«Στις ζωγραφιές κουβαλάω τον κόσμο»

Ο Μιχάλης Μανουσάκης μιλάει στην «Κ» για τη μνήμη, την τέχνη και τη διδασκαλία με αφορμή τη μεγάλη έκθεσή του

5' 48" χρόνος ανάγνωσης

«Μου έλεγε ο πατέρας μου: “Μιχαλάκη, κάτσε κάτω, πάρε το λευκό, βάλε λίγο μαύρο, βάλε μπλε, βάλε κίτρινο, βάλε λίγη ώχρα. Φτάνει. Τώρα ανακάτεψέ τα”. Κι εγώ ανακατεύω και ανακατεύω. Οι γραμμές του χρώματος μέσα στο άσπρο είναι κυκλικές. Γίνονται ένας λαβύρινθος και αυτός σιγά σιγά διαλύεται, οι γραμμές ενώνονται και γεννιέται το τσαγαλί χρώμα που ήθελε η κυρία για να βάψει το δωμάτιο. Αυτό για μένα ήταν μία μαγεία και μου την έμαθε ο μπαμπάς μου ο μπογιατζής. Ο πατέρας μου με έμαθε εμμέσως, χωρίς να με διδάσκει, πώς φτιάχνεται ένα χρώμα. Η ανάμνηση με βοήθησε πάρα πολύ, ήταν μια αρχή για τη ζωγραφική. Για μένα η μνήμη των γονιών μου δεν είναι νοσταλγία, είναι και μάθημα».

Ο ζωγράφος Μιχάλης Μανουσάκης γεννήθηκε στα Χανιά το 1953. Νεαρός έφυγε για το Παρίσι, μετά επέστρεψε στην Αθήνα, σπούδασε στην ΑΣΚΤ με δάσκαλο τον Δημοσθένη Κοκκινίδη, έγινε αργότερα καθηγητής στην ίδια σχολή. Ομως μεγάλωσε στην Κρήτη σε εποχές ανέχειας. Θυμάται το συσσίτιο στην ξύλινη παράγκα της αυλής του σχολείου με γάλα σε σκόνη και κίτρινο τυρί. Θυμάται το κρυφτό μέσα στα ερειπωμένα σπίτια της πόλης από τους βομβαρδισμούς των Γερμανών στην Κατοχή. Θυμάται να τρυπώνει και να ανακαλύπτει κάτω από τα σπασμένα δοκάρια τις ζωές εκείνων που έφυγαν, τα παρατημένα βιβλία, τα ρούχα, τις σπασμένες κορνίζες με τις ασπρόμαυρες φωτογραφίες. Θυμάται την κυρία Μαρία που μάζευε όσα ξέβραζε η θάλασσα, τα άχρηστα και τα φθαρμένα, και έφτιαχνε μια συλλογή που έδειχνε στα παιδιά: το ένα έμοιαζε με αρκούδα, το άλλο με σκυλί.   

«Στις ζωγραφιές κουβαλάω τον κόσμο»-1
Αιγύπτια θεά, Ισιδα. Ηρα καρποφορούσα. Παναγιά. Κοριτσάκι απ’ τη Μικρά Ασία, ενός χρόνου, πρόσφυγας. 1997-2020. 

«Αυτή η γυναίκα που τότε εμείς η πιτσιρικαρία νομίζαμε παλαβή, μας έμαθε να βλέπουμε. Σιγά σιγά άρχισα να μαζεύω κι εγώ μικρά πραγματάκια στο δωμάτιό μου, μέσα σε ένα καφάσι που πήρα από την αγορά και το έβαψα. Καθόμουν σαν χαζό και τα κοιτούσα», λέει ο Μανουσάκης. «Σε αυτά τα μικρά τοπία του μυαλού μεγάλωσα και στην ατελείωτη αρμύρα της θάλασσας».

