H Μαριάν Φέιθφουλ κάθεται μπροστά από ένα στρογγυλό τραπεζάκι, γεμίζει το ποτήρι της και ανάβει ένα τσιγάρο. Φυσάει τον καπνό, πιάνει το μπουκάλι και γεμίζει ένα ακόμη ποτήρι απέναντί της, παρόλο που το κάθισμα είναι άδειο. «Το επόμενο τραγούδι είναι για εκείνους που δεν είναι μαζί μας. Σίγουρα όλοι έχετε κάποιους που δεν θα ξαναδείτε ποτέ. Σημασία έχει να μην τους ξεχνάμε. Στην υγειά σου, λοιπόν, Χάρι».
Είναι 8 Μαρτίου του 1996, και η Μαριάν Φέιθφουλ δίνει την πρώτη από δύο συναυλίες στο θρυλικό κλαμπ Ρόδον, της οδού Μάρνη. Παρουσιάζει τον δίσκο της «Twentieth Century Blues», γεμάτο διασκευές σε τραγούδια κυρίως από την εποχή της ένδοξης νυχτερινής ζωής της Βαϊμάρης, αλλά και το «Don’t Forget Me» του Χάρι Νίλσον, ο οποίος είχε πεθάνει δύο χρόνια πριν, τραγούδι που ερμήνευσε με θεατρικότητα εκείνο το βράδυ, όχι μόνον για τον Αμερικανό τραγουδοποιό, αλλά για όλες τις απώλειες της ζωής της – και δεν ήταν λίγες: δύο αποβολές, τέσσερις εκτρώσεις, μία κόρη που γεννήθηκε νεκρή (όταν η ίδια ήταν μόλις 18 ετών), η στέρηση της επιμέλειας του γιου της, τρία διαζύγια, δεκάδες χωρισμοί, η αυτοκτονία του συντρόφου της Χάουαρντ Τόουζ και πολλοί φίλοι που έφυγαν νωρίς.
Αυτή ήταν μία από τις δέκα συνολικά συναυλίες της Φέιθφουλ στη χώρα μας και, πιθανότατα, η καλύτερη: όχι γιατί η φωνή της ακόμη άντεχε ή γιατί ο πιανίστας που τη συνόδευε ήταν σπουδαίος, ούτε επειδή το ρεπερτόριο ήταν πιο εύστοχα επιλεγμένο. Απλούστατα, το ειδικά διαμορφωμένο κλαμπ, με τραπεζάκια και καθίσματα στην αίθουσα, ήταν ο ιδανικός χώρος για τις ποτισμένες αλκοόλ και καπνό, μεταφορικά και κυριολεκτικά, ερμηνείες της: κλειστός και σχετικά μικρός χώρος, θαμώνες καθήμενοι με ένα ποτό ανά χείρας και μια τραγουδίστρια που δεν είχε στον νου της να ξεσηκώνει το κοινό παρά μόνον να επιδοθεί σε αυτό που οι Αμερικανοί ονομάζουν «torch singing». Γιατί η Φέιθφουλ είχε πολλούς δαίμονες να ξορκίσει με τα τραγούδια της – και όχι μόνον εκείνους στους οποίους ύψωσε το ποτήρι της εκείνο το βράδυ.
Οσο εύκολο είναι να μείνει στη μνήμη ως μια ελκυστική ξανθιά που έτυχε να βρεθεί σε μια λαμπερή εποχή για την ποπ κουλτούρα στο Λονδίνο, τόσο άδικο θα είναι να παραγνωρίσουμε ότι σίγουρα δεν ήταν απλώς «ένας άγγελος με μεγάλο στήθος», όπως την είχε χαρακτηρίσει ο Αντριου Λουγκ Ολνταμ, μάνατζερ των Rolling Stones. Γιατί, όπως δεκάδες χιλιάδες στάρλετ μπορούν να βεβαιώσουν, η εξωτερική εμφάνιση βοηθάει μεν στην αρχή, αλλά πολύ γρήγορα αποδεικνύεται ανεπαρκής λόγος για να παραμείνεις στο προσκήνιο. Και η Φέιθφουλ το βίωσε αυτό όταν βρέθηκε το 1978, σε ηλικία μόλις 32 ετών, να θεωρείται πλήρως ξοφλημένη: ζούσε σε ένα διαμέρισμα χωρίς ζεστό νερό και ηλεκτρικό, ξεχασμένη από τους πάντες, έχοντας οριακά γλιτώσει από την ανορεξία, εθισμένη στα ναρκωτικά – και πολλάκις συλληφθείσα εξαιτίας αυτών. Ηταν η δισκογραφική εταιρεία Island αυτή που της έδωσε την ευκαιρία να επανακάμψει, με το περίφημο άλμπουμ «Broken English», που, αντί να αναπολεί τις φολκ επιτυχίες των ’60s, τοποθετούσε τη Φέιθφουλ στη νεοκυματική σκηνή του ποστ πανκ: μοντέρνα σινθεσάιζερ, «υπόγειες» μπασογραμμές, ρέγκε ρυθμοί και πρωτοκλασάτοι μουσικοί (ο μπλουζ κιθαρίστας Μπάρι Ρέινολντς, ο Στίβι Γουίνγουντ στα πλήκτρα, ο Ντάριλ Γουέι των Curved Air στο βιολί) έκαναν τον δίσκο αρεστό στο νεανικό κοινό, που άκουγε τα τραγούδια της στο ραδιόφωνο ανάμεσα στα γκόθικ σινγκλ των Joy Division και Killing Joke.
