Εστραγκόν: Είμαι δυστυχισμένος.
Βλαδίμηρος: Από πότε;
Εστραγκόν: Δεν ξέρω.
Το είχα ξεχάσει.
– «Περιμένοντας τον Γκοντό» (1948)
Τίποτα δεν γίνεται. Κανείς δεν έρχεται. Κανείς δεν φεύγει. Μια ανυπόφορη, βασανιστική σιωπή πλαισιώνει αυτή την ατέρμονη αναμονή του Γκοντό στο κλασικό αριστούργημα του Σάμιουελ Μπέκετ. Στο «Περιμένοντας τον Γκοντό» (1948) δύο θλιμμένοι κλόουν, ο Βλαδίμηρος και ο Εστραγκόν, μιλούν για το τίποτα και αναμένουν το τίποτα. Ο χρόνος γι’ αυτούς σταματάει, η ώρα δεν περνάει και, καθώς βασανίζονται, κουράζονται να αναπνέουν και αναρωτιούνται πώς περνάει ο χρόνος για τους ανθρώπους που «διασκεδάζουν» και απολαμβάνουν μια αληθινή ζωή.
Ο σκηνοθέτης καινοτόμησε επιλέγοντας μια νεανική διανομή των ρόλων, με στόχο να σχολιάσει το φαινόμενο της αδράνειας της νέας γενιάς.
Σαν μεταφυσικό όραμα ενός κατεστραμμένου, γκρίζου αλλά επιβλητικού κεκλιμένου τοπίου, σαν σκηνικό απομεινάρι πυρηνικού ολέθρου βιώνει ο θεατής τη θεώρηση του μπεκετικού κόσμου, όπως τη συνέλαβε σκηνοθετικά ο Θωμάς Μοσχόπουλος, την ανέλυσε δραματουργικά η Δηώ Καγγελάρη και την υλοποίησε εικαστικά ο Βασίλης Παπατσαρούχας. Οι φωτισμοί του Νίκου Βλασόπουλου σκιαγραφούν την αίσθηση της καταστροφής. Ο Μοσχόπουλος ερμηνεύει το «Περιμένοντας» ως τη δυστοπία ενός επερχόμενου εφιάλτη και συνθέτει το δικό του σκηνοθετικό εγκώμιο σε ένα έργο που ο Μπέκετ αφιέρωσε στην αδράνεια, στη στατικότητα και την απουσία οποιουδήποτε νοήματος. Τήρησε πιστά τις σκηνοθετικές και σκηνογραφικές συντεταγμένες του δραματουργού, προσεγγίζοντας όσο πιο πιστά το πνεύμα του Μπέκετ, όπως ο ίδιος άλλωστε «σκηνοθέτησε» και «σκηνογράφησε» με λεπτομερείς οδηγίες τα έργα του. Σε αντίθεση με το σκηνικό δοκίμιο της εξαιρετικής αλλά πιο ελεύθερης πρόσφατης σκηνοθετικής ανάγνωσης του Θεόδωρου Τερζόπουλου, η οπτική του Μοσχόπουλου είναι ευθυγραμμισμένη απόλυτα με τις εκτενείς, αναλυτικές, λεπτομερώς επεξηγηματικές, σαφείς και πλήρεις νοημάτων αυστηρές σκηνικές οδηγίες του συγγραφέα. Μελέτησε σημειολογικά όλες τις υφολογικές παύσεις και σιωπές, τις στάσεις των σωμάτων, τα κενά των ήχων, τις κραυγές του πόνου, τις καθησυχαστικές αλλά και απεγνωσμένες φωνές των δραματικών προσώπων, την ακινησία των σωμάτων τους δίπλα στο συμβολικό δέντρο, την αγριάδα και το κόμπιασμα της φωνής τους, την κίνηση προς τα εμπρός και την οπισθοχώρηση, τη μάταιη πάλη του Εστραγκόν με τις αρβύλες του, τα στηρίγματα του Βλαδίμηρου στον αγκώνα του, τον τρόπο με τον οποίο τα πρόσωπα συνεχώς αναιρούν τα πάντα στην προσπάθειά τους να τα ανασυνθέσουν όλα από την αρχή.