Παιδί πολυμελούς οικογένειας, έχασε νωρίς τους γονείς του και τα κατάφερε στη ζωή στηριγμένος στον μεγάλο του αδελφό που τους φρόντισε χάρη στο ταλέντο του στην κομμωτική. Ηταν αυτός που κληρονόμησε την τέχνη και το μαγαζί της μητέρας τους, ενώ ο Μιχάλης από τα 13 του χρόνια ήθελε να γίνει ζωγράφος. Μεγάλος ζωγράφος μάλιστα. Δεκαπέντε ετών έφτιαξε την αυτοπροσωπογραφία του, που τώρα, μέσα σε μια κορνίζα από ρώσικη αγιογραφία, βρίσκεται αναρτημένη στην αρχή της μεγάλης έκθεσής του με τίτλο «Τέχνη Νοημοσύνη. Αναδρομή σαν μισή ανάσα».

Η έκθεση φιλοξενείται στην Αίθουσα «Νίκος Κεσσανλής» της ΑΣΚΤ, και είναι μεγάλη χαρά για όλους όταν ένας δάσκαλος επιστρέφει στους χώρους όπου εργάστηκε για να εξομολογηθεί τις σκέψεις του μέσα από ένα ταξίδι αφηγήσεων, χρωμάτων, ρυθμών και εικόνων που απηχούν τον βαθύτερο ψυχισμό του. Σε επιμέλεια του καθηγητή Παναγιώτη Πάγκαλου, αυτή η τόσο προσωπική καλλιτεχνική διαδρομή/αναδρομή συγκεντρώνει περίπου 200 έργα καλύπτοντας την περίοδο 1969-2024: έργα παλιά και νέα –κάποια από τα οποία παρουσιάζονται για πρώτη φορά–, ζωγραφικά έργα, γλυπτά, εγκαταστάσεις, βίντεο, παιχνίδια και έργα φίλων.

«Στις ζωγραφιές κουβαλάω τον κόσμο»-2
Φωτογραφικό ενθύμιο του 1921, πριν από τη μεγάλη Καταστροφή, σε ξυλόγλυπτη κορνίζα με την άμπελο.

«Οταν ολοκληρώθηκε το στήσιμο και είδα τι είχαμε φτιάξει, με έπιασε αγωνία: Μήπως μπερδευτεί ο κόσμος όπως τον πάω μια από εδώ, μια από εκεί, από τη μια δουλειά στην άλλη, από τη μία σκέψη στην άλλη; Αλλά μετά είπα όχι, γιατί η έκθεση είναι έργο αυτό καθαυτό. Εχει πολλά στοιχεία που μπλέκονται μεταξύ τους, ελπίζω αρμονικά όπως σε ένα κονσέρτο. Οταν στηνόταν ένιωθα σαν αρχιμουσικός που με την μπαγκέτα του κατευθύνει τα όργανα να ανέβουν ή να κατέβουν», λέει ο ζωγράφος.

Περπατώντας μέσα σε αυτόν τον τεράστιο, ψηλοτάβανο χώρο απολαμβάνω τη σύνθεση της «μελωδίας», και συχνά έχω την εντύπωση πως μεταφέρομαι σε ένα σπίτι, στο σπίτι του ζωγράφου. Παιδικά παιχνίδια και οικογενειακά ενθυμήματα, αντικείμενα καθημερινής χρήσης και λαϊκές ζωγραφιές, έργα ομότεχνων φίλων –του Μπότσογλου, του Κοψίδη, του Μισούρα–, μια φωτογραφία από τον βομβαρδισμό της Σούδας το 1941, πατερίτσες, φιγούρες του Καραγκιόζη, ένα υφαντό κιλίμι. «Αυτά είναι τα πράγματα που με συντροφεύουν, αυτά που είναι γύρω μου. Μέσα στις ζωγραφιές μου είναι και οι φίλοι μου, και η γυναίκα μου και τα αδέλφια μου και το παιδί μου. Είμαι κι εγώ, είναι και ο κόσμος. Γιατί έχω την αίσθηση ότι κουβαλάω όλο τον κόσμο».
 
– Τα έργα σας συνοδεύονται από μικρά δικά σας κείμενα. Μόνον η ζωγραφική δεν αρκεί;

– Νομίζω ότι οι εικόνες μου νιώθουν μόνες όταν δεν υπάρχουν οι λέξεις. Βεβαίως μια ζωγραφιά έχει το δικό της γλωσσάρι, αλλά αν ένα έργο βρίσκεται σε σκοτεινό δωμάτιο, δεν χρειάζεται ένα φως για να το δεις, να το διαβάσεις και να μπεις μέσα του; Κάπως έτσι.

