Ο θάνατος του Ντέιβιντ Λιντς, στις 15 Ιανουαρίου, στάθηκε αφορμή για ένα σπάνιο συλλογικό φόρο τιμής από συναδέλφους του καλλιτέχνες, απλούς θαυμαστές του έργου του και εκατοντάδες δημοσιογράφους από όλο τον κόσμο. Μοιραία, όποτε γράφονται και ακούγονται τόσο πολλά, συναντάμε και ανακρίβειες και αστοχίες και, ασφαλώς, υπερβολές. Σημασία έχει, βέβαια, το γεγονός ότι, παρόλο που ο Λιντς δεν υπήρξε σε καμία περίπτωση ένας «εμπορικός» σκηνοθέτης, ήταν μαζικά αγαπητός.
Γιατί όμως το κοινό του ήταν τόσο πιστό και τον θαύμαζε τόσο, ακολουθώντας τον σε κάθε του βήμα, ακόμη και στα λιγότερο επιτυχημένα; Μοιάζει ίσως ελαφρώς παράδοξο αυτό, για έναν σκηνοθέτη που σε 78 χρόνια ζωής και 50 χρόνια καριέρας άφησε πίσω του ένα σχετικά περιορισμένο έργο (δέκα ταινίες και πέντε, συνολικά, κύκλους τριών τηλεοπτικών σειρών).
Δικαιολογείται απολύτως, εντούτοις, αν σκύψουμε πάνω από τα έργα του Ντέιβιντ Λιντς, που μπορεί στο ευρύτερο κοινό να συστήθηκε ως σκηνοθέτης, πλην όμως εξαρχής ήταν ένας ανήσυχος και πολυδιάστατος καλλιτέχνης ο οποίος έτυχε να βγάλει κάποια χρήματα παραπάνω από τον κινηματογράφο, αλλά ουδέποτε περιορίστηκε σε αυτόν. Ο Ντέιβιντ Λιντς υπήρξε και ζωγράφος, και φωτογράφος, και στιχουργός, και μουσικός, και παραγωγός, και κομίστας, και δημιουργός κινουμένων σχεδίων, και σχεδιαστής, και συγγραφέας. Και, με ελάχιστες εξαιρέσεις, όλα όσα έκανε υπηρετούσαν το δικό του όραμα και διέπονταν από τη χαρακτηριστική αισθητική του.
Υπήρξε ζωγράφος, φωτογράφος, στιχουργός, μουσικός, παραγωγός, κομίστας, δημιουργός κινουμένων σχεδίων, σχεδιαστής και συγγραφέας.
Oπως σε πολλά σπουδαία έργα τέχνης, έτσι και σε οτιδήποτε έφερε την υπογραφή του Λιντς, οι ερμηνείες ήταν αμφίσημες και υποκειμενικές, κυρίως όμως δεν ήταν απαραίτητες για να απολαύσει ο θεατής αυτά που έφταναν στα μάτια και στα αυτιά του. Τα έργα του Λιντς δεν θα μπορούσαν ποτέ να μεταφερθούν στο θεατρικό σανίδι, γιατί δεν είναι η πρόζα το πρωταγωνιστικό στοιχείο τους, αλλά η ατμόσφαιρα. Τα χρώματα, τα σκηνικά, τα φίλτρα στις κάμερες, οι φωτισμοί, η μουσική υπόκρουση, το μακιγιάζ και τα κοστούμια των ηθοποιών, όλα αυτά υπηρετούσαν την ατμόσφαιρα, στην οποία βούλιαζες από το πρώτο μέχρι το τελευταίο πλάνο, σαν να ξάπλωνες σε μια μεταξένια αιώρα που δεν στερεώνεται πουθενά αλλά υποχωρεί αργά κάτω από το βάρος σου, χωρίς να προσκρούει ποτέ στο έδαφος. Και όταν πέφτουν οι τίτλοι τέλους και ανοίγουν τα φώτα στην αίθουσα, τότε μόνον υπάρχει μια σύγκρουση, ανάμεσα στην πραγματικότητα και στα δύο επίπεδα του σινεμά του Λιντς: το πρωτογενές και αυτό που μονίμως υποβόσκει. Το ένα ονειρικό, το άλλο σκοτεινό. Και τα δύο… μέρη ενός κόσμου διαφορετικού από τον δικό μας.
