τι-κάνει-ο-τσιτσάνης-στη-μελβούρνη-563433718

Τι κάνει ο Τσιτσάνης στη Μελβούρνη;

Ελληνες 20χρονοι παίζουν ρεμπέτικα σε στέκια της Μελβούρνης και μιλούν στην «Κ» για το μουσικό είδος που αναβιώνει στην ελληνική κοινότητα της πόλης

Η ατμόσφαιρα σε ένα από τα πιο γνωστά ελληνικά εστιατόρια στο προάστιο Κλίφτον Χιλ της Μελβούρνης αποπνέει ζεστασιά. Σε μια από τις γωνιές του μαγαζιού, οργανοπαίχτες και τραγουδιστές ερμηνεύουν με πάθος τον «Μερακλή» του Σπύρου Περιστέρη. Είναι η περίοδος των Χριστουγέννων και οι θαμώνες του γεμάτου εστιατορίου παρακολουθούν με θαυμασμό την μπάντα που παίζει, έχοντας τα βλέμματα στραμμένα στα νεότερα μέλη της ομάδας.

Τα τελευταία χρόνια, η ελληνική μουσική σκηνή της Μελβούρνης γνωρίζει μια αναβίωση του ρεμπέτικου. Το δημοφιλές μουσικό είδος εμφανίστηκε στις αρχές του 20ού αιώνα με στίχους που μιλούσαν για την αγάπη και τον πόνο των περιθωριοποιημένων κοινοτήτων και της εργατικής τάξης. Σήμερα, το απολαμβάνουν άνθρωποι όλων των ηλικιών, ανάμεσά τους και παιδιά που έχουν ως πρότυπα τον Μάρκο Βαμβακάρη και τον Βασίλη Τσιτσάνη.

Τι κάνει ο Τσιτσάνης στη Μελβούρνη;-1Ο Απόστολος (Πολ) Καραλής είναι αφοσιωμένος στο μπουζούκι του και όταν παίζει με τους υπόλοιπους συμμετέχοντες της κοινότητας «Melbourne Rebetiko Jam», που έχουν καθιερώσει τις μουσικές τους συναντήσεις στο εστιατόριο κάθε Τετάρτη, βρίσκεται σε πλήρη συντονισμό. Ο 20χρονος φοιτητής στη Σχολή Πολιτικών Μηχανικών της Μελβούρνης αγάπησε το ρεμπέτικο τραγούδι σε πολύ μικρή ηλικία. «Ξεκίνησα να μαθαίνω τρίχορδο μπουζούκι στα 9 μου στο Ελληνικό Σχολείο, όπου διδάχθηκα εμβληματικά τραγούδια όπως η “Φραγκοσυριανή”», λέει ο Απόστολος στην «Κ». «Οι παππούδες μου μετανάστευσαν στη Μελβούρνη στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και είμαι πολύ τυχερός που τους είχα κοντά μου σε όλη μου τη ζωή. Από παιδί ήμουν πάντα δεμένος με την καταγωγή μου, ιδιαίτερα μέσω της γλώσσας και της μουσικής». Ωστόσο, μέχρι τότε δεν είχε ακούσει ποτέ τον όρο «Ρεμπέτικα».

Ο 20χρονος Απόστολος ήταν πάντα δεμένος με την καταγωγή του, ιδιαίτερα μέσω της γλώσσας και της μουσικής. Ωστόσο, δεν είχε ακούσει ποτέ τον όρο «Ρεμπέτικα».

Το 2018, ο Αυστραλός και φιλέλληνας δάσκαλός του στο μπουζούκι Γουέιν Σίμονς, τον μύησε στην κουλτούρα και του έμαθε τραγούδια μεγάλων συνθετών του είδους. Επιπλέον, ήταν εκείνος που τον σύστησε στη ρεμπέτικη κοινωνία της Μελβούρνης. Μια κοινότητα που δημιούργησε ο Σίμονς μαζί με τον Ελληνα μουσικό, παραγωγό και συνθέτη Κώστα (Κον) Καλαμαρά οι οποίοι προσκαλούν μουσικούς να μάθουν το μουσικό είδος.

Το ρεμπέτικο ξεφεύγει από αυτό που οι περισσότεροι αντιλαμβάνονται ως ελληνική μουσική, δηλαδή όσα σχετίζονται με το σπάσιμο πιάτων.

