Στην ουτοπική «Αρκαδία» της λογοτεχνίας και των ζωγραφικών έργων της Αναγέννησης, άνθρωποι, ζώα και πνεύματα ζουν αρμονικά μέσα στο φυσικό περιβάλλον. Στο κινηματογραφικό «Αρκάντια» του Γιώργου Ζώη, το οποίο κυκλοφορεί εδώ και λίγες ημέρες στις αίθουσες, οι νεκροί συναντούν τους ζωντανούς, καθώς ένα ζευγάρι φθάνει μέσα στη χειμωνιάτικη ηρεμία ενός τουριστικού θερέτρου προκειμένου να αναγνωρίσει το θύμα ενός θανατηφόρου τροχαίου. Ο θρήνος, η απώλεια και η μνήμη αποτελούν κεντρικά θέματα της ταινίας του Ελληνα κινηματογραφιστή, όχι όμως τα μόνα. «Αρχικά υπάρχει μια ερωτική ιστορία και το χρονικό ενός χωρισμού δύο ανθρώπων που αγαπιούνται πολύ, αλλά δεν τα κατάφεραν. Είναι αυτή η μεγάλη “εκκρεμότητα” μεταξύ τους και η επιτακτική ανάγκη να δει ο ένας τον άλλο, που θα γίνει ακόμα και σε έναν παράλληλο κόσμο. Ουσιαστικά πρόκειται για μια ιστορία αποχαιρετισμού που πάει πέρα από τον ρεαλισμό», μας είχε πει ο Γιώργος Ζώης όταν τον συναντήσαμε στο Βερολίνο, όπου η ταινία του έκανε παγκόσμια πρεμιέρα.
«Προσωπικά κάνω σινεμά πρωτίστως για εμένα, για να εκφραστώ. Οσο μεγαλύτερη απήχηση υπάρχει, βέβαια, τόσο το καλύτερο. Δεν θα υποτάξω ωστόσο το βλέμμα μου για να το επιτύχω αυτό».
Ο ίδιος τη χαρακτηρίζει ως «βαλκανικό love story με φαντάσματα». Από τα πρώτα της λεπτά, άλλωστε, γίνεται φανερό ότι οι πρωταγωνιστές της δεν βρίσκονται όλοι… εν ζωή. Αντί ωστόσο τα φαντάσματα να στοιχειώνουν τους ζωντανούς, όπως συνήθως συμβαίνει στις αφηγήσεις του φανταστικού, εδώ έχουμε μάλλον το αντίθετο. «Με ενδιαφέρει γενικώς πολύ το στοίχειωμα. Η μνήμη πιστεύω ότι είναι fiction, ένα δικό μας δημιούργημα. Δεν υπάρχει αντικειμενική μνήμη. Λέμε ότι οι νεκροί “ζουν” μέσα από τις μνήμες μας και έτσι είναι. Απλώς στην ταινία υπάρχουν με σάρκα και οστά».
Μηχανισμοί μετάβασης
Ο Ζώης χρησιμοποιεί μια σειρά από μηχανισμούς ώστε να απεικονίσει τη μετάβαση ή την επικοινωνία ανάμεσα στους δύο κόσμους. Οι νεκροί φαίνεται να μην μπορούν να βγάλουν ποτέ τα παπούτσια τους, ενώ ο μόνος τρόπος να θυμηθούν λεπτομέρειες από την περασμένη ζωή τους είναι η σεξουαλική πράξη. «Τα παπούτσια είναι αυτά που μας κρατούν στη γη και μεταφορικά φέρουν το βάρος των ενοχών και των απωθημένων μας. Οποτε έβλεπα παπούτσια πεταμένα στον δρόμο ήταν σαν ένας άνθρωπος να έχει εξαφανιστεί. Επίσης, τα παπούτσια είναι και πολύ προσωπικά, δεν φοριούνται από άλλους. Οσο για το σεξ, αποτελεί το ένα μέρος του διπόλου με τον θάνατο. Δεν είναι τυχαίο που οι Γάλλοι λένε ότι ο οργασμός είναι ένας μικρός θάνατος. Εκείνη τη στιγμή χάνεσαι, δεν θυμάσαι τίποτα. Οπότε σκεφτόμουν ότι για τα φαντάσματα ισχύει το αντίθετο – όταν φτάνουν σε οργασμό παίρνουν μια πνοή ζωής, δηλαδή θυμούνται», εξηγεί ο σκηνοθέτης.