Ο σκηνοθέτης καινοτόμησε επιλέγοντας μια νεανική διανομή των ρόλων, με στόχο να σχολιάσει το φαινόμενο της αδράνειας της νέας γενιάς, την επιρρέπειά της στη στατικότητα, κυρίως λόγω της εξάρτησής της από την τεχνολογία. Εστίασε στη σκηνή της ταπείνωσης και ανέδειξε την ανθρώπινη υποτέλεια μέσα από σκηνές έντονης θεατρικότητας, όπως η σκηνή με το μαστίγιο του εξουσιαστικού Πότζο πάνω στον ανθρώπινο δούλο Λάκυ. Οι δύο νέοι ηθοποιοί, ο Πάνος Παπαδόπουλος ως Βλαδίμηρος και ο Τάσος Ροδοβίτης ως Εστραγκόν, δίνουν σκηνική υπόσταση στα λεκτικά παιχνίδια, στα ειρωνικά ευφυολογήματα, στην κωμικότητα των διαλόγων. Δύο ανθρώπινα γλυπτά εξαιρετικά φιλοτεχνημένα ως προς την ένδυση (Βασίλης Παπατσαρούχας) και το μακιγιάζ (Ολγα Φαλέι) παίζουν με το σώμα, τη φωνή, τους μορφασμούς, τα βλέμματα και ερμηνεύουν με υποκριτική ευφυΐα, ένστικτο και φαντασία το δίδυμο Γκογκό και Ντιντί. Σημαντική η συμβολή του Χρήστου Στρινόπουλου που επιμελήθηκε την κίνηση των σωμάτων και του Κορνήλιου Σελαμσή που εργάστηκε στην προσωδία των ηθοποιών.
Ο Γιάννης Βαρβαρέσος στον, συνειρμικά ακατάληπτο αλλά φιλοσοφικό, μονόλογο του Λάκυ και ο Γιάννης Σαμψαλάκης στον αυταρχικό, εξουσιαστικό ρόλο του Πότζο διαγράφουν τις τροχιές τους σε έναν βιωμένο, αλλά άχρονο χρόνο, σε έναν μη τόπο και μη χρόνο, οδηγώντας το αίνιγμα στη λύση του. Ο Πέτρος Δημοτάκης ερμηνεύει το αγόρι με δύο διαφορετικούς τρόπους. Στην αρχή ουδέτερο, συγκρατημένο, φοβισμένο. Στη δεύτερη πράξη μεταστρέφεται, έτοιμο για λεκτική μονομαχία με τον Βλαδίμηρο, εναρμονισμένο με την αλλαγή του δραματικού κλίματος, ακολουθώντας και πάλι τις μπεκετικές οδηγίες.
Στον Γκοντό απουσιάζει κάποιος, μέσω του οποίου η ζωή των δύο φτωχών διαβόλων θα αποκτήσει ένα υποτυπώδες νόημα. Ολοι γνωρίζουμε ότι ο Γκοντό δεν θα έρθει. Για το μόνο πράγμα που είναι βέβαιοι είναι ότι «κάτω από αυτές τις συνθήκες, η ώρα δεν περνά με τίποτα». Ετσι αποτυπώνουν όλη την απόγνωση της ανθρωπότητας και αυτό το οντολογικό βάρος της αναμονής, αν και ανυπόφορο, είναι δραματικά επίκαιρο.
Ο εφιαλτικός κλαυσίγελως του Μπέκετ ηχεί ειρωνικός στα αυτιά μας: «Ας μην κακολογούμε την εποχή μας. Δεν είναι αθλιότερη από τις προηγούμενες». Οι φωνές των δύο προσώπων αγωνιούν έως το τέλος για τη ροή του χρόνου: «Μ’ αυτά και μ’ αυτά πέρασε λίγο η ώρα», αλλά «ούτως ή άλλως θα πέρναγε». Το φινάλε δραματικό, με τη γνωστή παρότρυνση του Βλαδίμηρου: «Λοιπόν, πάμε;». «Πάμε», απαντάει ο Εστραγκόν, αλλά και οι δύο μένουν ακίνητοι.
Η κ. Ρέα Γρηγορίου είναι διδάκτωρ Ιστορίας – Δραματολογίας, ΑΠΘ.