«Λατρεύω όλα τα διαφορετικά στιλ των ρεμπέτικων: από τη βαριά underground μουσική του Πειραιά, μέχρι το δεξιοτεχνικό παίξιμο του Τσιτσάνη», εξηγεί ο φοιτητής και μέλος του επταμελούς συγκροτήματος Εστουδιαντίνα της Μελβούρνης. Και συμπληρώνει: «Αλλά το αγαπημένο μου είδος ρεμπέτικου προέκυψε ως αποτέλεσμα της ανταλλαγής πληθυσμών μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή. Είδαμε συνθέτες όπως ο Παναγιώτης Τούντας και ο Κώστας Σκαρβέλης να φέρνουν τα μικρασιάτικα στην Ελλάδα. Αυτή η μουσική της Ανατολίας με τα μοναδικά μουσικά της μοτίβα, τις πλούσιες μουσικές μελωδίες και τους σαγηνευτικούς στίχους της, περιγράφεται συχνά ως πρόγονος του πιο οικείου ρεμπέτικου του Βαμβακάρη». 

Παρά το νεαρό της ηλικίας του και με τόσες σύγχρονες μουσικές προτάσεις διαθέσιμες για αναπαραγωγή σε πολλά Μέσα, ο Απόστολος σημειώνει ότι δεν πλήττει ποτέ με τα ρεμπέτικα. «Υπάρχουν πολλοί συνθέτες και τραγουδιστές να εξερευνήσεις, ο καθένας με διαφορετικά χαρακτηριστικά. Οι μελωδίες είναι εθιστικές στην ακρόαση, οι στίχοι είναι συναρπαστικοί και μαζί μπορούν να προκαλέσουν ποικίλες διαθέσεις, από την ευτυχία μέχρι τη θλίψη». 

Ενας ακόμα λόγος για τον οποίο ο ίδιος εκτιμά αυτό το μουσικό είδος είναι το γεγονός ότι «ξεφεύγει από αυτό που οι περισσότεροι αντιλαμβάνονται ως ελληνική μουσική, δηλαδή όσα σχετίζονται με το σπάσιμο πιάτων». 

«Μια ωμή εικόνα της ζωής»

Στους Εστουδιαντίνα της Μελβούρνης ανήκει και ο 24χρονος μεταπτυχιακός φοιτητής Αλέξανδρος Πετρόπουλος, ο οποίος παίζει κιθάρα, πολίτικο λαούτο και τραγουδάει. «Τα ρεμπέτικα τα άκουσα για πρώτη φορά από τη θεία μου, η οποία πλέον ζει στην Ελλάδα. Δεν είχα ακούσει πολλή ελληνική μουσική μεγαλώνοντας, αλλά στα 21α γενέθλιά μου ο θείος μου με παρότρυνε να χορέψω το πρώτο μου ζεϊμπέκικο μπροστά σε κόσμο. Ντρεπόμουν πολύ, όμως μου άρεσε η εμπειρία και η μουσική. Αργότερα το ερεύνησα περαιτέρω». Στη διάρκεια της πανδημίας, παρακολούθησε μαθήματα ρεμπέτικου τραγουδιού διαδικτυακά. Γνώρισε τον μουσικό και υπεύθυνο των συναντήσεων ρεμπέτικου Κον Καλαμαρά και από τότε ασχολήθηκε πολύ περισσότερο με αυτήν την τέχνη. 

Οι στίχοι του Τσιτσάνη ζωγραφίζουν μια πολύ ωμή εικόνα της ζωής. Ποτέ δεν φαίνεται να υπερβάλλει ή να είναι υπερβολικά συναισθηματικός και μάλιστα, πολλές φορές είναι και αρκετά αστείος. Μπορεί να είναι πολύ ωμός και πολύ ειλικρινής, κάτι που δεν συναντάς και πολύ στη δυτική μουσική.

Τι κάνει ο Τσιτσάνης στη Μελβούρνη;-2

Ο Αλέξανδρος είναι λάτρης της ελληνικής μουσικής και απολαμβάνει από ρεμπέτικα μέχρι παραδοσιακά τραγούδια. Στη συνομιλία μας, μιλάει με δέος για τον Τσιτσάνη, τον οποίο ξεχωρίζει. «Νομίζω ότι πάνω από όλα έχει μια σωρεία καταπληκτικών και καλογραμμένων τραγουδιών, με βάθος. Οι στίχοι του ζωγραφίζουν μια πολύ ωμή εικόνα της ζωής. Ποτέ δεν φαίνεται να υπερβάλλει ή να είναι υπερβολικά συναισθηματικός και μάλιστα, πολλές φορές είναι και αρκετά αστείος. Μπορεί να είναι πολύ ωμός και πολύ ειλικρινής, κάτι που δεν συναντάς και πολύ στη δυτική μουσική», λέει τονίζοντας ότι λατρεύει και τη σμυρναίικη μουσική με την οποία ασχολείται σχεδόν αποκλειστικά αυτό το διάστημα. «Με ελκύει επίσης η πολιτιστική σημασία των ρεμπέτικων και των σμυρναίικων που είναι πολύ σημαντικά για την ελληνική ταυτότητα αυτή την εποχή».

