Αυτό συμβαίνει όταν περνούν οι δεκαετίες κι ένα από τα πιο σημαντικά κτίρια της Σταδίου παραμένει σκοτεινό, ερειπωμένο, κρυμμένο πίσω από ανεμοδαρμένες λινάτσες και υποτυπώδεις σκαλωσιές. Ο κόσμος το προσπερνάει, συνηθίζει την ασχήμια και τελικά το αποβάλλει από τη μνήμη, τόσο τη δική του όσο και της ίδιας της πόλης.
Αυτή είναι η περίπτωση του Μεγάρου Αθηνογένους που έχει ζωή 150 ετών (οικοδομήθηκε το διάστημα 1875-1880), αλλά ελάχιστοι Αθηναίοι το έχουν προλάβει σε στοιχειωδώς αξιοπρεπή κατάσταση για να μπορούν να εκτιμήσουν τη φιλόδοξη αρχιτεκτονική σύλληψη που συνδέει τις ιωνικές παραστάδες στην πρόσοψη με τα στοιχεία μπαρόκ της επίστεψης, έργο, πιθανότατα, του Γάλλου αρχιτέκτονα Εζέν Τρουμπ.
Θα συνδεθούν με εναέρια γέφυρα, ενώ ανάμεσά τους δημιουργείται ελεύθερος χώρος με ανεμπόδιστη κυκλική ροή επισκεπτών.
Ευτυχώς, η πνοή αναγέννησης που φυσάει εσχάτως στη Σταδίου θα το παρασύρει σε μια νέα εποχή και θα το παραδώσει στον 21ο αιώνα πλήρως αποκατεστημένο, με τις δάφνες μιας φιλόδοξης σύνθεσης: το Μέγαρο Αθηνογένους σε πρώτο πλάνο, στην προθήκη της Σταδίου, και στο βάθος του οικοπέδου ένα νέο, υπερσύγχρονο κτίριο οκτώ ορόφων με την πτυχωτή του όψη από ειδικούς ηχομονωτικούς, βιοκλιματικούς υαλοπίνακες με μεταξοτυπία να κάνουν το πέρασμα από το 1880 στο 2025 να δείχνει όσο το δυνατόν πιο ανάλαφρο γίνεται. Οι εργασίες έχουν ήδη ξεκινήσει βάσει της μελέτης του αθηναϊκού αρχιτεκτονικού γραφείου Athens Creative, το οποίο πολλοί έχουμε ξεχωρίσει εξαιτίας της νέας, υψηλού επιπέδου, διαμόρφωσης της πλατείας Νυμφών στη Βουλιαγμένη (2021).

Αλλά αξίζει να σταθούμε λίγο περισσότερο στις παλαιές ημέρες του Μεγάρου Αθηνογένους, γιατί αντανακλά διαφορετικές εποχές της αθηναϊκής ιστορίας. Στην πραγματικότητα είναι το μόνο που επιβίωσε από μια τριάδα κτιρίων υψηλού κύρους (Μέγαρα Βούρου και Σκουλούδη στην πλατεία Συντάγματος) που οικοδομήθηκαν από ισάριθμες οικογένειες της ανερχόμενης αστικής τάξης μιας νεόκοπης πρωτεύουσας, με συγγενικούς δεσμούς ανάμεσά τους, πρόσβαση στο ομογενειακό κεφάλαιο και συγγενή μορφολογία. Στα τέλη του 19ου αιώνα στέγασε την Οθωμανική Τράπεζα και το 1971 περιήλθε σε ερειπιώδη κατάσταση στην Ιστορική και Εθνολογική Εταιρεία, η οποία θέλησε να το αξιοποιήσει. Η ιδέα ωρίμασε με τα χρόνια και στα μέσα της δεκαετίας του 1990 η Εθνολογική Εταιρεία υποστήριξε αρχιτεκτονική μελέτη που πρότεινε τη διατήρηση μόνο της πρόσοψης του παλαιού κτίσματος, με παράλληλη ανέγερση οκταώροφης, σύγχρονης οικοδομής πίσω του. Η αντίδραση του αρχιτεκτονικού κόσμου ήταν σφοδρή, με αποτέλεσμα το Κεντρικό Συμβούλιο Νεωτέρων Μνημείων του υπουργείου Πολιτισμού να γνωμοδοτήσει υπέρ της κήρυξης του συνόλου του κτιρίου ως «έργου τέχνης». Το σχέδιο ναυάγησε και τα πολύ σοβαρά προβλήματα που αντιμετώπιζε ήδη το κτίριο επιδεινώθηκαν περαιτέρω και εξαιτίας μιας πυρκαγιάς που εκδηλώθηκε το 2004. Το 2008 το Μέγαρο Αθηνογένους αγοράστηκε από τον εφοπλιστή Γιώργο Προκοπίου, ο οποίος δρομολόγησε διαδικασίες αξιοποίησής του.

Συζητώντας με τους αρχιτέκτονες Αλέξανδρο Αυλωνίτη και Αγγελική Αναγνωστοπούλου από τους Athens Creative την κεντρική ιδέα της νέας μελέτης είναι σαφές ότι βασικό σημείο αναφοράς της νέας εποχής του μεγάρου είναι η διαχείριση της σχέσης ανάμεσα στα δύο κτίρια, παλαιό και νέο, με στόχο τη διατήρηση του μεγάρου ως αυτόνομου κτιριακού οργανισμού. Ετσι, αρχικά ενώ το νέο κτίριο θα μπορούσε να αναπτυχθεί καθ’ ύψος στην ελάχιστη επιτρεπτή απόσταση από το Μέγαρο Αθηνογένους, εξασφαλίζεται επαρκής ισόγειος, υπαίθριος χώρος/αυλή ανάμεσα στα δύο κτίρια. Συνεπακόλουθα ενθαρρύνεται η ανεμπόδιστη κυκλική ροή στον περιβάλλοντα χώρο του μεγάρου από τις δύο στοές του. Και αντί για «μερική επαφή» των δύο κτιρίων εφαρμόζεται σημειακή σύνδεση, και μάλιστα με εναέρια γέφυρα στον πρώτο όροφο.
Νέες θεάσεις
«Η υποχώρηση του ισογείου», εξηγεί ο κ. Αλέξανδρος Αυλωνίτης, «επιτρέπει τη διεύρυνση του ελεύθερου χώρου και σηματοδοτεί το νευραλγικό σημείο ανάμεσα στα δύο κτίρια, προσφέροντας ευνοϊκότερες χωρικές ποιότητες αλλά και θεάσεις τόσο του Μεγάρου Αθηνογένους όσο και του νέου κτιρίου. Συμπληρωματικά, ο χειρισμός της όψης του νέου κτιρίου καθ’ ύψος με την “αναδίπλωσή” της επιδιώκει αφενός την εξασφάλιση των κατάλληλων συνθηκών (φυσικού φωτισμού, ηλιασμού, αερισμού κ.λπ.) στους χαμηλούς ορόφους και στο ισόγειο, και αφετέρου τη δημιουργία της ψευδαίσθησης ενός χαμηλότερου κτιρίου στην κλίμακα του Μεγάρου Αθηνογένους. Παράλληλα, με τη σταδιακή απομάκρυνση των ορόφων από το διατηρητέο επιτυγχάνονται ευνοϊκές οπτικές φυγές προς αυτό τόσο από χαμηλά όσο και από ψηλά. Επίσης, με την υποχώρηση των ορόφων από το ύψος του διατηρητέου και πάνω επιτυγχάνεται η απομάκρυνση της όψης από τα όριά του και ως εκ τούτου από την οδό Σταδίου. Αποτέλεσμα είναι να μην είναι σχεδόν καθόλου ορατό από τον περιπατητή». Τη διαμόρφωση και λειτουργία του ισογείου έρχεται να ενισχύσει η παρουσία ενός αμφιθεάτρου στο νέο κτίριο (100 ατόμων) που αναπτύσσεται από το ισόγειο προς το υπόγειο. Τέλος, ως προς τις νέες χρήσεις του συγκροτήματος που αναμένεται να παραδοθεί στο κοινό έως το τέλος του 2026, θα απευθύνονται κυρίως στο ευρύ κοινό (γραφεία, εκπαίδευση κ.λπ.).

