Καίτη Γκρέυ: Το γεμάτο πίκρες και δόξες βιβλίο ζωής της «Κικίτσας»

Καίτη Γκρέυ: Το γεμάτο πίκρες και δόξες βιβλίο ζωής της «Κικίτσας»

Η Καίτη Γκρέυ (1924-2025) πέρασε στο πάνθεον αφήνοντας το δικό της αποτύπωμα δίπλα σε κορυφαίους και ερμηνεύοντας σπουδαία τραγούδια

καίτη-γκρέυ-το-γεμάτο-πίκρες-και-δόξες-563436391 Δικός της ο επίλογος: «Πολλές φορές σε αυτό το πελώριο σπίτι που έχω, γυρίζω μόνη μου και αναρωτιέμαι όλα αυτά που έκανα γιατί τα έκανα; Αλλά μετά, επειδή είμαι μάνα και η μάνα πάντα ξέρει να συγχωρεί τις πίκρες και να δέχεται τις χαρές, τους συγχωρώ όλους. Ολους αυτούς που με πίκραναν». [ΝΤΙΜΗΣ ΑΡΓΥΡΟΠΟΥΛΟΣ]
Δικός της ο επίλογος: «Πολλές φορές σε αυτό το πελώριο σπίτι που έχω, γυρίζω μόνη μου και αναρωτιέμαι όλα αυτά που έκανα γιατί τα έκανα; Αλλά μετά, επειδή είμαι μάνα και η μάνα πάντα ξέρει να συγχωρεί τις πίκρες και να δέχεται τις χαρές, τους συγχωρώ όλους. Ολους αυτούς που με πίκραναν». [ΝΤΙΜΗΣ ΑΡΓΥΡΟΠΟΥΛΟΣ]

«Δεν θέλω να μας ενοχλήσει κανείς. Αρχίζουμε ξανά από την αρχή», είπε η Καίτη Γκρέυ στον Γιώργο Χρονά ένα απόγευμα του 1982, βγάζοντας από την πρίζα το καλώδιο του τηλεφώνου. Η λαϊκή τραγουδίστρια, η οποία έφυγε πρόσφατα από τη ζωή σε ηλικία 100 ετών, είχε πάρει την απόφαση να του διηγηθεί τα πάντα για τη ζωή της και εκείνος να τα καταγράψει σε ένα βιβλίο με τίτλο «Αυτή είναι η ζωή μου», που εκδόθηκε ένα χρόνο αργότερα, για πρώτη φορά, από τις εκδόσεις Οδός Πανός.

Αν και τα περισσότερα που έχουν γραφτεί γι’ αυτή τη μυθική φωνή του λαϊκού τραγουδιού μιλάνε για την καλλιτεχνική της πορεία, το ταλέντο της, αλλά και τη σχέση με τον Στέλιο Καζαντζίδη, εκείνη παρέδωσε πριν από 42 χρόνια στο κοινό μια συγκινητική αυτοβιογραφία, που ξεκινάει από τα πρώτα της κιόλας χρόνια, πολύ πριν αποκτήσει το όνομα με το οποίο τη γνωρίσαμε. Η ζωή της Κικίτσας, όπως την αποκαλούσαν, ήταν πολυκύμαντη καθώς βίωσε, από πολύ νωρίς, τη φτώχεια, τον πόλεμο και την κακοποίηση, προτού βρει καταφύγιο στη μουσική.

Αφού η βιολογική της μητέρα δεν είχε χρήματα για την ανατροφή της, ένα ζευγάρι από τον Πειραιά δέχθηκε να υιοθετήσει το ενός έτους κορίτσι. Η τύχη της όμως, δεν θα ήταν καλύτερη, διότι ο θάνατος του θετού της πατέρα βύθισε, πολύ γρήγορα, μάνα και κόρη στην ανέχεια. «Ερχότανε τότε κάπου κάπου κάποια κυρία στο σπίτι μας και μου έφερνε σοκολάτες, καραμέλες και ό,τι μπορούσε. (…) “Είναι μια μακρινή θεία”, μου έλεγε η μαμά μου. Μετά από έναν χρόνο, όμως, γυρίζοντας από το σχολείο (…), είδα στον δρόμο αυτή την κυρία και την άκουσα να λέει “να το, αυτό είναι”. (…) Μου λέει “εδώ κοντά μένω, έρχεσαι σπίτι;”. Με πήγε λοιπόν στο σπίτι της και εκεί γνώρισα τον μεγάλο μου αδερφό και τη μεγάλη μου αδερφή, γιατί το έμαθα αμέσως ότι είναι τα αδέρφια μου, αφού (η κυρία) άρχισε τα κλάματα και μου έλεγε “εγώ είμαι η μητέρα σου. Σε έδωσα για καλύτερα και σε βρίσκω χειρότερα”», εξομολογείται η Καίτη Γκρέυ στο πρώτο κεφάλαιο της ταραχώδους αυτής ιστορίας. Και συνεχίζει μιλώντας για την προσπάθειά της να γυρίσει πίσω στη βιολογική της οικογένεια, αλλά και για τους καβγάδες με τη θετή της μητέρα, η οποία την έστειλε στη Σάμο να μείνει με τη θεία της, φοβούμενη μην τη χάσει.

