Εξήντα χρόνια συμπληρώνονται φέτος από τη νύχτα που καταγράφηκε η μεταστροφή του Μπομπ Ντίλαν από τον ακουστικό ήχο στον ηλεκτρικό, αλλά και η σύγκρουση δύο κόσμων: της φολκ με την αναδυόμενη ροκ σκηνή, αποτυπώνοντας ταυτόχρονα και τις κοινωνικοπολιτικές εντάσεις της εποχής.
Είναι Ιούλιος του 1965. O εικοσιτετράχρονος Μπομπ Ντίλαν ανεβαίνει για τρίτη συνεχόμενη χρονιά στη σκηνή του φημισμένου φεστιβάλ φολκ μουσικής του Νιούπορτ, μπροστά σε ένα ετερόκλητο κοινό που αδημονεί να ακούσει το νεαρό είδωλό του. Κανείς όμως δεν είναι προετοιμασμένος για αυτό που θα ακολουθήσει, ούτε καν οι διοργανωτές του φεστιβάλ. Ο Ντίλαν, αντί να εμφανιστεί μόνος με την ακουστική κιθάρα και τη φυσαρμόνικά του, όπως τις προηγούμενες χρονιές, ετοιμάζεται να κάνει την πρώτη του εμφάνιση μπροστά σε κοινό με ηλεκτρική μπάντα.
Φορώντας μαύρο τζιν παντελόνι, πουκάμισο, μπότες και μαύρο μπουφάν, ξεκινάει να παίζει την ηλεκτρική Fender Stratocaster του. Ενώ τραγουδάει το «Maggie’s Farm», που είχε κυκλοφορήσει εκείνο τον Μάρτιο, και το ολόφρεσκο τότε σινγκλ «Like a Rolling Stone», ακούγονται αποδοκιμασίες από το κοινό. Ζητούν τον παλιό, ακουστικό Ντίλαν και τα τραγούδια διαμαρτυρίας του; Τον θεωρούν προδότη της φολκ παράδοσης, που επέλεξε την κατάπτυστη εμπορική οδό; Γιουχάρουν για τη μικρή διάρκεια του σετ που είχε επιβάλει το φεστιβάλ σε όλους τους καλλιτέχνες; Ενοχλούνται από τον μέτριο ήχο της πρόχειρα στημένης μπάντας ή για την υπερβολική έντασή του; Κανείς δεν φαίνεται να γνωρίζει τι από όλα ισχύει κι αν τα γεγονότα έχουν διογκωθεί για χάρη του συμβολισμού της στιγμής. Ο θρύλος ωστόσο λέει πως ο Πιτ Σίγκερ, ιερό τέρας της φολκ μουσικής και μέντορας του Ντίλαν, φανερά απογοητευμένος, απείλησε πως θα κόψει το καλώδιο της ηλεκτρικής κιθάρας του ενώ εκείνος έπαιζε.

Το φιλμ
Το περιστατικό επανέρχεται τώρα στην επικαιρότητα καθώς αποτελεί το κεντρικό θέμα της νέας ταινίας του Τζέιμς Μάνγκολντ «A Complete Unknown», η οποία βασίζεται στο βιβλίο του Ελάιτζα Γουόλντ «Dylan Goes Electric!» του 2015 (η ταινία θα αρχίσει να προβάλλεται στην Ελλάδα από τις 23 Ιανουαρίου). Μέσα από την εξαντλητική έρευνά του, ο συγγραφέας δίνει το μουσικό και κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο εντός του οποίου αναδύθηκε ο Ντίλαν, τις επιρροές και τη γρήγορη εξέλιξή του από έναν χαρισματικό φολκ μουσικό, στον μοναχικό ποιητή που εξέφρασε τη γενιά του, σε αυτή την ιδιοσυγκρασιακή ιδιοφυΐα που δεν επιδέχεται κατηγοριοποίηση. Διερευνά τη σημασία του Νιούπορτ για τους λαϊκούς μουσικούς και το κοινό και περιγράφει την επίδραση του Πιτ Σίγκερ στο δημοφιλές τότε κίνημα αναγέννησης της φολκ, στη διαμόρφωση του φεστιβάλ, αλλά και της έννοιας της λαϊκής μουσικής.
