Γιατί η Gen Z κάνει ουρές για τον Καζαντζίδη

Νέοι που έμαθαν τον Καζαντζίδη από τους γονείς τους συρρέουν στις κινηματογραφικές αίθουσες για το «Υπάρχω»

6' 41" χρόνος ανάγνωσης

Μόνο το διάστημα 1952-1959 οι ηχογραφήσεις τραγουδιών του Στέλιου Καζαντζίδη έφταναν τις τρεις εκατοντάδες, ενώ οι πωλήσεις των πολυπόθητων δίσκων του ξεπερνούσαν δύο και τρεις φορές τον αριθμό γραμμοφώνων που υπήρχαν στην Ελλάδα. Σήμερα το φαινόμενο Καζαντζίδης, 23 σχεδόν χρόνια μετά τον θάνατό του, φαίνεται να πλησιάζει τεράστιους αριθμούς πωλήσεων και στον κινηματογράφο. Πάνω από 100.000 εισιτήρια κόπηκαν μέσα σε τέσσερις μέρες από την πρεμιέρα της νέας ταινίας του Γιώργου Τσεμπερόπουλου «Υπάρχω», που μιλάει για τη δύσκολη και περιπετειώδη ζωή του δημοφιλέστερου λαϊκού τραγουδιστή της χώρας.

Αρκετές μέρες μετά την πρεμιέρα και στις κινηματογραφικές αίθουσες γίνεται το αδιαχώρητο, με τους αιθουσάρχες να προσθέτουν στο πρόγραμμα όχι μόνο περισσότερες βραδινές, αλλά και μεσημεριανές προβολές, προκειμένου να εξυπηρετήσουν όσο το δυνατόν μεγαλύτερο μέρος του κοινού.

Φτάνοντας στον κινηματογράφο περίμενα να σταθώ για ώρα στην ουρά παρέα με φανατικούς Καζαντζιδικούς, μιας λίγο περασμένης γενιάς, που μεγάλωσαν μαζί με τον «Στέλιο», που έκαναν τα αδύνατα δυνατά να τον ακούσουν έστω και μία φορά λάιβ και που τους πήρε πολύ καιρό να ξεπεράσουν τον χαμό του το 2001. Και όμως. Αν και όλοι οι θεατές που περιγράφω είχαν φτάσει σαν «καλοί πιστοί» στο φουαγιέ της αίθουσας, μεγάλο μέρος τους αποτελούνταν από άτομα νεαρής ηλικίας, μερικοί από τους οποίους ήδη σιγοτραγουδούσαν κάποια από τα κομμάτια των τελευταίων και παλαιοτέρων δίσκων του, όπως το «Βραδιάζει», «Κάτω απ’ το πουκάμισό μου» και φυσικά το «Υπάρχω». Αυτό συνεχίστηκε και κατά τη διάρκεια της προβολής. Ολοι μαζί, μικροί και μεγάλοι, ενθουσιάζονταν σε κάθε πενιά του Ακη Πάνου (Μιχάλης Βαλάσογλου) ή του Χρήστου Νικολόπουλου (Περικλής Σιούντας) και μαζί με τον Χρήστο Μάστορα, στον ρόλο του Καζαντζίδη, μετέτρεψαν μια κινηματογραφική προβολή σε μουσική εμπειρία, όπου κανένας δεν ενοχλούνταν από τον διπλανό του και από την ανάγκη του να τραγουδήσει.

Δάκρυα

«Χαίρομαι πάρα πολύ που πάει τόσο καλά η συγκεκριμένη ταινία. Εγώ έφυγα με δάκρυα στα μάτια. Η συγκλονιστικότερη στιγμή ήταν το φινάλε, οι τίτλοι τέλους, όπου ακούστηκε η πραγματική φωνή του Στέλιου και παρατήρησα ότι κανένας δεν κουνήθηκε από τη θέση του όπως γίνεται συνήθως», μου λέει ο τραγουδιστής Γεράσιμος Ανδρεάτος και συνεχίζει λέγοντας ότι «κάθε φορά που ακούς αυτή τη φωνή, που είναι φωτιά, δεν γίνεται να μην καείς. Σε ακινητοποιεί και σε συνεπαίρνει».

