Στη συλλογή διηγημάτων «Γκιακ» του Δημοσθένη Παπαμάρκου περιλαμβάνεται ένα κείμενο-τομή στο βιβλίο: δεν είναι πρόζα, πεζό ή διήγημα. Είναι ένα πυρετώδες ποιητικό κείμενο σε δεκαπεντασύλλαβο που σε ένα πρώτο – και δεύτερο – άκουσμα μοιάζει να προέρχεται από τις ανώνυμες παραλογές της δημοτικής παράδοσης. «Παραλογή», εξάλλου, είναι και ο τίτλος του κειμένου.
Πέρα από το γλωσσικό και συνολικά λογοτεχνικό επίτευγμα του συγγραφέα, το κείμενο αυτό γίνεται στη θεατρική παράσταση «Γκιακ», σε σκηνοθεσία του Κωνσταντίνου Ντέλλα, στο θέατρο Σταθμός, το σημείο αφετηρίας για τη θεατρική μεταμόρφωση των ιστοριών του Παπαμάρκου.
Οι ηθοποιοί (θαυμάσιοι οι Δ. Ξυλαρδιστός, Γ. Σύρμας, Ε. Χαλκίδης, Α. Χρήστου) αποδίδουν με μια φωνή θαρρείς την «Παραλογή» με μια εξαιρετική αίσθηση ρυθμού, ασθματικά, μέσα σε ένα σκηνικό με τούβλα, που παραπέμπουν σε κοιμητήρι αντιηρώων, και με κινήσεις που προσιδιάζουν περισσότερο σε νεκροζώντανους παρά σε ανθρώπους «κανονικούς».
Τι τους μεταμορφώσει; Μια απάντηση είναι το σφαγείο των πεδίων μάχης του μικρασιατικού πολέμου. Αλλά θα μπορούσε να είναι κάτι ευρύτερο και βαθύτερο: τα τραύματα που χαράσσονται μέσα σε όλους μας εξαιτίας επιλογών και αποφάσεων μιας ολόκληρης ζωής.
Τον Ντέλλα, περισσότερο ίσως κι απ’ τον Παπαμάρκο, τον ενδιαφέρει πολύ η διάσταση του ψυχικά τραυματισμένου βετεράνου, κεφάλαιο άγνωστο και παντελώς περιθωριοποιημένο στο χρονικό της μικρασιατικής τραγωδίας: η συλλογική μνήμη στράφηκε (εύλογα) στους πρόσφυγες και στο δικό τους δράμα· η εικόνα της Σμύρνης στις φλόγες επισκίασε το μακελειό που είχε προηγηθεί γύρω από τον Σαγγάριο το καλοκαίρι του 1921, το Εσκί Σεχίρ και το Αφιόν Καραχισάρ την άνοιξη της ίδιας χρονιάς.
Η «Παραλογή» είναι το ποιητικό ίχνος ενός χρονικού που θέλει τον Χάρο να αρπάζει τον άνδρα μιας γυναίκας και αυτός να επιστρέφει σε εκείνη περίπου σαν ζόμπι. Οπως έλεγε σε συνέντευξή του στην «Κ» και στη Γιώτα Συκκά ο σκηνοθέτης, «εκεί έκανα τη σύνδεσή μου με τους βετεράνους» (10/12/24).
Ανάμεσα στους –μασκοφόρους στο μεγαλύτερο μέρος της παράστασης– τρελαμένους άνδρες, περιφέρεται μια βουβή γυναικεία παρουσία η οποία γαζώνει στη ραπτομηχανή της κορδέλες παρασήμων – όμως και αυτή κινείται σαν ένα πλάσμα που μοιάζει να μην προέρχεται από αυτόν τον κόσμο. Σαν ξεχασμένη αδελφή των τριών Μοιρών της μυθολογίας: Κλωθώ και Ατροπος μαζί.
Η δραματουργική επεξεργασία των διηγημάτων και το θεατρικό σύμπαν που στήνεται πάνω στα πρωτότυπα πεζά πετυχαίνει δύο πράγματα: το θεατρικό έργο αυτονομείται δημιουργικά από τη λογοτεχνία μέσα από έναν γόνιμο κατακερματισμό των αρχικών αφηγήσεων, ενώ η παράσταση σε προτρέπει να επιστρέψεις σε μια εκ νέου ανάγνωση των έξοχων διηγημάτων του Παπαμάρκου.
Οι ιστορίες που στοιχειώνουν τους νεαρούς αυτούς άνδρες (από την ανάμνηση ενός βιασμού μπροστά στα μάτια του πατέρα του θύματος έως τον απόκρυφο, καταδικασμένο, ομοφυλοφιλικό δεσμό δύο στρατιωτών) υποδηλώνουν, στον ακραίο τους βαθμό, μια πανανθρώπινη αλήθεια: ο ανθρώπινος βίος αφήνει πάντοτε ουλές. Με αυτές πρέπει να ζήσεις έως το τέλος. Είναι ζήτημα επιβίωσης και την ίδια στιγμή ένα αγκομαχητό διατήρησης της εύθραυστης λογικής σου. Η παράσταση αυτό το αποδίδει αριστοτεχνικά.