Στην ιστορία που αφηγείται ο Γουόλντ, οι δύο αυτές πολύπλοκες προσωπικότητες έχουν κεντρικό ρόλο και αντιπροσωπεύουν διαφορετικά αμερικανικά ιδεώδη: «Ο Σίγκερ το ιδανικό της δημοκρατίας, των ανθρώπων που εργάζονται μαζί, βοηθούν ο ένας τον άλλον, αντιμετωπίζουν ο ένας τον άλλον ως μέλη μιας αισιόδοξης κοινωνίας ίσων. Ο Ντίλαν αντιπροσωπεύει το ιδανικό του σκληρού ατομικιστή, που χαράζει μια ζωή μοναχική, εξαρτώμενος από κανέναν και τίποτα εκτός από τον εαυτό του», αναφέρει χαρακτηριστικά.
Η εμφάνιση που σηματοδότησε τη «στροφή» του αποτελεί το κεντρικό θέμα στην ταινία του Τζέιμς Μάνγκολντ «A Complete Unknown».
Αυτό που συνέβη στο Νιούπορτ το 1965, σύμφωνα με την ανάγνωση του Γουόλντ, «δεν ήταν μια απλή μουσική κόντρα ή ένας καλλιτέχνης που άφησε πίσω το παρελθόν του. Πρόκειται για τον συμβολισμό του τέλους της αναγέννησης της φολκ ως μαζικού κινήματος και της ανάδυσης της ροκ ως της ώριμης καλλιτεχνικά φωνής μιας ολόκληρης γενιάς. Αντίστοιχα, η φολκ στο πρώτο μισό της δεκαετίας του ’60 και η ροκ στο δεύτερο μισό συμβόλιζαν πολύ περισσότερα από τη μουσική».
Διακήρυξη ανεξαρτησίας
Εκείνη τη βραδιά του 1965, «όταν ο Ντίλαν φώναξε με ηλεκτρισμένο τρόπο την άρνησή του “να δουλέψει στη φάρμα της Μάγκι”, ερμηνεύοντας το “Maggie’s Farm”, έκανε μια διακήρυξη ανεξαρτησίας για αυτό που τότε δεν ήταν ακόμα γνωστό ως “αντικουλτούρα”. Η πολιτική των μανιφέστων αντικαταστάθηκε από την πολιτική της ενδυμασίας, της κόμμωσης, της σεξουαλικότητας, των ναρκωτικών και της μουσικής. Ο Ντίλαν ήταν πλέον εκατομμυριούχος, φορούσε ρούχα της μόδας, έμοιαζε να έχει ξεπουληθεί, […] αλλά το μαζικό κοινό έδειχνε να επιβραβεύει την επανάστασή του».
Λίγα χρόνια αργότερα, συμπληρώνει ο συγγραφέας, κανείς δεν θα χαρακτήριζε τον Τζιμ Μόρισον ή την Τζάνις Τζόπλιν «εμπορικούς» επειδή οι δίσκοι τους πουλούσαν εκατομμύρια αντίτυπα. Ηταν κατανοητό ότι επρόκειτο για δίσκους-καλλιτεχνικές δηλώσεις. Οι καιροί είχαν όντως αλλάξει, Μπομπ.
«Dylan Goes Electric! Newport, Seeger, Dylan, and the Night that Split the Sixties», του Elijah Wald, εκδ. Dey Street / HarperCollins, 2015.

Τα 5 τραγούδια που έπαιξε στο φεστιβάλ του Νιούπορτ
Το σετ του Ντίλαν στο φεστιβάλ φολκ μουσικής του Νιούπορτ το 1965 περιλάμβανε μόλις τρία τραγούδια, όπως απαιτούσε η διοργάνωση, τα οποία έπαιξε μαζί με τον Αλ Κούπερ και την Paul Butterfield Blues Band με ηλεκτρικό ήχο, αποχωρώντας στη συνέχεια εν μέσω αποδοκιμασιών. Λίγα λεπτά αργότερα και έπειτα από έντονα αιτήματα μέρους του κοινού, επανήλθε στη σκηνή μόνος, με μια ακουστική κιθάρα που κατάφερε να δανειστεί στα παρασκήνια και μια φυσαρμόνικα που του πέταξαν από το κοινό, για δύο επιπλέον κομμάτια.
