ΝΑΤΑΣΑ ΒΑΡΕΛΑ
Το σκιάχτρο κι άλλες μορφές
εκδ. Γκοβόστη, σελ. 46
Είναι η πρώτη εμφάνιση της Νατάσας Βαρελά (1979) στο χώρο των απαιτητικών ποιητικών καταγραφών. Είκοσι έξι κομμάτια μεικτής, λυσιτελούς τεχνικής. Η διαχείριση του συγκινησιακού υλικού διακρίνεται για την πρόσφορη, για τη διεξοδική της ολοκλήρωση. Η στοχευμένη λεκτική λιτότητα αποδίδει εμφανείς καρπούς. Η χρήση της μεταφοράς, της αλληγορίας και της μετωνυμίας στην όλη έκταση της συλλογής δείχνει τις εντατικές ασκήσεις λόγου, οι οποίες ασφαλώς προηγήθηκαν. Η συστηματική αφαίρεση υποστηρίζει αποτελεσματικά τη συγκεκριμένη υφολογική ανέλιξη.
Το ασύνειδο στο μεταξύ ξεμυτίζει. Το διαισθάνομαι στις στιγμές της αναγνωστικής εμπέδωσης, όταν δηλαδή αντιλαμβάνομαι ότι μου απευθύνεται ένα δεύτερο πρόσωπο.
Η εναργής γλώσσα παρακολουθεί, κωδικοποιεί και στη συνέχεια αναφέρει τα όσα συμβαίνουν στο μεταίχμιο της εξ αντικειμένου πραγματικότητας και της κρίσιμης φαντασιακής εμπειρίας. Οι όποιες αντιστάσεις στην επικείμενη φθορά του προσώπου προβάλλονται αντιστικτικά. Η επιβαλλόμενη άμυνα κατά της διάχυτης μελαγχολίας είναι πράγματι ορατή. Η σκιά του Καρυωτάκη ενίοτε υποχωρεί. Αρκεί να ξαναδιαβάσω τις τελευταίες αράδες του εικοστού πρώτου ποιήματος με τίτλο «Τα αναπάντητα». Δηλαδή κατά λέξη: «και τα αναπάντητα ερωτήματα […] όπως οι κόκκοι της σκόνης από βροχή σε βροχή […] τελικά λυτρώθηκαν στα χείλη της μητέρας που νανουρίζει κάθε βράδυ το βρέφος της· όσο και να προσπαθώ παραμένω χωμάτινη μορφή και διαλύομαι όταν βρέχει και ίσως αυτό να είναι η υπόσχεση του πρωτόπλαστου ότι θα επιστρέψει».
Επισημαίνω: κομβικά αρχέτυπα, πολύσημα σύμβολα και μυθικά κεκτημένα συνυπάρχουν αρμονικά στον κύριο κειμενικό ιστό. Η τάση της έγκυρης αυτοεπιβεβαίωσης του ποιητικού εγώ είναι όχι μόνον εμφανής, αλλά πηγαία και αδιάπτωτη. Η ρήξη με τον Aλλον, όταν κρίνεται επιβεβλημένη, τείνει να καταστεί οριακή. Το δε λανθάνον βάθος των πραγμάτων αναφαίνεται ορισμένες φορές με ιδιαίτερη ένταση. Οι καταδηλώσεις στο δεύτερο μέρος του εικοστού τρίτου κατά σειρά ποιήματος που τιτλοφορείται «Αντικρουόμενα συμφέροντα» παρέχουν ένα ικανό μέτρο των επιλογών σύνθεσης. Αυτούσιο έχει ως εξής: «Η συμφωνία τελικά ήταν να έπαιρνα την ψυχή μου μακριά και να άφηνα άθικτο το σώμα να περιφέρεται φροντίζοντας την ταπεινή διαβίωση. Η ορμή που υπόσχεται στα νιάτα την αιωνιότητα τώρα εξαντλήθηκε. Ζήλεψα τις βόλτες του ποιητή στα πάρκα – εγώ δεν είχα ιδέα για τα λουλούδια και τα δέντρα κι ούτε γιατί με ακολουθούσαν εδώ και χρόνια δυο εύζωνοι, ένα σκυλί και μια γριά μαντηλοφορεμένη [τρέμει το καντήλι σε μια κουζίνα καθαρή κι εγώ πατώ σε ολισθηρό αποτύπωμα δήθεν για να αποδράσω]».
Το ασύνειδο στο μεταξύ ξεμυτίζει. Το διαισθάνομαι στις στιγμές της αναγνωστικής εμπέδωσης, όταν δηλαδή αντιλαμβάνομαι ότι μου απευθύνεται ένα δεύτερο πρόσωπο. Ή κάτι που δεν είναι ακριβώς πρόσωπο. Eνα ομιλητικό φάσμα, θα πρόσθετα. Κι είναι τόσο χειροπιαστό την ίδια στιγμή που δείχνει μάλλον φευγαλέο. Ή κάπως απόμακρο. Συγκρατώ ότι η γραφή δεν χρειάζεται να επινοήσει κάτι. Διότι της αρκεί, φρονώ, η βασανιστική, η όντως εκκωφαντική χασμωδία τής καθόλα υποχρεωτικής καθημερινότητας. Οι διακριτές ασθένειες της περιρρέουσας πολιτισμικής ατμόσφαιρας συνιστούν εστίες κι αφορμές των ρηματικών εκτονώσεων.
Ορατά, λεκτά και αόρατα εντέχνως απαρτίζουν τις αναγκαίες εννοιολογικές δομές. Ισχυρίζομαι μάλιστα ότι διαφαίνονται ήδη αρκετά καθαρά τα στοιχεία μιας επαρκούς σύλληψης για το ποιητικό νόημα. Παρατηρώ, επίσης, ότι η ερωτική συνθήκη είναι έτοιμη να συνθλίψει την όντως στοχαστική ύπαρξη. Η ανασυγκρότηση του Εαυτού βεβαίως επείγει. Παραπέμπω στα εξής χαρακτηριστικά αποτυπώματα, για τις ανάγκες της εποπτικής στιγμής, όπως προκύπτουν σε ένα από τα επιλογικά ποιήματα που φέρει τον τίτλο «Ο χρόνος που (δεν) κυλάει»: «Είναι σημαδεμένο το πρόσωπό μου κι έχει την αστραπή της χθεσινής μπόρας στο διαβρωμένο χώμα δυο τρύπες – τα μάτια μου κι ένα ποτάμι που ρέει από το στόμα ψιθυρίζοντας: να γίνεις δικός μου πριν φύγεις / να με αγγίξεις τη νύχτα που κοιμάμαι / να φυσήξεις ανάμεσα στους μηρούς μου / να σπείρεις την πνοή σου μέσα μου / εγώ να γεννώ ανάσες / Είναι σημαδεμένο το πρόσωπό μου τα δυο μου πόδια ο χρόνος και με τα δυο τα στήθη μου τα μυτερά καρφώνω την ψυχή σου».
Eτσι, η λεγόμενη ποιητική γραμματική, την οποία φαίνεται να τηρεί ήδη μεθοδικά η Νατάσα Βαρελά, δείχνει πόσο χρήσιμη και πόσο πρόσφορη είναι, όταν εξ ορισμού λαμβάνεται υπόψιν. Η πρόσληψη των σημαινομένων είναι υπόθεση δημιουργικών συγκερασμών. Κι αυτό φαίνεται να το γνωρίζει ήδη από τώρα η ποιήτρια.

