KIM THUY
Εμ
μτφρ: Λίζυ Τσιριμώκου
εκδ. Αγρα, 2024, σελ. 176
Στις 25 Απριλίου φέτος θα εορταστεί με τη δέουσα επισημότητα η προβλεπόμενη πεντηκοστή, πανηγυρική επέτειος από την αναγέννηση του Βιετνάμ. Αυτή ακριβώς η επέτειος, τονίζει η Κιμ Τούι (Σαϊγκόν, 1965-) στην κρίσιμη επιλογική σελίδα 156 του προκείμενου μυθιστορήματός της, «θα είναι σίγουρα μέγα γεγονός για όλους τους Βιετναμέζους. Ωστόσο, μάλλον θα υπογραμμιστεί χωριστά και διαφορετικά από τη μια και από την άλλη ομάδα. Από τη μια, το Βιετνάμ, θα γιορτάσει τότε, σε όλη τη χώρα, την επανένωση του Βορρά με τον Νότο. Και από την άλλη, εκείνη την ημέρα, όσοι Βιετναμέζοι διέφυγαν μετά τις 30 Απριλίου 1975 θα θρηνούν για την πτώση της Σαϊγκόν στο Σίδνεϊ, στο Οστιν, στο Σαν Χοσέ, στο Βανκούβερ, στο Παρίσι, στη Φρανκφούρτη, στο Μόντρεαλ, στο Τόκιο…».
Η 50ή επέτειος της πτώσης της Σαϊγκόν θα εορταστεί στη χώρα με τιμές και εκδηλώσεις και όπου υπάρχουν Βιετναμέζοι πρόσφυγες, με πόνο και δάκρυα.
Εντεκα μόλις σελίδες πριν, η συγγραφέας έχει προνοήσει να καταγγείλει ευθέως την απάνθρωπη εντολή του τότε Αμερικανού προέδρου Νίξον για την έναρξη των ανελέητων βομβαρδισμών, παραθεωρώντας τους αιτιολογημένους ενδοιασμούς του καθ’ ύλην αρμοδίου στρατηγού. Ο τελευταίος είχε σπεύσει να αναφέρει ότι ο ουρανός παρέμενε ιδιαίτερα νεφελώδης, γεγονός που θα συνέβαλλε οπωσδήποτε στην απροκάλυπτη δολοφονία μεγάλου αριθμού αμάχων. Η Κιμ Τούι δεν παραλείπει στη συνέχεια να καταθέσει το αμάχητο τεκμήριο από το αρχείο της τραγικής στρατηγικής, που συνοψίζει με εξαιρετική ακρίβεια τους λόγους εκείνους για τους οποίους έπρεπε ο πόλεμος να συνεχιστεί. Παραθέτω αυτούσια τα εξής για τις ανάγκες της εποπτικής στιγμής: «1. 10% για να υποστηριχθεί η δημοκρατία. 2. 10% για να δανειστεί εργατικό δυναμικό το Νότιο Βιετνάμ. 3. 80% για να αποφευχθεί η ταπείνωση».
Εμφανώς καλειδοσκοπικό, ασθματικά γραμμένο, όπου η αμεσότητα της αποτύπωσης συνιστά την πρώτιστη κειμενική μέριμνα, το έργο αυτό συνιστά κυρίως έναν πηγαίο, καθ’ όλα ειλικρινή φόρο τιμής στα εκατομμύρια των αθώων θυμάτων των τραγικών, πολυετών συγκρούσεων, οι οποίες, εκτός των άλλων, κατέδειξαν πλήρως στο πεδίο της αιματηρής πράξης πόσο ο πολιτισμός αδυνατεί εντέλει να διδάξει ήθος. Σταθερά ελλειπτικό, συνειδητά ποιητικό και όχι ποιητικίζον ή μελίρρυτο, το ύφος διαμορφώνει επιτυχώς το συγκεκριμένο ψυχοπνευματικό κλίμα.