Γιατί η Gen Z κάνει ουρές για τον Καζαντζίδη-1
«Η ζωή μου όλη είν’ ένα τσιγάρο…». Το τραγούδι του Ακη Πάνου και η ζωή του Στέλιου Καζαντζίδη σε ένα στιγμιότυπο με τον Χρήστο Μάστορα στο τρένο που αναχωρεί για μακριά. (Φωτογραφία: ΜΑΡΙΛΕΝΑ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΔΟΥ)

Και ενώ εύλογα αναρωτιέται κανείς γιατί τόσοι μιλένιαλς και παιδιά της Gen Z σπεύδουν στους κινηματογράφους για ένα φιλμ με κεντρικό πρόσωπο έναν λαϊκό σταρ του ’50, του ’60, του ’70, η στιχουργός και ποιήτρια Λίνα Νικολακοπούλου μάς δίνει τη δική της απάντηση: «Μια εξήγηση για τη μεγάλη απήχηση της ταινίας και σε νέο κόσμο, ίσως είναι το γεγονός ότι ο πρωταγωνιστής είναι ένα δημοφιλές, αγαπητό αλλά και γνώριμο στις μικρότερες ηλικίες πρόσωπο. Πέρα από αυτό, όμως, αυτό που ονομάζουμε “λαός”, αγαπάει πολύ τον Καζαντζίδη. Τα τραγούδια του υπάρχουν στην ατμόσφαιρα. Πολλά από αυτά τα παιδιά έχουν μεγαλώσει με αυτά τα οποία άκουγαν και ακούν οι γονείς τους. Τα τραγούδια του ήταν και είναι μέσα σε πολλά σπίτια». 

«Κάθε φορά που ακούς αυτή τη φωνή, που είναι φωτιά, δεν γίνεται να μην καείς. Σε ακινητοποιεί και σε συνεπαίρνει», λέει ο Γεράσιμος Ανδρεάτος.

Πράγματι μπήκε μέσα σε κάθε μέσο ελληνικό σπίτι από τα πρώτα χρόνια της καριέρας του, όχι μόνον ως θρύλος της λαϊκής μουσικής, ως Καζαντζίδης, αλλά και ως απλός άνθρωπος, ως Στέλιος. Ετσι τουλάχιστον πέρασε το κατώφλι του δικού μας σπιτιού, όταν γνωρίστηκε με τον παππού μου στον Αγιο Κωνσταντίνο, ο οποίος στην αρχή δεν τον αναγνώρισε, κατά τη διάρκεια του καθιερωμένου του ψαρέματος, που τόσο αγαπούσε, κάτι που φαίνεται και μέσα από την ταινία.

«Τα τραγούδια του υπάρχουν στην ατμόσφαιρα. Πολλά παιδιά έχουν μεγαλώσει με αυτά, τα άκουγαν», αναφέρει η Λίνα Νικολακοπούλου. 

«Είναι καλό να γίνονται τέτοιες προσπάθειες σαν και αυτή του κ. Τσεμπερόπουλου, γιατί προτρέπει ανθρώπους που δεν τον ξέρουν καλά και πολλούς νέους να τον μάθουν. Ωστόσο, θα είχε μεγάλο ενδιαφέρον να βλέπαμε και άλλες από τις μεγάλες του συνεργασίες, όπως με τον Θεοδωράκη, τον Τσιτσάνη ή τον Σπανουδάκη και γενικότερα να αποτυπωνόταν η ζωή του και μετά την κυκλοφορία του “Υπάρχω”», σχολιάζει ο κ. Ανδρεάτος, ενώ η κ. Νικολακοπούλου αναφέρει: «Εχει ενδιαφέρον ότι πριν από την ταινία για τον Καζαντζίδη είχαμε το φιλμ για την Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου. Βλέπουμε ότι πρόσωπα του τραγουδιού, τα τελευταία χρόνια, έχουν γίνει ταινίες. Ο κύριος λόγος είναι ότι μιλάμε για πραγματικά είδωλα, που αγαπήθηκαν σε τεράστιο βαθμό από το κοινό. Πιστεύω ότι είναι πολύ σημαντικό το γεγονός ότι αυτές οι προσωπικότητες φωτίζονται σήμερα και μέσα από τον κινηματογράφο, διότι το τραγούδι είναι κάτι που κράτησε και κρατάει ζωντανή την ελληνική κοινωνία».

