Μπορεί να διαβάστηκε κυρίως από ανέμελες ηλικιακές ομάδες, που δεν είχαν πρόβλημα με τις εξωφρενικές παρομοιώσεις του ή τις παιχνιδιάρικες φιλοσοφίες του. Μπορεί και να είχε κολλήσει όντως στην αισιοδοξία του ’60 και του ’70, ακόμα και όταν αυτή είχε προδοθεί οριστικά. Για κάποιον λόγο όμως ο Τομ Ρόμπινς δεν ξεχνιόταν εύκολα, ακόμα και αν τα μυθιστορήματά του βρίσκονταν καταχωνιασμένα στο πατάρι, για χάρη πιο «ώριμων» αναγνωσμάτων. Ο ίδιος εξάλλου ο Αμερικανός συγγραφέας, που έφυγε από τη ζωή την Κυριακή σε ηλικία 92 ετών, δεν πρόδωσε όσα αγαπούσε. «Σε αυτά τα δύσκολα, τελευταία κεφάλαια», έγραφε η σύζυγός του ανακοινώνοντας τον θάνατό του, «ήταν γενναίος, αστείος και γλυκός».
«Αυτό που προσπαθώ να κάνω είναι να αναμείξω τη φαντασία με την πνευματικότητα, τη σεξουαλικότητα, το χιούμορ και την ποίηση σε συνδυασμούς που δεν έχουν εμφανιστεί συχνά στη λογοτεχνία. Και νομίζω ότι όταν κάποιος αναγνώστης τελειώνει ένα βιβλίο μου, θα ήθελα να βρίσκεται στην κατάσταση που θα βρισκόταν έπειτα από μια ταινία του Φελίνι ή μια συναυλία των Grateful Dead», είχε πει ο Ρόμπινς σε συνέντευξή του το 2000. Και η αλήθεια είναι ότι ούτε η γιορτινή ατμόσφαιρα, ούτε η «ψυχεδελική» ή έστω σουρεαλιστική αντίληψη του κόσμου έλειπαν από τα έργα του. Αρκεί να διάβαζε κανείς τους τίτλους τους, όπως «Ακόμα και οι καουμπόισσες μελαγχολούν», «Το άρωμα του ονείρου» ή «Μισοκοιμισμένοι μες στις βατραχοπιτζάμες μας», αρκεί ακόμα και να χανόταν για λίγο στο πασίγνωστο αλλά με έναν τρόπο μαγικό εξώφυλλο του «Τρυποκάρυδου» (τα βιβλία του κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Αίολος) ή απλώς να παρατηρούσε τους πρωταγωνιστές του: κορίτσια με τεράστιους αντίχειρες που επιδίδονται σε οτοστόπ, μαστουρωμένοι μυστικοί πράκτορες, κοκκινομάλλες πριγκίπισσες με οικολογικές ευαισθησίες και αρκετές ακόμα περίεργες προσωπικότητες.
Οι γυναίκες με πυγμή, το φυσικό περιβάλλον, οι λοξές πτυχές της πνευματικότητας, ανήκαν μεν στα ενδιαφέροντα του Ρόμπινς πιθανότατα λόγω της θητείας του στα ’60s, όμως τα φώτισε με μια αγάπη σταθερή και ανεπηρέαστη από τάσεις. Και όμως, μεγάλωσε σε μια οικογένεια των επαρχιακών ΗΠΑ που, όπως έλεγε, του θύμιζαν «τους Simpsons αν ήταν βαπτιστές» (οι παππούδες του ήταν κήρυκες του συγκεκριμένου δόγματος) και που πάντως του κίνησε το ενδιαφέρον για την τέχνη της αφήγησης. Το εξάσκησε από μικρός, όταν υπαγόρευε ιστορίες στη μητέρα του, έπειτα στη σχολή δημοσιογραφίας της Βιρτζίνια όπου τον έστειλε ο πατέρας του (και εκείνος εγκατέλειψε προτού καταταχθεί για λίγο στην αεροπορία), κατόπιν στους Seattle Times όπου εργάστηκε ένα διάστημα, και τελικά, έπειτα από μια συναυλία των Doors το 1967, στη συγγραφή μυθιστορημάτων, που θα αποκτούσαν διαστάσεις καλτ φαινομένου, αλλά δεν θα άρεσαν πολύ στη λογοτεχνική κριτική.
«Αυτό που ενοχλεί τους περισσότερους κριτικούς στη δουλειά μου, είναι η χαζομάρα (goofiness)», έλεγε στους New York Times το 1993. «Ενας κριτικός έγραψε ότι πρέπει να αποφασίσω αν θέλω να είμαι αστείος ή σοβαρός. Η απάντησή μου είναι ότι θα το κάνω όταν το κάνει και ο Θεός, γιατί η ζωή είναι ένα ανακάτεμα του ιερού και του βέβηλου, του καλού και του κακού. Το να τα διαχωρίσεις, είναι λογικό σφάλμα».

