ΠΙΕΡ ΠΑΟΛΟ ΠΑΖΟΛΙΝΙ
Aλάνια
μτφρ.: Γιώργος Κεντρωτής
εκδ. Gutenberg, 2024, σελ. 340
«Ηταν ένας κόσμος περιθωριακός και τρομερός στη σκληρότητά του, αλλά διατηρούσε έναν δικό του κώδικα τιμής και γλώσσας, ο οποίος δεν αντικαταστάθηκε με τίποτα», εξηγούσε ο Πιερ Πάολο Παζολίνι σε συνέντευξή του στην εφημερίδα La Stampa την Πρωτοχρονιά του 1975. Αναθυμούνταν τα χρόνια που πέρασε στις φτωχογειτονιές της Ρώμης, τη συνύπαρξη και τον συγχρωτισμό του με τους προλετάριους που πάλευαν για επιβίωση στη μεταπολεμική ιταλική πρωτεύουσα. Μετακόμισε εκεί με τη μητέρα του το 1948, από την αγαπημένη του Καζάρσα, διωγμένος από την κατακραυγή της τοπικής κοινωνίας αφότου ένα αγόρι αποκάλυψε ότι είχε σεξουαλικές σχέσεις μαζί του. Στη Ρώμη έζησε για χρόνια στην ανέχεια, στην Πιάτσα Κοσταγκούτι, στον συνοικισμό Σαν Μάμολο, κοντά στις φυλακές Ρεμπίμπια, στη βία Φοντανεϊάνα, ανάμεσα σε εργάτες, ζητιάνους και απόκληρους της ζωής, που δημιουργούσαν ένα ψηφιδωτό ιστοριών και χαρακτήρων το οποίο άφησε βαθύ αποτύπωμα στην ανθρώπινη αλλά και καλλιτεχνική του ύπαρξη και υπήρξε σημείο αναφοράς και έμπνευσης για ταινίες αλλά και μυθιστορήματά του.
Oταν ο Παζολίνι έδωσε εκείνη τη συνέντευξη είχαν συμπληρωθεί ήδη είκοσι χρόνια από την έκδοση του πρώτου του μυθιστορήματος «Ragazzi di vita», που κυκλοφόρησε πρόσφατα με τον τίτλο «Αλάνια» από τις εκδόσεις Gutenberg, σε μετάφραση του Γιώργου Κεντρωτή (πρωτομεταφράστηκε στα ελληνικά ως «Τα παιδιά της ζωής» από τις εκδόσεις Οδυσσέας το 1979). Τα αλάνια είναι ο Σγουρομάλλης, ο Λέρας, ο Μαρτσέλο, ο Ανιόλο, ο Ξετσίπωτος, ο Μπλάστρης, ο Βαρέλας, ο Χούφτας, ο Κοντοκάνης, ο Σκουπίδιας, ο Τυρομούρης, ο Μπελαλής, ο Αρχικλάνας, ο Τραβατράβας και δεκάδες ακόμη φτωχοδιάβολοι που αγωνίζονται να επιβιώσουν στα ερείπια και τα μισοτελειωμένα αναπτυξιακά πρότζεκτ που άφησε το φασιστικό καθεστώς του Μουσολίνι και ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, κάνοντας δουλειές του ποδαριού, αλλά κυρίως ξαφρίζοντας ανύποπτους περαστικούς ή ο ένας τον άλλον, κλέβοντας και μεταπουλώντας μέταλλα και ό,τι άλλο μπορούν να βάλουν στο χέρι. Κινούνται με άνεση αλλά και κίνδυνο της ζωής τους ανάμεσα στο Φερομπεντό, την Τιμπουρτίνα, το Πόντε Μπιάνκο, το Μοντεβέρντε, το Τραστέβερε και άλλες υποβαθμισμένες περιοχές της ιταλικής πρωτεύουσας με στοιχεία γκέτο. «…Τα τείχη και τα σπιτάκια, όλα τους με τρύπες και ανοίγματα σαν οικογενειακοί τάφοι ή σαν παγόδες σε παραθαλάσσιο θέρετρο – έργα των πλουσίων στα χρόνια του Μουσολίνι, όταν ο Σγουρομάλλης δεν μπορούσε να είχε ιδέα για όλα τούτα, αν και ούτε και τώρα, που βρισκόταν στον κόσμο, είχε ιδέα για τίποτα…», περιγράφει ο Παζολίνι. Σπίτι τους είναι συχνά οι αλάνες ή τα χωράφια. («Το σπίτι του –τι να λέμε τώρα– ήτανε σπίτι τρόπος του λέγειν: και το να πας και το να μην πας ήταν ένα και το αυτό. Να φας; Τίποτα δεν είχε να φας. Να κοιμηθείς; Ολο και σε κάποιο παγκάκι κάποιου δημόσιου κήπου θα έβρισκες να κοιμηθείς», συλλογίζεται ο Σγουρομάλλης).