Σε ό,τι έφερε την υπογραφή του, οι ερμηνείες ήταν αμφίσημες και υποκειμενικές. Δεν ήταν όμως απαραίτητες για την απόλαυση του θεατή.
Γι’ αυτό ο Λιντς λατρεύτηκε: Γιατί είχε χτίσει τον δικό του κόσμο και μας επέτρεπε να επιστρέφουμε σε αυτόν, όχι μόνο μέσα από τη μεγάλη ή τη μικρή οθόνη, αλλά και τους δίσκους, τα βιβλία, τα φωτογραφικά λευκώματα, τις εικαστικές εκθέσεις, τα ημίλεπτα… δελτία καιρού που παρουσίαζε, αρχικά στο site του (που πλέον δεν λειτουργεί) και μετά στο κανάλι του στο YouTube (@DAVIDLYNCHTHEATER), τον καφέ που έριξε στην αγορά πριν από έντεκα χρόνια, τα μπλουζάκια με σχέδιά του που πωλούνται στο ηλεκτρονικό κατάστημά του μέσω του Αmazon, το παριζιάνικο nightclub «Silencio» που σχεδίασε το 2011 και έκτοτε λειτουργεί επιτυχώς στο Παρίσι, και όλα όσα έκανε και μοιραζόταν δημοσίως.
Αφήνοντας, λοιπόν, στην άκρη τις ταινίες του (οι περισσότερες εκ των οποίων έχουν ήδη αποδείξει την αντοχή τους στον χρόνο), ας θυμηθούμε μερικούς ακόμη λόγους για τους οποίους ο Ντέιβιντ Λιντς υπήρξε ένας σπουδαίος καλλιτέχνης με εκτόπισμα σε κάθε έκφανση του ταλέντου του.
Οι δίσκοι
• «In Heaven», 1982. Είναι το τελευταίο κομμάτι του σάουντρακ της πρώτης του ταινίας, «Eraserhead», και το μοναδικό που έχει συμβατική δομή. Με υπότιτλο «Lady In The Radiator Song» εξελίχθηκε σε γκόθικ κλάσικ και διασκευάστηκε από δεκάδες σχήματα. Πιο γνωστές εκτελέσεις αυτές των Tuxedomoon, Pixies, Bauhaus.
• Τζούλι Κρουζ «Floating Into The Night», 1989. Με μαέστρο τον σταθερό συνεργάτη του Αντζελο Μπανταλαμέντι, τον ίδιο τον Λιντς στον ρόλο του καλλιτεχνικού διευθυντή και στιχουργού και τη μούσα των δυο τους, την 33χρονη και ουσιαστικά άγνωστη μέχρι τότε Τζούλι Κρουζ πίσω από το μικρόφωνο, ο δίσκος είναι ακριβώς αυτό που υπόσχεται ο τίτλος του!
• Danger Mouse & Sparklehorse «Dark Night Of The Soul», 2009. O χιπ χοπ παραγωγός Danger Mouse και το americana συγκρότημα των Sparklehorse συνεργάζονται σε ένα υπέροχο άλμπουμ για τις μικρές ώρες της νύχτας. Ο Λιντς επιμελείται όλες τις φωτογραφίες, γράφει τους στίχους σε δύο κομμάτια και «τραγουδάει» σε ένα. Κλέβει την παράσταση από όλους τους εκλεκτούς καλεσμένους (Ιγκι Ποπ, Flaming Lips, Μπλακ Φράνσις, Σουζάν Βέγκα).
• Κρίστα Μπελ «This Train», 2011. Σε συναυλία της στην Αθήνα πριν από χρόνια, η πιο πρόσφατη μούσα του Λιντς (που εδώ υπογράφει στίχους, παραγωγή και τις φωτογραφίες του άλμπουμ) είχε περιγράψει από τη σκηνή ότι «ο Ντέιβιντ μου ζήτησε να ερμηνεύσω αυτά τα τραγούδια σαν να οδηγώ το βράδυ πέρα από το προβλεπόμενο όριο ταχύτητας, έχοντας στο ντουλαπάκι του αυτοκινήτου ένα ρεβόλβερ και ένα μπουκάλι μπέρμπον». Αν μη τι άλλο, η 33χρονη, τότε, τραγουδίστρια/μοντέλο/ηθοποιός… ανταποκρίθηκε πλήρως!
• Thought Gang «Thought Gang», 2018. Ο,τι κοντινότερο είχε ο Λιντς σε σταθερό συγκρότημα με κοντραμπάσο, τζαζ ντραμς, πνευστά, τον Μπανταλαμέντι σε πλήκτρα/φωνητικά και τον ίδιο σε στίχους, κρουστά και ρόλο παραγωγού. Ανετα θα μπορούσε να σταθεί ως σάουντρακ σε οποιαδήποτε ταινία του από το 1986 κι έπειτα.
Τα μουσικά βίντεο
• Moby, «Shot In The Back Of The Head», 2009. Συνδυάζοντας στοιχεία pulp κουλτούρας και καρτούν αισθητικής, ο Λιντς παίρνει το οργανικό κομμάτι του Moby και το ντύνει οπτικά με έναν μικρό ασπρόμαυρο εφιάλτη.
• Duran Duran, «Unstaged», 2011. Είναι 2011 και οι ποπ σταρ Duran Duran ετοιμάζονται για μια θριαμβευτική εμφάνιση στο Mayan Theater του Λος Αντζελες – όλη η βραδιά σκηνοθετείται από τον Λιντς που είχε ζητήσει… 50 κάμερες, αλλά ο χορηγός, American Express, δεν του έκανε το χατίρι. Με οπτικό υλικό αποκλειστικά μονταρισμένο στα τραγούδια του βρετανικού συγκροτήματος, τα οποία ο Λιντς υπηρέτησε υποδειγματικά, η συναυλία πέρασε στην Ιστορία λόγω των τριών ψηφιακών εκδοχών της: αναμετάδοση μέσω webcast, προβολή σε κινηματογραφικές αίθουσες και κυκλοφορία σε dvd.
• Interpol, «I Touch A Red Button», 2011. Για πολλούς το καλύτερο βίντεο του Λιντς, για λογαριασμό του δημοφιλούς και στη χώρα μας εναλλακτικού συγκροτήματος από το Μανχάταν. Ενα κόκκινο κουμπί ξεχωρίζει ανάμεσα στο ασπρόμαυρο animation. Αδύνατον να φανταστείς το τραγούδι με άλλες συνοδευτικές εικόνες!
• Nine Inch Nails, «Came Back Haunted», 2013. O Τρεντ Ρέζνορ των ΝΙΝ είχε ήδη συνεργαστεί με τον Λιντς στη «Χαμένη λεωφόρο» και εμφανίστηκε και σε ένα επεισόδιο του «Twin Peaks: Η επιστροφή». Η αλληλοεκτίμηση ήταν δεδομένη και το 2013 μετουσιώθηκε και σε ένα βίντεο που είναι αδύνατον να παρακολουθήσεις χωρίς να ζαλιστείς, αλλά σέβεται απόλυτα τον βιομηχανικό χαρακτήρα του τραγουδιού.
• Donovan, «I Am The Shaman», 2021. «Ο Λιντς είναι για μένα ένας σύντροφος σε μια δημιουργική διαδρομή που ελάχιστοι έχουν ακολουθήσει», δήλωνε πριν τέσσερα χρόνια ο Ντόνοβαν. Το βίντεο δεν είναι σπουδαίο, καθώς ο προϋπολογισμός ήταν χαμηλός, αλλά το μαγικό άγγιγμα του Λιντς βοηθάει τον σπουδαίο Σκωτσέζο τραγουδοποιό να γράψει ένα υπέροχο τραγούδι.
Τα βιβλία
• «The Air Is On Fire» (εκδ. Thames & Hudson, 2007). Συνεντεύξεις, σκίτσα, πίνακες, φωτογραφίες, όλα χωρισμένα σε θεματικές ενότητες. Λειτουργεί ως βεντάλια επίδειξης του πολυσχιδούς ταλέντου του Λιντς – οι ελάχιστες διαθέσιμες κόπιες αλλάζουν χέρια για ποσά άνω των 500 ευρώ.
