Τι θα έκανε ένας τουρίστας στην Αθήνα με τον (σχεδόν) πάντα καλό καιρό της; Βόλτες. Πού; Στις γειτονιές του κέντρου. Εκεί δηλαδή όπου τριγυρνάει και ο Αλεξ Καπράνος σε ένα από τα κομμάτια του νέου δίσκου των Franz Ferdinand «The Human Fear», στο οποίο αφήνει για λίγο στην άκρη τη σκωτσέζικη ανατροφή του και πιάνει την ελληνική καταγωγή του.
Το «Black Eyelashes» μπορεί να μη λέει πολλά σαν τίτλος στον μέσο ξένο ακροατή της μπάντας που έκανε προ εικοσαετίας τα παιδιά του ΝΜΕ να αναστενάζουν, μα όσοι αναστέναζαν στο Ρόδον, κάτι ψυχανεμίστηκαν. Ο Καπράνος μπορεί να μην εξίσταται πως την ομορφιά της καλής του «Δεν την έχει απαντήσει εισ’ ετούτο το ντουνιά», κλείνει σαφώς όμως το μάτι στον Μάρκο Βαμβακάρη σε άψογα ελληνοαγγλικά: «As I walked through Κολωνάκι / And the scent of πορτοκάλι / Saw the snake of αμπελάκι / In the trees of green φιστίκια». Πριν από λίγα χρόνια σε ζωντανή του συνέντευξη/εμφάνιση στο ΚΠΙΣΝ ο μουσικός ενθουσιωδώς έλεγε πως το αγαπημένο του ελληνικό φαγητό είναι «the κοτόπουλο».
Η προσπάθεια των Franz Ferdinand για «indie ρεμπέτικο» χωλαίνει με τρόπο που καμία συμπάθεια προς την ευγενή φυσιογνωμία του Αλεξ Καπράνος δεν μπορεί να σώσει: από τοπόσημα όπως η Ομόνοια και του Ψυρρή που φωνάζουν «μένω σε Airbnb», μέχρι την ευωδιά πορτοκαλιών που βασικά είναι νεράντζια και το γεγονός πως το τραγούδι θυμίζει καρτουνίστικο εμβατήριο, η αμηχανία βρίσκεται παντού. Το «Black Eyelashes» καταλήγει να ακούγεται σαν μια gentrified τουριστική οικειοποίηση της μουσικής παρακαταθήκης του ρεμπέτικου που καθόλου κατά τ’ άλλα δεν αμφιβάλλουμε πως αγαπά και θυμάται ο μουσικός που βάφτισε την πρώτη του μπάντα από τα τσιγάρα Καρέλια. Πέφτει τελικά στο κενό εκείνου του «Είμαι Ελληνας, αλλά δεν είμαι κιόλας», όπως έλεγε ο frontman των Franz Ferdinand πριν από λίγο καιρό στον Βύρωνα Κριτζά στο περιοδικό «Κ».
Το ρεμπέτικο έχει βέβαια αγαπηθεί εκ νέου, πριν διανύσει κάμποσα χιλιόμετρα προς τη Γλασκώβη, γινόμενο ένα ακόμα συστατικό της υβριδικότητας, που εξελίσσεται στην απόλυτη αρετή του σύγχρονου ευρύτερου ποπ ήχου. Ο Νέγρος του Μοριά έχει λανσάρει το δικό του «τραμπέτικο», βάζοντας στο μίξερ τραπ, ρεμπέτικο και μια άψογα τσακισμένη φουστανέλα. Ο Σαλβατόρε Κοντιτσέλο έφυγε από τη Σικελία για να έρθει στην Ελλάδα, που παράγει από τα σκυλάδικα, μέχρι τα δημοτικά και τα ρεμπέτικα που τόσο αγαπάει – και τα δένει με μπιτ. Πριν από όλα αυτά, οι Ρόδες United του Νικήτα Κλιντ διασκεύαζαν το «Μια όμορφη μελαχρινή», διανύοντας εν τάχει κάμποσες δεκαετίες μουσικής με μια υπόκλιση στον Βαμβακάρη.
Ισως να είναι και ο μύθος που πλέκεται δίπλα στο ρεμπέτικο, ότι δηλαδή είναι ό,τι πιο κοντινό στα αμερικανικά blues και το κάνει είδος ελκυστικό σε πάσης φύσεως μουσικά «μαγειρέματα»; Μπορεί. Ετσι κι αλλιώς, τα μαγειρέματα ψάχνουν κάθε δυνατό τρόπο για να κάνουν την παράδοση ξανά κουλ – κάτι που δείχνει πως ουσιαστικά ποτέ δεν έπαψε να είναι.

