Από τα δώδεκα στούντιο άλμπουμ του Μπάρι Ανταμσον, τα οκτώ έχουν κυρίαρχο χρώμα το μαύρο στο εξώφυλλο, ενώ τα τέσσερα είναι αμιγώς ασπρόμαυρα – όπως και η αυτοβιογραφία του, που εκδόθηκε πριν από τρία χρόνια ακριβώς.
Το ντεμπούτο του, «Moss Side Story» (1989), ήταν το σάουντρακ μιας νουάρ ταινίας που δεν γυρίστηκε ποτέ και υπήρχε μόνο στο μυαλό του. Ο τελευταίος του δίσκος έχει τίτλο «Cut To Black».
Αποχωρήσαμε ο καθένας με τα παράπονά του για τα προσωπικά αγαπημένα που δεν ακούστηκαν. Γεγονός παραμένει ότι άπαντες δεν μετανιώσαμε στιγμή που ήμασταν εκεί.
Ο ίδιος είναι μιγάς, γιος ενός Τζαμαϊκανού και μιας Αγγλίδας και μεγάλωσε στο Μάντσεστερ, μια βιομηχανική πόλη όπου το γκρι επίσης κυριαρχεί ως χρώμα, από τον ουρανό μέχρι τα κτίρια, προσπαθώντας να βρει μια αποδεκτή ταυτότητα στο σχολείο, όπου οι παρέες διαμορφώνονταν ανάλογα με το χρώμα του δέρματος – μοιραία ο Ανταμσον βρισκόταν μονίμως στη μέση· άσπρο-μαύρο.
Δεν είναι τυχαίο, λοιπόν, που η μουσική του έχει και τον ρυθμό της μαύρης μουσικής (σαφή σόουλ στοιχεία, τζαζ εμμονές) αλλά και την ένταση του ποστ πανκ, μέσα στο οποίο ανδρώθηκε, ως μέλος συγκροτημάτων όπως οι Magazine και οι Birthday Party.
Φιλικός και τρακαρισμένος
Στη μικρή σκηνή του Piraeus Academy, o Ανταμσον εμφανίζεται πολύ φιλικός, πολύ επικοινωνιακός, αν και «τρακαρισμένος», όπως δηλώνει ο ίδιος, «χωρίς να καταλαβαίνει γιατί». Ισως επειδή από την Αθήνα ξεκίνησε την περασμένη Παρασκευή την περιοδεία του για τη νέα χρονιά.
Σειρά έχουν μετά η Αγγλία και η Αυστραλία, όπου λόγω της σχέσης του με τον Νικ Κέιβ είναι επίσης δημοφιλής. Τον συνοδεύουν δύο πολύ καλοί μουσικοί σε ντραμς και πλήκτρα, και ο ίδιος στέκεται πίσω από το μικρόφωνο κρατώντας μια κιθάρα και όχι μπάσο, που είναι το όργανο με τον οποίο τον γνωρίσαμε. Αυτό σημαίνει ότι οι περισσότεροι ήχοι (μπάσο, πνευστά, γυναικεία φωνητικά) είναι προηχογραφημένοι. Το τρίο είναι πολύ καλά προβαρισμένο, όλα τα τραγούδια, στη συντριπτική τους πλειονότητα από την τελευταία 15ετία, με μόλις τρία παλαιότερα, κυλούν ομαλά και το κοινό διασκεδάζει από την αρχή μέχρι το τέλος, κάνοντας τον καλλιτέχνη, 90 λεπτά και ένα encore αργότερα, να υποκλιθεί ευχαριστώντας μας «που είστε τόσο ευγενικοί και γενναιόδωροι». Και δεν ήταν σχήμα λόγου – και το κοινό ήταν ζεστό και ο ίδιος το αναγνώρισε ειλικρινώς. Πλην όμως, το πρόβλημα είναι το ότι περάσαμε όμορφα σε μια συναυλία δεν σημαίνει ότι απολαύσαμε τον Μπάρι Ανταμσον όπως αξίζει στη μοναδικότητα της μουσικής του: η νουάρ ατμόσφαιρα ήταν, ουσιαστικά, απούσα. Λόγω του λιτού σχήματος επί σκηνής, προκρίθηκαν τα πιο «ποπ» τραγούδια του, με τα πιο «εύπεπτα» ρεφρέν, αλλά όλα αυτά τα χρόνια τον Ανταμσον τον αγαπάς επειδή συνδυάζει διαφορετικά στοιχεία στη μουσική του και όχι επειδή έχει δύο-τρία ευχάριστα «χιτ». Δεν είναι τυχαίο που οι πιο συναρπαστικές στιγμές ήρθαν στα κομμάτια που έγιναν μέντλεϊ με παλιές επιτυχίες άλλων: το «Sundown Country» του 2021, τραγούδι που ο ίδιος προλόγισε παραδεχόμενος ότι «παίζω μουσική 124 χρόνια, αλλά, ντρέπομαι που το λέω, ακόμη δεν έχω καταφέρει να παίζω τα μπλουζ», συνδυάστηκε με το υπέροχο «Hot Love» του Μαρκ Μπόλαν, επιτυχία του… 1971, ενώ το περιπετειώδες «Jazz Devil» από εκείνο τον καταπληκτικό δίσκο «As Above So Below» του 1998, υιοθέτησε τον ρυθμό του «Nightclubbing», από τα πιο γνωστά τραγούδια του Ιγκι Ποπ… μισόν αιώνα πίσω! Με αυτό έκλεισε και η βραδιά, σε ένα διονυσιακό κλίμα, περισσότερο ως υπενθύμιση του τι θα μπορούσαμε να είχαμε βιώσει.
Εστω, λοιπόν, και αν όλοι όσοι ήμασταν μέσα στο κλαμπ και τις δύο ημέρες αποχωρήσαμε ο καθένας με τα παράπονά του για τα προσωπικά αγαπημένα που δεν ακούστηκαν, γεγονός παραμένει ότι άπαντες, πάνω και κάτω από τη σκηνή, δεν μετανιώσαμε στιγμή που ήμασταν εκεί.
Ο Μπάρι Ανταμσον είναι τόσο πολυσχιδής που, μοιραία, δεν μπορείς να προεξοφλήσεις τι ακριβώς θα επιλέξει να σου παρουσιάσει. Σε λίγους μή-νες θα γίνει 67 ετών – αν όλα πάνε καλά, θα έχουμε την ευκαιρία να τον ξαναδούμε, ελπίζουμε το ίδιο ευδιάθετο, αλλά πιο πληθωρικό.

