Η Αγία Τριάδα των λαϊκών ερμηνευτριών που αναδείχθηκαν στα χρόνια του ’50 και σφράγισαν με το τραγούδισμά τους την καθημερινότητα, τα μεράκια, τα όνειρα και τις αγωνίες του μέσου Ελληνα, καθορίζοντας παράλληλα όλο το μετά του τραγουδιού, είναι η Καίτη Γκρέυ με τις Πόλυ Πάνου (1940-2013) και Γιώτα Λύδια. Μόνο που οι δύο τελευταίες είχαν ως σημείο αναφοράς την πρώτη. Στον τρόπο της πάτησαν και από αυτήν διδάχθηκαν αρκετά μέχρι να διαμορφώσουν τον δικό τους χαρακτήρα.
Η παρουσία της Γκρέυ στα μαγαζιά και στη δισκογραφία τη δεκαετία του ’50, δηλαδή την εποχή του γραμμοφώνου και πριν από τη μετάβαση στις 45 στροφές, είναι καταιγιστική· χαρακτηρίζει το πνεύμα, το ύφος, την έκφραση και τη λογική του λαϊκού τραγουδιού εκείνων των καιρών και είναι καταλυτική για την εξέλιξή του.
Η Καίτη Γκρέυ όταν σημείωνε τις πρώτες της επιτυχίες βρισκόταν ένα σκαλοπάτι πριν από τα 30 της χρόνια. Ηταν μητέρα δύο παιδιών και είχε περάσει του Χριστού τα πάθη για να σταθεί στα πόδια της. Η άνθηση του λαϊκού τραγουδιού και η πρωτόγνωρη αποδοχή που έχει στον κόσμο, θα την κάνουν να εγκαταλείψει το λεγόμενο ελαφρό και να ανεβεί στο πάλκο, έχοντας μεγαλύτερο μεροκάματο και την επιπλέον «χαρτούρα», όπως συνηθιζόταν στα λαϊκά κέντρα. Προκαλεί αμέσως αίσθηση με το απαράμιλλο μέταλλο της φωνής της, το μπρίο και τις ψυχωμένες και συνάμα μελοδραματικές και αισθαντικές ερμηνείες της.
Η μεστή, χειμαρρώδης αλλά και ευέλικτη φωνή της κυριολεκτικά ταυτίστηκε με το κλίμα των καιρών το οποίο και οι δημιουργοί αποτύπωναν μέσα στα τραγούδια ξεγελώντας τον σκόπελο της λογοκρισίας. Η Γκρέυ έγινε συνώνυμο της ταλαιπωρημένης μάνας που προσπαθεί να αναθρέψει μες στη φτώχεια και την ορφάνια τα παιδιά της, που περιμένει την επιστροφή των φυλακισμένων και εξόριστων για ευνόητους λόγους αλλά και των ξενιτεμένων που αναζητούν σε ξένες πολιτείες μια καλύτερη μοίρα, της γυναίκας που παίρνει τον κακό τον δρόμο για να επιβιώσει σε μια σκάρτη κοινωνία και γενικότερα της δυστυχισμένης ύπαρξης που παλεύει για μια αχτίδα φως μέσα στο γκρίζο.
Την ίδια ώρα, η πληθωρική ομορφιά και η εντυπωσιακή της εμφάνιση θα τη φέρουν ως πρωταγωνίστρια αλέγκρων κομματιών όπου η γυναίκα είναι το «αφεντικό». Ο κόσμος έλεγε: «Πάμε στην Γκρέυ να γλεντήσουμε». Ετσι έχουμε ορισμένες μοναδικές ερμηνείες της, «έξω καρδιά», με επιφωνήματα στα μεσοδιαστήματα των τραγουδιών που ακόμα και σήμερα, πάνω από μισό αιώνα μετά την πρώτη κυκλοφορία τους, τα ακούς και σε ωθούν να τραγουδήσεις, να ξεδώσεις, να ξεσπάσεις.
Ο δεσμός της με τον Καζαντζίδη και η ένωση των φωνών τους στη δισκογραφία και στα μαγαζιά, την ταραγμένη περίοδο 1953-1957, έχουν γράψει τον δικό τους άσβεστο, όπως αποδεικνύεται, μύθο.
Περνώντας στους δίσκους βινυλίου, τα πικάπ και τα τζουκ μποξ η Γκρέυ θα σημειώσει μεγάλα σουξέ, μέχρι και λίγο πριν από τα μέσα του ’60 που θα διατηρούσαν τον θρύλο της.
Στις ζωντανές εμφανίσεις θα παραμείνει για πολλές δεκαετίες ασυναγώνιστη. Μιλάμε για ένα «καθαρόαιμο πίστας» με όλη τη σημασία των λέξεων. Αλλωστε η Γκρέυ ζυμώθηκε σε εποχές που ήταν ζόρικες, απ’ όλες τις απόψεις, και που στο λήμμα «τραγουδίστρια» το λεξικό της κοινωνίας δεν έδινε και τις κολακευτικότερες ερμηνείες.
Ενα άλλο κεφάλαιο της καριέρας της είναι οι βραδιές της στην Αμερική και το εξωτερικό όπου άφησαν εποχή καθώς λατρεύθηκε απ’ τους ομογενείς. Και εκεί παρέδωσε μαθήματα υψηλής τεχνικής, ευαισθησίας, ψυχικής αλήθειας και δύναμης.
Κατόρθωσε να παραμείνει κυρία σε όλες τις δράσεις της, από τα ταπεινά στέκια και τα πανηγύρια έως τα κοσμικά κέντρα και τις παραστάσεις. Βοήθησε ολόκαρδα πολλούς νεότερους στα ξεκινήματά τους και για χρόνια στάθηκε στο πλευρό βετεράνων, πάλαι ποτέ τρανών που είχαν την ανάγκη της. Τη γνώριζα, την είχα επισκεφθεί στο σπίτι της αρκετές φορές, μου είχε παραχωρήσει συνεντεύξεις, μου είχε αφιερώσει έργα της, είχαμε συνυπάρξει σε εκπομπές, μου είχε δείξει τις φωτογραφίες της με τον Στέλιο Καζαντζίδη. Ακόμη και σε πολύ προχωρημένη ηλικία μιλούσε για εκείνον με ζεστασιά, γλυκιά πίκρα για τον χωρισμό τους και βαθιά αγάπη. Στην πολύχρονη πορεία της πραγματοποίησε ρεπερτοριακά ανοίγματα δίχως όμως ποτέ να εκτίθεται. Ηχογράφησε εκατοντάδες τραγούδια, τα περισσότερα εκ των οποίων φέρουν την υπογραφή μεγάλων μαστόρων, όχι όμως χιλιάδες όπως γράφτηκε. Λυπάμαι που το λέω, αλλά φοβάμαι ότι τέτοιες φωνές – ψυχές δεν πρόκειται να εμφανιστούν ξανά, όχι μόνο στο εγχώριο, αλλά και στο διεθνές τραγούδι.
* Ο κ. Κώστας Μπαλαχούτης είναι συγγραφέας.