Από τότε, η Μαριάν Φέιθφουλ, καλλιτεχνικά μιλώντας, δεν κοίταξε ποτέ ξανά πίσω, ακόμη και όταν διασκεύαζε προπολεμικά τραγούδια. Αποδεχόμενη πλήρως τις περιορισμένες φωνητικές της δυνατότητες, υιοθέτησε την περσόνα που έπρεπε για να παραμείνει διαχρονικά αποδεκτή: ήταν απλά ο εαυτός της. Μια γυναίκα με εμπειρίες, που δεν ένιωσε ποτέ φτιαγμένη για οικογενειακή ζωή (επανασυνδέθηκε με τον γιο της δεκαετίες αργότερα και απέκτησε επαφή με τα τρία εγγόνια της καθυστερημένα), αρκετά διαβασμένη (τα δύο σπίτια της σε Παρίσι και Ιρλανδία ήταν γεμάτα βιβλία από τις ραφιέρες μέχρι το πάτωμα), που μετάνιωνε για τις επιλογές της, αλλά πιθανότατα θα έκανε ακριβώς τις ίδιες αν γύριζε τον χρόνο πίσω (μέχρι και το κάπνισμα, που της «χάρισε» ένα επώδυνο εμφύσημα, δεν μπόρεσε ποτέ να περιορίσει), μια γυναίκα που πέταξε στα σκουπίδια μια εύκολη καριέρα και έχτισε από το μηδέν μια δεύτερη με αμέτρητες δυσκολίες.
Ηταν όμως αυθεντική ή, όπως έλεγε ο σταθερός συνεργάτης της Μπάρι Ρέινολντς, «μια Ντόροθι Πάρκερ υπό την επήρεια παραισθησιογόνων». Γι’ αυτό και στο πλευρό της έσπευδαν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο κορυφαίοι δημιουργοί. Μουσικοί όπως ο Ρότζερ Γουότερς, ο Τομ Γουέιτς, ο Νικ Κέιβ, ο Λου Ριντ, νεότεροι καλλιτέχνες όπως ο Τζάρβις Κόκερ, οι Blur, ο Μπίλι Κόργκαν, ο Μπεκ, η Πι Τζέι Χάρβεϊ και ο Σίβερτ Χόγιεμ των Madrugada, καθώς και κορυφαίοι παραγωγοί όπως ο Χαλ Γουίλνερ, ο Αντζελο Μπανταλαμέντι, ο Ντανιέλ Λανουά… όλοι αυτοί δεν δίστασαν ούτε δευτερόλεπτο να συνεργαστούν μαζί της.
Η ίδια παρέμεινε δραστήρια παρά τα τεράστια προβλήματα υγείας της τελευταίας εικοσαετίας: καρκίνος στο στήθος, σπασμένος γοφός (σε ατύχημα στη Ρόδο, το καλοκαίρι του 2014), κάταγμα στη μέση, αρθρίτιδα στο αριστερό της χέρι, αυτό με το οποίο έγραφε, εισαγωγή στο νοσοκομείο λόγω κορωνοϊού… Σταδιακά αυτά την κατέβαλαν. Στο μεταξύ, εκείνη είχε ρίξει την πέτρα του αναθέματος και στο παρελθόν της και στο μίσος της για τους άνδρες και στο Λονδίνο, όπου η μοίρα το έφερε ώστε να είναι η πόλη όπου άφησε την τελευταία της πνοή την Πέμπτη 30 Ιανουαρίου. Πρώτα, όμως, είχε προλάβει να ολοκληρώσει ένα δίσκο που λειτουργεί ως η πιο ταιριαστή κατάληξη της καριέρας της: το «She Walks In Beauty», όπου περισσότερο απαγγέλλει παρά τραγουδάει ποιήματα των Τζον Κιτς, Λόρδου Βύρωνα, Πέρσι Σέλεϊ και άλλων. Ηταν ρομαντικά ποιήματα, που είχε λατρέψει όταν ήταν νέα. «Ημουν μικρή και όμορφη – υπέθετα, λοιπόν, ότι αυτά τα υπέροχα ποιήματα μιλούσαν για μένα. Τρελό, το ξέρω. Αλλά έχω υποδυθεί την Οφηλία και στο θέατρο και στον κινηματογράφο. Αρα κάτι πα-ραπάνω ξέρω για την τρέλα…».