• «Κυνηγώντας το μεγάλο ψάρι» (εκδ. Πατάκης, 2009). Με υπότιτλο «Διαλογισμός, συνειδητότητα και δημιουργικότητα», αυτό το βιβλίο μάς αποκαλύπτει, συν τοις άλλοις, και τη συστηματική ενασχόλησή του με τον υπερβατικό διαλογισμό. Απαραίτητο ανάγνωσμα για φοιτητές σχολών κινηματογράφου και εικαστικών τεχνών.
• «Dark Splendor» (εκδ. Hatje Cantz, 2010). Παρεμφερές με το «The Air Is On Fire», αλλά με περισσότερη έμφαση στις φωτογραφίες, τις τρισδιάστατες κατασκευές και χορταστικά παρασκήνια από τα κινηματογραφικά γυρίσματα. Αποκαλύπτει λιγότερα για τον άνθρωπο, αλλά περισσότερα για τον δημιουργό.
• «Χώρος ονείρων» (εκδ. Ροπή, 2019). Ο ίδιος ο Λιντς θυμάται όλα όσα σημάδεψαν τη ζωή του, αλλά είναι η δημοσιογράφος και κριτικός Κριστίν Μακένα αυτή που συμμαζεύει τις αναμνήσεις του και τις βάζει σε μία σειρά, διανθίζοντάς τες με συνεντεύξεις συγγενών, συνεργατών, πρώην συζύγων, ηθοποιών, μοντάροντας έτσι την πιο πλήρη εκδοχή μιας ζωής ταγμένης σε ένα και μοναδικό όραμα: την ανάδειξη του αθέατου κόσμου.
• «Digital Nudes» (εκδ. Fondation Cartier, 2021). Εκατόν πενήντα ανέκδοτες ψηφιακές φωτογραφίες συγκροτούν μια ωδή στη θηλυκότητα, ακόμη και αν ο φακός εστιάζει αποκλειστικά σε ένα βαμμένο νύχι, σε δύο χείλη, σε μια καμπύλη ή καλειδοσκοπικά σε μια καλλίγραμμη φιγούρα. «Μου αρέσει να φωτογραφίζω γυμνές γυναίκες», δήλωνε ο ίδιος, «η ανεξάντλητη πολυμορφία του ανθρώπινου σώματος είναι συναρπαστική!».
Οι διαφημίσεις
• Calvin Klein, «Obsession», 1990. Tέσσερα διαφορετικά διαφημιστικά, συνολικής διάρκειας δύο λεπτών, βασισμένα σε ισάριθμα μυθιστορήματα των Χέμινγουεϊ, Λόρενς, Φιτζέραλντ και Φλομπέρ. Κομψοτεχνήματα!
• Giorgio Armani, «Who Is Gio», 1992. Μία ολόκληρη –ασπρόμαυρη– ταινία μέσα σε 2,5 λεπτά που, για λίγους μήνες, έκανε την Αμερικανίδα Λάλα Χάρις την απόλυτη femme fatale!
• Parisienne Cigarettes, «Parisienne People», 1998. Σίγουρα η πιο αντισυμβατική διαφήμιση τσιγάρου που έχει γυριστεί ποτέ – ο Λιντς υπήρξε μανιώδης καπνιστής και συχνά διαμαρτυρόταν για την καθολική απαγόρευση του τσιγάρου στην Αμερική!
• Playstation 2 «The Third Place», 2000. Περισσότερο σαν εναλλακτικό τρέιλερ του «Twilight Zone» παρά ενδεικτικό των δυνατοτήτων μιας κονσόλας ηλεκτρονικών παιχνιδιών, το μονόλεπτο αυτό φιλμάκι δεν ήταν καν… έγχρωμο και όμως η Sony το ενέκρινε!
• Gucci By Gucci, 2007. Τρία σούπερ μόντελ χορεύουν στον ρυθμό του «Heart Of Glass» των Blondie. Σχεδόν περιμένεις κάτι διαβολικό να εμφανιστεί στο τέλος και να τα ανατρέψει όλα.