«Αυτή η γυναίκα ήταν πάρα πολύ κακός άνθρωπος. (…) Οταν χτυπάγανε οι σειρήνες, που βομβάρδιζαν τη Σάμο, εγώ πολλές φορές δεν έφευγα από το σπίτι. Η θεία μου όμως (…) έπαιρνε τα βουναλάκια και πήγαινε στα καταφύγια. Οταν έγινε ο μεγάλος βομβαρδισμός στη Σάμο, εγώ δεν πρόλαβα να φύγω. (…) Είχα χωθεί μέσα στο τζάκι, στην κουζίνα, δύο μέρες. (…) Από εκεί με έβγαλε ένας Ιταλός ναύτης. (…) Με πήρε και με παρέδωσε σε κάτι γεροντάκια, τα οποία με έβαλαν σε μια βάρκα και βγήκαμε σε κάτι φυλάκια της Τουρκίας».

Μετά την παραμονή της εκεί, έφτασε μαζί με άλλους στην Παλαιστίνη, όπου περιπλανήθηκε στις Πηγές του Μωυσέως, μέχρι το 1945. Ηταν η χρονιά που γύρισε πίσω στον Πειραιά, αναζητώντας τη θετή της μητέρα, η οποία την υποδέχθηκε συγκινημένη, αφού για χρόνια νόμιζε πως ήταν νεκρή. Τα σύννεφα μεταξύ τους δεν άργησαν να φανούν, όταν η ίδια την ανάγκασε να απαρνηθεί τον πρώτο της έρωτα και να παντρευτεί έναν κακοποιητικό σύζυγο, με τον οποίο απέκτησε δύο παιδιά.

Το πραγματικό πλήγμα για εκείνη, ωστόσο, δεν είχε έρθει ακόμη. Εχοντας εντοπίσει τη βιολογική της μητέρα, αναζήτησε καταφύγιο ύστερα από χρόνια στην αγκαλιά της, χωρίς να λαμβάνει την ανταπόκριση που περίμενε. Προς έκπληξή της, η μητέρα της την εγκατέλειψε για δεύτερη φορά λέγοντάς της ότι ήθελε να φτιάξει τη ζωή της και να παντρευτεί ξανά, βάζοντας τέλος στη σχέση τους.

Στις αρχές της δεκαετίας του ’50, η ζωή της αρχίζει να αλλάζει προς το καλύτερο. Η νεαρή Κικίτσα συχνάζει στο καφενείο «Πανελλήνιον», όπου πηγαίνει για να ακούσει τον αγαπημένο της Τζίμη Μακούλη. Σε αυτό το μέρος την προσεγγίζει το ντουέτο Ντούο Ρεξ, προτείνοντάς της δουλειά ως χορεύτρια, ενώ λίγο αργότερα έρχεται σε επαφή με τους μαέστρους Γιάννη Βέλλα και Γιώργο Μυρογιάννη, αποκτώντας παράλληλα και το καλλιτεχνικό της ονοματεπώνυμο.

Ο τελευταίος ήταν και εκείνος που την εισήγαγε στον κόσμο του λαϊκού τραγουδιού. «Με παίρνει λοιπόν και με πάει απέναντι σε ένα άλλο καφενείο που λεγόταν “Αττικόν” και εκεί ήταν ο Χρηστάκης, ο Ακης Πάνου, ο Λαουτάρης. Με ρωτάει λοιπόν ο Χρηστάκης τι τραγούδια λέω. Εγώ δεν λέω λαϊκά βαριά. Μόνο ευρωπαϊκά και ελαφρολαϊκά. “Ερχεσαι απόψε να σε δοκιμάσουμε και αν μας κάνεις θα σε κρατήσουμε”, μου λέει».

Εκεί γνωρίζει και τον Λουκά Νταράλα, που της προτείνει να πει το περίφημο «Βουνό», για το ραδιόφωνο, σημειώνοντας τεράστια επιτυχία ενώ, πολύ γρήγορα, το όνομά της βρίσκεται δίπλα σε θρυλικά τραγούδια του λαϊκού ρεπερτορίου, όπως το «Ποτέ τη μάνα μην πικραίνεις» και το «Μαράζι».

Ενα καφενείο, όμως, στο Νέο Ηράκλειο, ο «Ζέφυρος», όπου η Καίτη Γκρέυ πραγματοποιούσε κάποιες εμφανίσεις, ήταν το μέρος όπου θα συναντούσε τον Στέλιο Καζαντζίδη. «Εγώ τον αγάπησα σαν Στέλιο τον Καζαντζίδη, γιατί ήταν ωραίο παιδί και είχε ωραία ψυχή. Είχε μόνο ένα ελάττωμα, που το έχουν όλοι, αλλά αυτός παραπάνω. Αγαπούσε πολύ τη μητέρα του», δεν διστάζει να σχολιάσει, δίχως να παραλείπει σκηνές από την ταραχώδη και γεμάτη μουσική ζωή που έζησε δίπλα του, πριν χωρίσουν και επαγγελματικά.

Η ίδια αποφάσισε χρόνια αργότερα και έχοντας χτίσει μια θρυλική καριέρα, να αφοσιωθεί στα δύο της παιδιά και να χαρεί την οικογένειά της, που όλο και μεγάλωνε. «Πολλές φορές σε αυτό το πελώριο σπίτι που έχω, γυρίζω μόνη μου και αναρωτιέμαι “όλα αυτά που έκανα γιατί τα έκανα;”. Αλλά μετά, επειδή είμαι μάνα και η μάνα πάντα ξέρει να συγχωρεί τις πίκρες και να δέχεται τις χαρές, τους συγχωρώ όλους. Ολους αυτούς που με πίκραναν».

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT