Ο Αρνόλφος ή Κύριος ντε λα Σους του «Σχολείου των Γυναικών» («L’ ecole des femmes», 1662) δεν είναι ένας απατημένος σύζυγος αλλά ένας εργένης που ενώ επιθυμεί τον γάμο, συμμερίζεται την άποψη ότι ο μόνος τρόπος για να μη γίνει «κερατάς» είναι να μην παντρευτεί. Ο καθωσπρεπισμός της γαλλικής κοινωνίας του 17ου αιώνα δεν του επιτρέπει βέβαια να απαρνηθεί την επιλογή του γάμου, αλλά ο φόβος της γελοιοποίησης της ανδρικής του τιμής τον ωθεί να «πάρει τα μέτρα του» και να παντρευτεί μία «αγνή» και «αγαθή» κοπέλα, ένα «πρόβατο» που «δεν θα τον βγάλει τράγο». Η απιστία των γυναικών ήταν ο εφιάλτης των ανδρών και στο «Σχολείο των Γυναικών» ο Μολιέρος καυτηριάζοντας τις «χαμηλοβλεπούσες», τις «γραμματιζούμενες», τους «ψευτοθρήσκους», σοκάρει τη βασιλική αυλή των Βερσαλλιών, της οποίας ο ίδιος είναι ευνοούμενος.
Η δραματουργία του κλασικού αυτού έργου αντιστέκεται στην τυποποίηση, στο χοντροκομμένο φαρσικό στοιχείο, οι παρεξηγήσεις και οι ανατροπές των καταστάσεών του υπαγορεύονται από την καλοστημένη δομή ενός «καλοφτιαγμένου» έργου. Αν και τα κωμικά επεισόδια κατάγονται από την κομέντια ντελ άρτε και τη γαλλική φάρσα της εποχής του, ο Μολιέρος επεξεργάζεται το δραματικό υλικό της «σοβαρής» κωμωδίας («comédie sérieuse» ), ενός είδους μεικτού, όπου το κωμικό συνυπάρχει με το δραματικό, το αστείο με το σοβαρό, η μελαγχολία της θλίψης εναλλάσσεται με το μειδίαμα ή το αυθόρμητο γέλιο.
Η παράσταση που σκηνοθέτησε ο Αλέξανδρος Μυλωνάς είναι προορισμένη να «αρέσει στο κοινό» (plaire au public), μία συνθήκη που υπηρέτησε με συνέπεια ο ίδιος ο Μολιέρος, με την ιδιότητα του ηθοποιού, του συγγραφέα και του θιασάρχη. Ο Μυλωνάς δημιούργησε μία ευφρόσυνη παράσταση, ανάλαφρη και διασκεδαστική από την αρχή ώς το τέλος, παρασύροντας τον θεατή στη δίνη των παρεξηγήσεων και των ανατροπών, στην αγωνία του πώς θα εξελιχθεί η δράση, χωρίς το βάρος του προβληματισμού που μπορεί να συνδέεται με το ουσιαστικό νόημα της υπερβολικής ανησυχίας του Αρνόλφου, ότι μπορεί να πέσει θύμα της γυναικείας απάτης.
Ο σκηνοθέτης υπερτόνισε την κωμική υφή του έργου. Δεν έδωσε μορφή στο κείμενο, αλλά άφησε την πλούσια, χυμώδη ρίμα της εξαιρετικής μετάφρασης της Χρύσας Προκοπάκη να δώσει μορφή στην παράσταση. Η θεατρικότητα της ρίμας έδωσε ώθηση στο κωμικό, κράτησε τον θεατή σε εγρήγορση εν σχέσει με τον λόγο, καθώς η έμμετρη γλώσσα της μετάφρασης είναι εύστροφη, ευέλικτη και θεατρικά ζωντανή.
Η παράσταση είναι προορισμένη να «αρέσει στο κοινό» (plaire au public), μία συνθήκη που υπηρέτησε με συνέπεια ο ίδιος ο Μολιέρος, με την ιδιότητα του ηθοποιού, του συγγραφέα και του θιασάρχη.
Η σκηνοθεσία αξιοποίησε τη θεατρική εμπειρία του Μπέζου, αφέθηκε στο ταλέντο του και «οδήγησε» την παράσταση σχεδόν αποκλειστικά στην αποκάλυψη της φοβίας του αστού Αρνόλφου ότι η γυναίκα που θα παντρευτεί θα τον απατήσει. Αφαίρεσε το δραματικό περίβλημα της κωμωδίας, παρέβλεψε τις συναισθηματικές μεταπτώσεις του Αρνόλφου, εστίασε στις παρεξηγήσεις και επικεντρώθηκε στην ενεργοποίηση των μηχανισμών του κωμικού, οι οποίοι ούτως ή άλλως ενεργοποιούνται αβίαστα χάρη στη ζωηρή ομοιοκαταληξία.
Η σκηνοθεσία επεξεργάστηκε εύστοχα τους ρόλους των υπηρετών Ζορζέτ και Αλέν, όπου διέπρεψαν ως κλοουνερί η Κατερίνα Πατσιάνη και ο Στέλιος Ιακωβίδης. Δεν εμβάθυνε, ωστόσο, στους διαλόγους των δύο ερωτευμένων νέων, του Οράτιου και της Αγνής, στο στοιχείο του ρομαντικού τους έρωτα, που λειτουργεί αντιστικτικά στην πρόθεση του μεσήλικα Αρνόλφου να παντρευτεί την Αγνή. Ο Γιάννης Μπέζος διατήρησε τις ισορροπίες του στο δραματικό νήμα και απέδωσε με άνεση την αυτοπεποίθηση του Αρνόλφου ότι είναι αξεπέραστος σε σχεδιασμούς και στρατηγικές. Το γεγονός ότι όλα όσα θέλει να αποφύγει έχουν ήδη συμβεί είναι κωμικό και ταυτόχρονα θλιβερό. Ο Μπέζος με την υποκριτική του ευφυΐα συνέλαβε και αποτύπωσε ακριβώς αυτήν τη μολιερική ειρωνεία. Απολαυστικός και υπερκινητικός με το πατίνι του, αυτοσχεδιαστικός, πληθωρικός και ταυτόχρονα οριοθετημένος κινησιολογικά, ο Οράτιος του ταλαντούχου Αινεία Τσαμάτη. Η Ελίνα Ρίζου ως Αγνή αποκάλυψε ένα δυναμικό ταλέντο, ιδιαίτερα γόνιμο σε κωμικό ρόλο, εντυπωσίασε με τη σωματική και φωνητική φρεσκάδα της στη σκηνή της ανάγνωσης των εντολών με τις αρχές του γάμου και τα καθήκοντα της παντρεμένης γυναίκας. Η Μάγδα Καυκούλα περιφέρεται σιωπηλά ως η γυναίκα ανά τους αιώνες, αλλά και διαφοροποιημένη από το σύγχρονο γυναικείο πρότυπο.
Tο τεράστιο κυκλικό και περιστρεφόμενο σκηνικό κλουβί των Λουκά Μπάκα και της Φιλάνθης Μπουγάτσου, φωτισμένο έξοχα από τη Βαλεντίνα Ταμιωλάκη, συνέβαλε καθοριστικά στις πολυποίκιλες χωροταξικές συνθέσεις, ενώ το σκηνικό τρικ με το αέριο δεν προσθέτει ούτε σε αυτήν την παράσταση κάτι ουσιαστικό.
Η χρωματική παλέτα των μοντέρνων κοστουμιών του Αγγελου Μέντη και η ζωντανή μουσική του Θοδωρή Οικονόμου, με τις ιδιαίτερες τζαζ αποχρώσεις, που άλλοτε δημιουργεί σασπένς και άλλοτε ένα κλίμα ρομαντισμού, πλαισιώνουν το σύνολο αυτής της ιδιαίτερα προσεγμένης από αισθητικής απόψεως παράστασης.
Από τον πρώτο στίχο αυτής της πεντάπρακτης έμμετρης κωμωδίας του Μολιέρου προεικονομείται το τέλος της. Το σχέδιο του Αρνόλφο αποτυγχάνει. Ηταν σχεδόν με μαθηματική ακρίβεια προδιαγεγραμμένο ότι θα αποτύγχανε. Το παιχνίδι των δύο φύλων το κερδίζει ο έρωτας, η αγάπη, η αμοιβαία έλξη και το πάθος των δύο εραστών. Το «Σχολείο των γυναικών» έχει επιτελέσει τον διδακτικό του ρόλο.