Μάλιστα, στις 9 Μαρτίου το συγκρότημα Εστουδιαντίνα της Μελβούρνης θα κυκλοφορήσει ένα άλμπουμ που θα επικεντρωθεί στη σμυρναίικη μουσική και θα περιλαμβάνει όργανα όπως ούτι, κανονάκι, βιολί, ακορντεόν, λάβτα, μπουζούκι, κιθάρα και φωνητικά. Το άλμπουμ αυτό θα παρουσιαστεί στο φεστιβάλ της πόλης Μπράνσγουικ που αποτέλεσε πολιτιστικό κόμβο Ελλήνων μεταναστών. 

Εκείνη την εποχή άκουγα πολύ πανκ και μπλουζ και τα ρεμπέτικα πραγματεύονταν παρόμοια θέματα. Με γοήτευσαν οι ανατολίτικες μελωδίες όπως και οι ρυθμοί του ζεϊμπέκικου.

Τι κάνει ο Τσιτσάνης στη Μελβούρνη;-3

Η μητέρα της Μαρίας Δαλαμάγκα γεννήθηκε στην Καρδίτσα αλλά μετανάστευσε στην Αυστραλία όταν ήταν 20 χρονών. Ο πατέρας της γεννήθηκε στην Αυστραλία από Ελληνες γονείς. Η Μαρία άκουσε για πρώτη φορά ρεμπέτικα στα 17 της χρόνια. Λίγο αργότερα άκουσε συλλογές όπως το «Women of Rebetika». «Εκείνη την εποχή άκουγα πολύ πανκ και μπλουζ και τα ρεμπέτικα πραγματεύονταν παρόμοια θέματα. Με γοήτευσαν οι ανατολίτικες μελωδίες όπως και οι ρυθμοί του ζεϊμπέκικου», θυμάται.

Αγαπά τον Ανέστη Δελιά και τη Νταίζη Σταυροπούλου. «Οσον αφορά τους μεταγενέστερους καλλιτέχνες του ρεμπέτικου, λατρεύω τη Σωτηρία Μπέλλου, τόσο τη φωνή της όσο και όλα όσα υποστήριξε σε σχέση με τις πολιτικές της πεποιθήσεις και την αγέρωχη στάση της. Οι στίχοι του ρεμπέτικου είναι σοβαροί και γεμάτοι αγωνία αλλά κατά καιρούς παιχνιδιάρικοι και αναιδείς». Η ίδια αναφέρει ότι της αρέσει να ερευνά τις αργκό λέξεις και να ερμηνεύει την ποίηση των στίχων. Συχνά τηλεφωνώ στη μητέρα μου για να καταλάβω τη μεταφορική τους σημασία».

Το συγκρότημα στο οποίο παίζει κιθάρα, ακορντεόν, πιάνο και λίγο τζουρά ονομάζεται Anatreptix. «Παίζουμε κάθε μήνα σε ένα χώρο που λέγεται Τhe Retreat που είναι μια παμπ με έντονη ρεμπέτικη ιστορία. Η Apodimi Compania έπαιζε εκεί στα τέλη της δεκαετίας του ’80 και στις αρχές της δεκαετίας του ’90», εξηγεί η Μαρία. 

Η διάδοση

Οι Ελληνες της Αυστραλίας προσπαθούν να μεταλαμπαδεύσουν τις γνώσεις για την κουλτούρα του ρεμπέτικου στη νέα γενιά. «Εκτός από τις μουσικές συναντήσεις, τα ελληνικά σχολεία της Μελβούρνης διδάσκουν στους μαθητές μπουζούκι και τους εισάγουν σε αυτό το μουσικό είδος», λέει ο Αλέξανδρος. Μάλιστα, σύμφωνα με την απογραφή του 2021, η ελληνική είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στην Αυστραλία (εκτός αγγλικών) μετά τα μανδαρινικά κινέζικα, τα βιετναμέζικα και τα παντζάμπι. Συγκεκριμένα 229.643 άνθρωποι μιλούν ελληνικά στο σπίτι. 

Προσπαθούμε να κρατήσουμε ζωντανή αυτή την κουλτούρα και να διαδώσουμε το ρεμπέτικο όχι μόνο στους νέους Ελληνες αλλά και σε άλλους κατοίκους της Αυστραλίας.

Η Μαρία τονίζει τη σημασία που έχει η ελληνική παράδοση στη Μελβούρνη καθώς και την προσπάθεια που γίνεται από όλους για να διατηρηθεί. «Προσπαθούμε να κρατήσουμε ζωντανή αυτή την κουλτούρα και να διαδώσουμε το ρεμπέτικο όχι μόνο στους νέους Ελληνες αλλά και σε άλλους κατοίκους της Αυστραλίας».

______________________________________________________________

Κεντρική φωτογραφία: Από αριστερά ο Αλέξανδρος Πετρόπουλος, ο Απόστολος Καραλής και ακόμα ένα μέλος της κοινότητας Melbourne Rebetiko Jam. 

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT