφράσεις, δηλωτικές μιας ποιότητας, υφής, αίσθησης ή κίνησης. Το fuwa fuwa εκφράζει την αίσθηση της ελαστικότητας, στο para para ο χώρος μοιάζει να εκπέμπει και να ακτινοβολεί φως και ηρεμία, το guru guru αντιπροσωπεύει μια στροβιλιζόμενη, καμπυλόγραμμη ρευστότητα σαν νερόμυλος, το zara zara περιγράφει μια υφή που αντιπροσωπεύει την αίσθηση της τραχιάς και ανώμαλης επιφάνειας, το pera pera δεν είναι μνημειώδες αλλά επιτυγχάνεται αποδομώντας την τραχύτητα του zara zara.

Καθώς βαδίζουμε από λέξη σε λέξη –δεκατρείς στο σύνολό τους– και σταματάμε μπροστά στις εντυπωσιακές αρχιτεκτονικές μακέτες που δείχνουν τον τρόπο με τον οποίο το KengoKuma & Associates έχει υλοποιήσει αυτό το νέο λεξιλόγιο, οι επισκέπτες της έκθεσης –αρχιτέκτονες στην πλειονότητά τους– μας ακολουθούν, έτσι που στο τέλος γύρω από τον Κένγκο Κούμα έχει δημιουργηθεί μια ομάδα ανθρώπων που κρέμεται από τα χείλη του. «Με ελκύουν οι διάλογοι με απαλά υλικά: η απαλότητα πάντα με θεραπεύει, καθώς μου θυμίζει τη μητέρα μου. Σε αυτόν τον διάλογο, συχνά δεν χρησιμοποιώ μια γλώσσα επηρεασμένη από τη λογική. Και όταν τη χρησιμοποιώ, είναι αδύνατο να με κατανοήσουν οι άνθρωποι. Γι’ αυτό χρησιμοποιώ ομοιοκαταληξίες. Το υλικό και το σώμα συνομιλούν μεταξύ τους και συντονίζονται χρησιμοποιώντας αυτή τη πρωτόγονη γλώσσα. Πρόκειται για ένα νέο είδος ορθολογισμού», εξηγεί.

– Εχει σημασία για εσάς να γίνετε κατανοητός από ανθρώπους που δεν είναι ειδικοί στην αρχιτεκτονική;
– Ναι, γιατί το μυστικό της δουλειάς μου βρίσκεται στην επικοινωνία, κυρίως στην επικοινωνία μεταξύ των ανθρώπων και του χώρου. Σκοπός μου είναι να συλλάβω την εμπειρία ενός δομημένου χώρου και όχι την εικόνα του, και να δημιουργήσω οικειότητα μαζί του. Επιδιώκω επίσης να διευρύνω τα υλικά του μοντερνισμού και να αποφύγω το ατσάλι και το τσιμέντο, περιορίζοντας τον όγκο, τη σκληρότητα και την επιθετικότητα των κτιρίων. Προτιμώ να χρησιμοποιώ ξύλο, πέτρα, χαρτί ή σύγχρονα συνθετικά «υφάσματα» συνδυάζοντας την τεχνολογία με την ανθρωπιά.
– Η ιαπωνική παράδοση επηρέασε το αρχιτεκτονικό ύφος σας;
–Απολύτως, αλλά ταυτόχρονα έμαθα από μικρός πολλά από την Ευρώπη. Κοντά στο νηπιαγωγείο μου υπήρχε ένα χριστιανικό νηπιαγωγείο και δίπλα του ένα όμορφο παρεκκλήσι. Μου άρεσε πολύ ο τρόπος που το φως έμπαινε στον ναό από την οροφή, φωτισμός πολύ διαφορετικός από αυτόν που ήξερα. Θυμάμαι, λοιπόν, τον εαυτό μου να απολαμβάνει και τους δύο χώρους εξίσου, το χριστιανικό παρεκκλήσι και το ιαπωνικό παραδοσιακό σπίτι.

– Πώς αναπτύχθηκε το στυλ σας στην πορεία;
– Στην πραγματικότητα, χρειάστηκε χρόνος για να το βρω. Και μια σημαντική στιγμή: Ηταν η δεκαετία του 1990. Ξεκίνησα την πρακτική μου τη δεκαετία του 1980, σε μια εποχή οικονομικής άνθησης, κατά την οποία ακόμη και οι νέοι αρχιτέκτονες δεχόμασταν πολλές παραγγελίες. Αλλά το 1990 η οικονομία κατέρρευσε και κάθε έργο στο Τόκιο ακυρώθηκε. Αρχισα λοιπόν να ταξιδεύω στην ύπαιθρο της Ιαπωνίας και εκεί γνώρισα πολλούς τεχνίτες που δούλευαν με φυσικά υλικά σε μικρά εργαστήρια. Συνεργάστηκα μαζί τους σε πολλά έργα και έμαθα από αυτούς. Ετσι ανακάλυψα τις μεγάλες δυνατότητες των φυσικών υλικών. Αυτή ήταν η αρχή της καινούργιας μου φιλοσοφίας για την αρχιτεκτονική.
– Υπάρχουν διαφορές στον τρόπο που σχεδιάζετε ένα κτίριο για τον δυτικό κόσμο και την Απω Ανατολή ή συνδυάζετε τις δύο παραδόσεις, αναμειγνύοντας στοιχεία;
– Δεν θέλω να τα αναμείξω, θέλω να δημιουργήσω κάτι νέο, που υπερβαίνει τα μέρη του. Εχω μάθει πολλά πράγματα ταξιδεύοντας. Για παράδειγμα, η λιτότητα που εκφράζουν τα μνημεία του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού, διαφέρει από τη μνημειακότητα του ρωμαϊκού κόσμου. Η οικειότητα είναι λέξη-κλειδί για την Ελλάδα. Και επίσης έμαθα πολλά πράγματα από τη μοντέρνα Αθήνα, για παράδειγμα, από το τοπίο του Πικιώνη. Είναι εκπληκτικό. Αλλά μήπως και ο Πικιώνης δεν ήταν επηρεασμένος από την Ιαπωνία;
Αρχιτεκτονική έκθεση «Ονοματοποιία» (Onomatopoeia), Πρώην Δημόσιο Καπνεργοστάσιο, Λένορμαν 218. Εως τις 15/3.
___________________________________________________________________
Κεντρική φωτό: Το μουσείο-ξύλινη γέφυρα Yusuhara (2010). Φωτ. ΝΙΚΟΣ ΚΟΚΚΑΛΙΑΣ