Τα ηλεκτρικά
• «Maggie’s Farm»: «Κάνω ό,τι μπορώ για να είμαι αυτός που είμαι, αλλά όλοι σου ζητάνε να είσαι σαν εκείνους», τραγουδά ο Ντίλαν σε έναν από τους στίχους του «Maggie’s Farm», που περιλαμβάνεται στον πέμπτο δίσκο του, με τίτλο «Bringing It All Back Home». Πρόκειται για τον πρώτο δίσκο όπου αλλάζει τον ήχο του από ακουστικό σε ηλεκτρικό, γεγονός που δίχασε τους θαυμαστές του και τους υπέρμαχους της «καθαρότητας» της φολκ μουσικής.
• «Like a Rolling Stone»: Μόλις πέντε ημέρες πριν από το φεστιβάλ του Νιούπορτ κυκλοφόρησε το θρυλικό πλέον «Like a Rolling Stone», από τον έκτο δίσκο του Ντίλαν «Highway 61 Revisited», που θα έβγαινε ένα μήνα αργότερα, τον Αύγουστο του 1965. Η εξάλεπτη διάρκεια του κομματιού αρχικά τρόμαξε τη δισκογραφική του, η οποία φοβήθηκε να το κυκλοφορήσει ολόκληρο. Οι djs όμως το αγάπησαν κι έτσι έγινε μία από τις μεγαλύτερες επιτυχίες του, με το χαρακτηριστικό ριφ του Αλ Κούπερ στο αρμόνιο Hammond B3 να είναι αναγνωρίσιμο από τα πρώτα μέτρα.
• «Phantom Engineer»: Αυτός ήταν ο τίτλος εργασίας του τραγουδιού που στη συνέχεια έγινε γνωστό ως «It Takes a Lot to Laugh, It Takes a Train to Cry», από τον δίσκο «Highway 61 Revisited». Το κομμάτι αποτελείται από στίχους παλιότερων μπλουζ κομματιών και στίχους του Ντίλαν κι έμελλε να είναι το τρίτο και τελευταίο της ηλεκτρικής εμφάνισής του στο Νιούπορτ. Η κακή εκτέλεσή του από την μπάντα που είχε πρόχειρα στήσει ο Ντίλαν για το φεστιβάλ, οδήγησε σε γρήγορο κλείσιμο του κομματιού και στην αποχώρησή τους από τη σκηνή, εν μέσω διαμαρτυριών από το κοινό.
Τα ακουστικά
• «It’s All Over Now, Baby Blue»: «Πρέπει να φύγεις τώρα, πάρε αυτό που χρειάζεσαι, αυτό που πιστεύεις ότι θα κρατήσει», τραγουδά ο Ντίλαν σε στίχους επηρεασμένους από το κίνημα του Συμβολισμού, χωρίς κανείς να γνωρίζει αν αποχαιρετά την Τζόαν Μπαέζ και τη σχέση τους, την ακουστική φολκ που άφηνε πίσω του ή το κοινό του. Το κομμάτι, που περιλαμβάνεται στο «Bringing It All Back Home», ήταν η ιδανική επιλογή για να απευθυνθεί στο διχασμένο κοινό του Νιούπορτ.
• «Mr. Tambourine Man»: Τον Φεβρουάριο του 1965 ο Ντίλαν έκανε ένα road trip από τη Νέα Υόρκη στη Νέα Ορλεάνη και μετά στο Σαν Φρανσίσκο. Οταν έφθασε στη Νέα Ορλεάνη για το Μαρντί Γκρα, το περίφημο καρναβάλι της περιοχής, εμπνευσμένος από τα μασκαρέματα και τις μπάντες του δρόμου, ξεκίνησε να γράφει το «Mr. Tambourine Man», που περιλαμβάνεται στον δίσκο «Bringing It All Back Home». Hταν το τελευταίο κομμάτι που έπαιξε στο Νιούπορτ το 1965, με τον ιδρώτα εμφανή στο πρόσωπο, έπειτα από απαίτηση του κοινού.
_______________________________________________________________________________
Κεντρική φωτό: Ο Μπομπ Ντίλαν στη σκηνή του φεστιβάλ Νιούπορτ, τον Ιούλιο του 1965. Η συγκεκριμένη εμφάνιση αποτελεί «τον συμβολισμό του τέλους της αναγέννησης της φολκ ως μαζικού κινήματος και της ανάδυσης της ροκ ως της ώριμης καλλιτεχνικά φωνής μιας ολόκληρης γενιάς», υποστηρίζει ο Ελάιτζα Γουόλντ, συγγραφέας του βιβλίου «Dylan Goes Electric!». [Alice Ochs / Getty Images / Ideal Image]