Η μουσική παίζει επίσης εδώ τον συμβολικό ρόλο της, ειδικά σε μια από τις καλύτερες σκηνές, όπου τον λόγο παίρνουν τα πολυφωνικά μοιρολόγια της Ηπείρου: «Είμαι και ο ίδιος από την Ηπειρο και τα πολυφωνικά έχουν προφανώς σχέση με τον θρήνο. Ξανά όμως το αντιστρέφουμε: οι νεκροί τραγουδούν στους ζωντανούς και όχι το ανάποδο». Ολα τα παραπάνω, φιλοσοφικά, ποιητικά και κάπως κρυπτικά, λαμβάνουν χώρα στο πολύ ρεαλιστικό περιβάλλον του… Μαραθώνα, όπου είναι γυρισμένη η ταινία. Και η επιλογή όμως της συγκεκριμένης τοποθεσίας δεν είναι τυχαία. «Ο Μαραθώνας έχει το φράγμα, που χωρίζει το ύδωρ και τη γη. Αμέσως έχεις έναν φυσικό διαχωρισμό της εικόνας, που σε παραπέμπει στην ύπαρξη των δύο παράλληλων κόσμων. Οι ήρωές μας βρίσκονται λοιπόν ακριβώς σε αυτό το σύνορο. Κατά τα άλλα υπάρχει και η καθαρά ρεαλιστική διάσταση: ένα παράνομο ζευγάρι που πηγαίνει σε ένα θέρετρο εκτός σεζόν για να παραμείνει κρυμμένο».
Φυσικά στο επίκεντρο βρίσκονται οι πρωταγωνιστές, Βαγγέλης Μουρίκης και Αγγελική Παπούλια, δύο από τους σπουδαιότερους σύγχρονους Ελληνες ηθοποιούς, οι οποίοι πάντως εκπροσωπούν διαφορετικά ερμηνευτικά στυλ. «Στις ταινίες μου κάνουμε πάντα πολλές πρόβες. Το βασικό για εμένα είναι οι ηθοποιοί να παίζουν όλοι στην ίδια συχνότητα. Σε σχέση με το σενάριο, τους δίνω έναν συγκεκριμένο χώρο όπου μπορούν να αυτοσχεδιάσουν και να τοποθετήσουν τις ερμηνείες τους. Αυτός ο χώρος όμως είναι καθορισμένος, σαν τα παιδιά που παίζουν στην παιδική χαρά. Πράγματι οι συγκεκριμένοι ηθοποιοί, όπως λέει και ο Μουρίκης, “βαράνε διαφορετικά”, όμως στη συγκεκριμένη ταινία νομίζω πως αυτό ήταν πλεονέκτημα – η Αγγελική στο πιο απόκοσμο στυλ, ο Μουρίκης στο πιο ρεαλιστικό».
Τι βλέπει ο Γιώργος Ζώης σε σχέση με το παρόν και το μέλλον του ελληνικού –και όχι μόνο– σινεμά; «Είναι φυσικά καλό ότι έρχονται ξένες παραγωγές στην Ελλάδα, απλώς πλέον είναι πιο δύσκολο για εμάς να βρούμε π.χ. τεχνικούς για τις δικές μας ταινίες. Και η ενίσχυση του rebate είναι σημαντική. Παρ’ όλα αυτά, νομίζω ότι την ίδια προσπάθεια και αγώνα έκανα στην προηγούμενη ταινία και την ίδια θα κάνω στην επόμενη. Πιστεύω ότι σύντομα θα δούμε ωραίες ταινίες και από τις νεότερες γενιές. Προσωπικά κάνω σινεμά πρωτίστως για εμένα, για να εκφραστώ. Οσο μεγαλύτερη απήχηση υπάρχει, βέβαια, τόσο το καλύτερο. Δεν θα υποτάξω ωστόσο το βλέμμα μου για να το επιτύχω αυτό. Νομίζω ότι το κοινό τον τελευταίο καιρό είναι πιο ανοιχτό σε ένα σινεμά λιγότερο οικείο – ο Λάνθιμος έχει παίξει σίγουρα ρόλο σε αυτό, ανοίγοντας, εκτός των άλλων, έναν καινούργιο τρόπο θέασης».