Η αφήγησή του είναι καταιγιστική, θυμίζει –καμία έκπληξη εδώ– κινηματογραφική πλοκή, οι εικόνες σαν καρέ, πλούσιες, ζωηρές, οι διάλογοι λακωνικοί, η γλώσσα σκληρή, οι λέξεις αυθάδικες. Τα αλάνια δεν έχουν χρόνο για αβρότητες και γλωσσικές φιοριτούρες, πρέπει να επιβιώσουν, να ζήσουν και να ενηλικιωθούν πριν η ζωή τούς σαρώσει. Αλλά μέσα από την αφήγηση του Παζολίνι όλη αυτή η ωμή, τραχιά καθημερινότητα αποκτάει μια ποιητικότητα, που δεν ωραιοποιεί τη συνολική εικόνα ούτε λειαίνει τις εντυπώσεις, μαρτυράει όμως μια τρυφερότητα εκ μέρους του συγγραφέα για τους ήρωές του και τον κόσμο στον οποίο κινούνται σαν σκιές και σαν πρωταγωνιστές ταυτόχρονα. «Την ώρα τούτη το φεγγάρι είχε ανέβει ψηλά στον ουρανό, είχε μικρύνει κι έμοιαζε να μη θέλει πια να ’χει δοσοληψίες με τον κόσμο μας, απορροφημένο τελείως καθώς ήταν να συλλογιέται το τι γινότανε στο υπερπέραν. Στον κόσμο μας φαινόταν σαν να ’χε γυρίσει τα οπίσθιά τουκι από εκείνον τον ασημένιο πισινούλη έπεφτε σαν βροχή ένα φως μεγαλόπρεπο, που με την εισβολή του κατακτούσε τα πάντα», γράφει. Και σε άλλο σημείο: «Στο βάθος της βία ντελ Αρκο ντι Τραβεντίνο βρίσκονταν, απέναντι το ένα στο άλλο, δύο μεγάλα συγκροτήματα από χαμόσπιτα και παράγκες: περπατώντας στον δρόμο απολάμβανες υπέροχο θέαμα. Ηταν αμέτρητα τα καλύβια, άσπρα ή ροζ, παρέα με παράγκες, τρώγλες, κάρα τσιγγάνων δίχως ρόδες, αποθήκες, όλα του ανακατεμένα φύρδην-μίγδην, άλλα σπαρμένα στα λιβάδια και άλλα στοιβαγμένα στη βάση του τοιχώματος του υδραγωγείου, μες στην πιο γραφική αταξία».
«Το φεγγάρι είχε ανέβει ψηλά στον ουρανό, είχε μικρύνει κι έμοιαζε να μη θέλει πια να ’χει δοσοληψίες με τον κόσμο μας».
Κατάσχεση!
Το πρώτο αυτό μυθιστόρημα του Ιταλού συγγραφέα, σκηνοθέτη και σεναριογράφου προκάλεσε αντιδράσεις και δέχθηκε πόλεμο από τον πολιτικό κόσμο της χώρας για το θέμα και την τολμηρή γλώσσα του και σύντομα κατασχέθηκε με κυβερνητική εντολή. Τελικά έχει καταγραφεί ως η πρώτη συγγραφική του επιτυχία.