«Στις ζωγραφιές κουβαλάω τον κόσμο»-3
Μέρος από τη σειρά των έργων του 2019 με τίτλο «Γλιτώνοντας οι εραστές από τα κριτικά βλέμματα, μας αφιερώνουν τις χειρονομίες τους».

– Πολλά αποσπάσματα αναφέρονται σε αναμνήσεις από την παιδική σας ζωή. Νιώθετε νοσταλγία;

– Για μένα η νοσταλγία είναι θάνατος. Δεν προσφέρει κάτι, μόνον συγκίνηση. Η μάνα μου δεν είναι νοσταλγία. Η μάνα μου είναι παρούσα, ο πατέρας μου είναι παρών, από αυτούς παίρνω δύναμη και ονειρεύομαι, γιατί ήταν άνθρωποι θετικοί και δυνατοί όσο τους γνώρισα.
 
– Σε ποια γενιά της ελληνικής ζωγραφικής αισθάνεστε μέλος;

– Είμαι μέρος μιας γενιάς που είχε πάντοτε αγωνία για το πού πηγαίνει έχοντας ενημερωθεί για όλα τα ρεύματα στην Ελλάδα και τον κόσμο. Ταξιδέψαμε στις Μπιενάλε, στα μεγάλα μουσεία, σε σημαντικές εκθέσεις, συναντηθήκαμε με μεγάλους καλλιτέχνες. Εχουμε δει πράγματα, αλλά μεγαλώνοντας αντιλαμβάνομαι ότι κλείνομαι στο σπίτι και δεν έχω χρόνο για όλα αυτά. Θέλω να βρω εμένα, εμένα ψάχνω. Τι είναι γύρω μου, τι επιθυμώ γύρω μου; Τι μνήμες έχω, τι μυρωδιές κουβαλάω; Μου αρέσει το σήμερα. Δεν με ενδιαφέρει το χθες, και σκέφτομαι ελάχιστα το μέλλον. Θέλω το τώρα.

«Για μένα η νοσταλγία είναι θάνατος. Δεν προσφέρει κάτι, μόνον συγκίνηση. Η μάνα μου δεν είναι νοσταλγία. Η μάνα μου είναι παρούσα».

– Με την έκθεσή σας επιστρέφετε στην ΑΣΚΤ. Πώς ήταν η εμπειρία της διδασκαλίας;

– Για μένα το πάρε-δώσε με τους φοιτητές ήταν τόσο σημαντικό ώστε κάποιες στιγμές ξεχνούσα ότι ήμουν δάσκαλος. Οι φοιτητές ήταν 20 χρόνων κι εγώ εβδομήντα. Δεν χρειαζόντουσαν τη δική μου εμπειρία, ήταν άχρηστο να τους ντύσω με τα δικά μου «ρούχα». Χρειαζόταν όμως να τους βοηθήσω να βρουν τα δικά τους εργαλεία, τα πράγματα και τα στοιχεία που θα τους ερέθιζαν για να αποκτήσουν τις δικές τους εμπειρίες. Μέσα από αυτή τη σχέση κάθε φοιτητής με τον δικό του αθόρυβο τρόπο διδάσκει στον δάσκαλο καινούργια πράγματα διότι είναι νέος. Κοιτάξτε τι ωραίο που είναι αυτό το μυστηριακό παιχνίδι μεταξύ των ανθρώπων, τι προσφέρουμε ο ένας στον άλλο. Η σχολή για μένα ήταν μάθημα. Εμπαινα μέσα και ένιωθα ότι βρισκόμουν δύο πόντους πάνω από τη γη.

«Είμαι μέρος μιας γενιάς που είχε πάντοτε αγωνία για το πού πηγαίνει, έχοντας ενημερωθεί για όλα τα ρεύματα στην Ελλάδα και τον κόσμο».

* «Τέχνη Νοημοσύνη. Αναδρομή σαν μισή ανάσα». Διάρκεια έκθεσης έως 15/2. Ημέρες και ώρες λειτουργίας: κάθε Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο, Κυριακή 3 μ.μ. – 8.30 μ.μ. ΑΣΚΤ, Αίθουσα «Νίκος Κεσσανλής», Πειραιώς 256, Αγιος Ιωάννης Ρέντης.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT