Ενας μήνας κοντεύει να συμπληρωθεί από την πρεμιέρα της και η ταινία του Γιώργου Τσεμπερόπουλου για τον Στέλιο Καζαντζίδη, με τον… υπαρξιακής υφής τίτλο «Υπάρχω», συνεχίζει να κατακτά τις καρδιές των θεατών. Μέχρι και την Πέμπτη είχε κόψει τον εντυπωσιακό αριθμό των 625.000 εισιτηρίων, επίδοση που τη φέρνει στην κορυφή του ελληνικού box office και που κάνει την εταιρεία παραγωγής Tanweer να εκτιμά ότι θα πλησιάσει το φράγμα του ενός εκατομμυρίου.
Πέρα από την ποιότητά της, η επιτυχία της ταινίας συνδέεται και με την απήχηση του Καζαντζίδη στις νεότερες γενιές, αλλά και με την αρτιότητα και τη θεραπευτική λειτουργία των τραγουδιών του («Κ», 5.1.2025).
Επειδή ωστόσο μιλάμε για έναν σπουδαίο –τον σπουδαιότερο;– λαϊκό τραγουδιστή, αναρωτιέται κανείς αν, εκτός από τον ίδιο, υπάρχει και η «λαϊκότητα» στην τέχνη και στην κοινωνία, που εξακολουθεί ή όχι να επηρεάζει τάσεις και συμπεριφορές. Με τον όρο εννοούμε την ιδιότητα του λαϊκού, αυτού που προέρχεται από τον λαό και που τον εκφράζει. Ας δούμε όμως καλύτερα τι απαντούν στο ερώτημα περί ύπαρξης της λαϊκότητας ένας συγγραφέας –ο Πέτρος Μάρκαρης– και ένας τραγουδιστής –ο Γιάννης Κότσιρας– που δεν βρίσκονται εκτός της επικράτειάς της.
ΠΕΤΡΟΣ ΜΑΡΚΑΡΗΣ (συγγραφέας)
Εχει εξοβελιστεί από το Διαδίκτυο, τα κοινωνικά δίκτυα και το κινητό
Η απάντηση στο ερώτημα είναι δυστυχώς εύκολη: Οχι, δεν υπάρχει.
Ο κυριότερος λόγος για την εξαφάνιση της λαϊκότητας είναι κατά τη γνώμη μου η απώλεια του χιούμορ των λαϊκών στρωμάτων. Η λαϊκότητα ήταν άμεσα συνδεδεμένη με το χιούμορ, που δεν έλειπε ούτε από τους καβγάδες και τις διενέξεις.
Η ίδια εικόνα κυριαρχούσε και στον χώρο του λαϊκού θεάματος: στη λαϊκή κωμωδία και στην επιθεώρηση. Οι θεατές έτρεχαν να απολαύσουν τις κωμωδίες του Τσιφόρου, του Ψαθά και του Κώστα Πρετεντέρη, όπως και τους μεγάλους κωμικούς, τον Λογοθετίδη, τον Βέγγο, τον Γκιωνάκη ή τον Χατζηχρήστο. Και στην επιθεώρηση, ο ηθοποιός έβγαινε στη σκηνή και αυτοσαρκαζόταν, ενώ οι θεατές τον χειροκροτούσαν με ξέφρενο ενθουσιασμό.
Ζούμε παγκοσμίως την περίοδο της βαθυστόχαστης ανάλυσης και της σοβαροφάνειας και η λαϊκότητα δεν ταιριάζει ούτε με τη μια ούτε με την άλλη.
Αυτή η αδιάκοπη σχέση με την κωμωδία και τη σάτιρα διαχέονταν στην κοινωνία, ενίσχυε και εμπλούτιζε τη λαϊκότητα με χιούμορ.
Η άλλη μεγάλη πηγή της λαϊκότητας ήταν η μουσική, με κυρίαρχο το ρεμπέτικο. Σήμερα αναρωτιόμαστε αν ο Καζαντζίδης ήταν λαϊκός. Αν το άκουγε αυτό κάποιος από την εποχή της λαϊκότητας, θα είχε βάλει τα γέλια. Θα ήταν σαν να του έλεγες ότι ο Μπιθικώτσης είναι τενόρος, επειδή τραγούδησε Χατζιδάκι και Θεοδωράκη. Σήμερα η λαϊκότητα έχει εξοβελιστεί από το τρίπτυχο Διαδίκτυο – κοινωνικά δίκτυα – κινητό. Την ίδια τύχη είχαν δυστυχώς το χιούμορ και η λαϊκή κωμωδία. Η λαϊκότητα αντικαταστάθηκε από την παρεούλα, που ψάχνει τα κινητά της και δείχνει στους υπόλοιπους τι ανακάλυψε.
Κάποιες στιγμές σκέφτομαι τα γέλια που θα έκαναν οι παλιοί που έζησαν την περίοδο της λαϊκότητας με όρους όπως influencer, explainer ή viral και πώς θα τους διακωμωδούσαν. Μπορεί να τους αποδέχονταν, όπως κι εμείς, αλλά πάντα με αντίδοτο το χιούμορ.
Ζούμε παγκοσμίως την περίοδο της βαθυστόχαστης ανάλυσης και της σοβαροφάνειας. Η λαϊκότητα δεν ταιριάζει ούτε με τη μια ούτε με την άλλη.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΟΤΣΙΡΑΣ (τραγουδιστής)
Ισως τη βρούμε σε κάποιους ράπερπου ανδρώθηκαν σε λαϊκές γειτονιές
Σαφώς και υπάρχει λαϊκότητα σήμερα, απλώς ίσως δεν είναι εκεί που θα περίμενε κανείς. Για παράδειγμα, δεν υπάρχει λαϊκό τραγούδι στις μεγάλες πίστες που αυτοβαφτίζονται ως λαϊκές, με τραγουδιστές που δεν έχουν δυσκολευτεί στη ζωή τους. Που, όπως σοφά έχει πει ο Πασχάλης Τερζής, δεν έχουν περπατήσει ξυπόλυτοι στη λάσπη. Ακόμα και τα αυθεντικά παλιά λαϊκά τραγούδια εκεί ακούγονται αλλιώς. Ψεύτικα. Δεν αρκεί να βάλεις μπουζούκι σε ένα τραγούδι για να είναι λαϊκό. Χρειάζεται να απευθύνεται στο λαϊκό συναίσθημα. Να αφυπνίζει και να αναστατώνει. Σπάνια μπορεί να γράψει λαϊκό τραγούδι ένας συνθέτης ή ένας στιχουργός που προέρχεται από την αστική τάξη. Οχι γιατί δεν ξέρει, αλλά γιατί δεν έχει τα βιώματα. Λαϊκότητα ίσως βρούμε στα ρεμπετάδικα, στις μουσικές σκηνές, σε κάποιους ράπερ που ανδρώθηκαν σε λαϊκές γειτονιές, σε ένα επαρχιακό σκυλάδικο. Λαϊκότητα και χρυσή καδένα δεν συμβιβάζονται.
Δεν αρκεί να βάλεις μπουζούκι σε ένα τραγούδι για να είναι λαϊκό. Χρειάζεται να απευθύνεται στο λαϊκό συναίσθημα. Να αφυπνίζει και να αναστατώνει.
Λαϊκότητα σημαίνει να έχεις επαφή με τη σκληρή καθημερινότητα των εργαζομένων και αυτών που αναζητούν απεγνωσμένα εργασία. Σημαίνει στο σχολείο να μοιράζεσαι το χαρτζιλίκι σου με τον συμμαθητή σου που δεν έχει. Σημαίνει την ώρα που τραγουδάς να έχεις στον νου σου ότι αυτοί που είναι από κάτω έχουν στερηθεί για να έρθουν. Σημαίνει ότι όσο πιο ψηλά ανεβαίνεις τόσο πιο χαμηλά κοιτάζεις. Αυτό είναι λαϊκότητα. Η σεμνότητα και η ταπεινότητα. Γι’ αυτούς τους λόγους και οι πολιτικοί έχουν χάσει την επαφή τους με τον λαό πλέον. Οι περισσότεροι δεν έχουν ούτε ένα ένσημο, μια εργατοώρα. Είναι ελάχιστοι αυτοί που γνωρίζουν τι σημαίνει ανέχεια. Τι σημαίνει μεροκάματο και γενικά κάματο…
Λαϊκότητα μπορείς να βρεις στα δημόσια σχολεία, στις γειτονιές των προσφύγων, στο Πέραμα, στη Δραπετσώνα, στο Λαύριο. Στα χωράφια όταν οι εργάτες μαζεύουν τη σοδειά. Γιατί η λαϊκότητα, όπως τουλάχιστον την αναγνωρίζω εγώ, έχει περηφάνια, λεβεντιά, ιδρώτα και ευγένεια. Tρυφερότητα και ντομπροσύνη. Γιατί όπου υπάρχει λαϊκότητα δεν χωράει ο λαϊκισμός.
Κεντρική Φωτογραφία: Σκηνή από την ταινία του Γιώργου Τσεμπερόπουλου για τον Στέλιο Καζαντζίδη, που συνεχίζει να κατακτά τις καρδιές των θεατών. Μέχρι και την Πέμπτη είχε κόψει τον εντυπωσιακό αριθμό των 625.000 εισιτηρίων, επίδοση που τη φέρνει στην κορυφή του ελληνικού box office και που κάνει την εταιρεία παραγωγής Tanweer να εκτιμά ότι θα πλησιάσει το φράγμα του ενός εκατομμυρίου. [ΜΑΡΙΑΛΕΝΑ ΑΝΑΣΤΑΣΟΠΟΥΛΟΥ]