Το εγώ δεν μπορεί να αφομοιώσει, ως εκ των πραγμάτων, κι άλλες δόσεις του Κακού. Καταρρέοντας, αναζητεί έξοδο των παθών στην αυτοπυρπόληση, παίρνοντας μαζί του στον Αδη όσο περισσότερους μπορεί. Στους αντίποδες αυτών των απονενοημένων, πλην όμως απολύτως ηρωικών διαβημάτων, συμπεριφέρονται όσες κι όσοι προτίμησαν να διαφύγουν στο εξωτερικό, θρηνώντας με τη σειρά τους τον κατ’ αυτούς απολεσθέντα (χαοτικό) παράδεισο. Από την πλευρά του, το βιβλίο αυτό εγκωμιάζει απερίφραστα και κατά διαλεκτική αντιδιαστολή το ακατάβλητο σθένος, την ακαταμάχητη ευρηματικότητα και την υποδειγματική αντοχή των Βιετναμέζων-Αμερικανών, των Βιετναμέζων-Καναδών και των άλλων Βιετναμέζων πρώην προσφύγων. Στην κατηγορία αυτή ανήκουν βεβαίως και όσα ορφανά επέζησαν του ολέθρου. Μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται οι προφανώς ανεπιθύμητοι καρποί του έρωτα των στρατιωτών που ήρθαν από τη Βόρεια Αμερική με τα κορίτσια των κέντρων διασκέδασης στην πολυτραυματική Σαϊγκόν.
Οφείλω να επισημάνω ότι η δικαίως πολυβραβευμένη συγγραφέας δεν παραλείπει να καταγγείλει με ιδιαίτερη μάλιστα καυστικότητα τόσο τις απαράδεκτες συνθήκες παραγωγής καουτσούκ στις φυτείες της πάλαι ποτέ Ινδοκίνας, όσο και τις συστηματικές αποψιλώσεις δασών με την αχαλίνωτη, απολύτως εγκληματική χρήση δηλητηριωδών αερίων, προκειμένου να αποκλειστεί το ενδεχόμενο της κάλυψης και στοιχειώδους εκεί προστασίας των ριψοκίνδυνων, κατά κανόνα μαχομένων μέχρις εσχάτων Βιετκόνγκ. Συγκρατώ ότι η λέξη «Εμ», στον τίτλο του βιβλίου, παραπέμπει, εμμέσως πλην σαφώς, ως όντως ευρηματικό ομόηχο, στην προστακτική «aime», δηλαδή «να αγαπάς», στη γλώσσα των αποικιοκρατών που προηγήθηκαν, ήτοι των Γάλλων. Η έγκυρη αγάπη συνιστά διαχρονικά, ισχυρίζεται η Κιμ Τούι, τη μόνη δικλίδα ασφαλείας, τη μόνη πρόσφορη λύση του δράματος της καταδιωκόμενης από παντού ύπαρξης. Είναι η έμπρακτη, η φιλάνθρωπη αγάπη λοιπόν, η οποία στήριξε ανενδοίαστα την Εμμα -Τζαντ και τον Λούις, τα δύο ορφανά, τα οποία μεγαλώνουν και ωριμάζουν πολύ γρήγορα στις σελίδες του εν λόγω λυσιτελώς συγκερασμένου μυθιστορήματος, εκπροσωπώντας την ευρύτερη, πολυπληθή ομάδα των άτυχων ομοίων τους. Εννοείται ότι για εμάς που έχουμε διεξαγάγει, ως γνωστόν, διιστορικά τους πλέον καταστροφικούς εμφυλίους πολέμους, η «Εμ» έχει να αναδείξει και να θυμίσει τόσα και τόσα. Παρατηρώ ότι η έγκριτη, συνεπής με τον εαυτό της μετάφραση δικαιώνει απολύτως το πρωτότυπο.