«Μύθος»

Ο Γιώργος Τσάμπρας, ραδιοφωνικός παραγωγός και γνώστης του λαϊκού τραγουδιού, έρχεται να σημειώσει ότι «το πιο σημαντικό είναι ότι οι νεότερες γενιές θα γνωρίσουν μέσα από το “Υπάρχω” τον “μύθο” του Καζαντζίδη λίγο αλλιώς. Θα δουν έναν νέο και ωραίο ερμηνευτή, που μπλέκει στα γρανάζια της ζωής και της δισκογραφίας και δίνει τον αγώνα του, σε αντίθεση με τις γενιές του ’80, του ’90 και του ’00 που είδαν τον “τηλεοπτικό” Καζαντζίδη, ηλικιωμένο και διαμαρτυρόμενο για αξίες που ίσως και να θεωρούνταν υπερβολικές και ίσως να μη γίνονταν κατανοητές», ενώ αναφέρεται και εκείνος στην απουσία των μετέπειτα συνεργασιών του στο φιλμ. «Επίσης θεωρώ ότι ασχολούμαστε τόσο πολύ αυτό το διάστημα μαζί του λόγω της ταινίας και όχι τόσο για τη μουσική του ή για το τι έκανε κοινωνικά, διεκδικώντας δικαιώματα για τους μουσικούς πολύ πριν από τη δεκαετία του ’70», προσθέτει.

«Εκανε λαϊκό τραγούδι με την αισθητική λειτουργία του μοιρολογιού»   

«Οταν ένα τραγούδι είναι άρτιο, έχει πει σωστά αυτά που θέλει από άποψης ερμηνείας, στίχων και μελωδίας, τότε δεν πεθαίνει ποτέ. Ειδικά αν έχει πει με έναν απόλυτα καλό τρόπο μια αλήθεια. Το ευτύχημα με εμάς στην Ελλάδα είναι ότι υπάρχουν πάρα πολλά τέτοια τραγούδια. Οχι μόνο από το λαϊκό, αλλά και από το ρεμπέτικο, το έντεχνο, ακόμη και από την ποπ», απαντάει η κ. Νικολακοπούλου όταν τη ρωτάω πώς γίνεται να συντηρείται σε τέτοιο βαθμό το «φαινόμενο Καζαντζίδης».   

«Δεν πρέπει να αγνοούμε ότι τα τραγούδια του βασίζονται σε μια κουλτούρα του πόνου, που υπάρχει πολλά χρόνια στη χώρα μας και μας ακολουθεί. Είχε ταλέντο να μιλάει για την αδικία και την κοινωνική οδύνη του ’50 και του ’60», μου λέει ο Λεωνίδας Οικονόμου, καθηγητής στο Τμήμα Κοινωνικής Ανθρωπολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου και συγγραφέας δύο βιβλίων για τον Στέλιο Καζαντζίδη και το έργο του. «Χρησιμοποιούσε την αισθητική λειτουργία του μοιρολογιού και το έκανε λαϊκό τραγούδι», συνεχίζει, τονίζοντας πως ακόμη ένας λόγος που ο Καζαντζίδης δεν μπορεί να «ξεπεραστεί» είναι γιατί τα τραγούδια του κρύβουν τόσο πόνο που στο τέλος λειτούργησαν και λειτουργούν θεραπευτικά, τόσο για τον ίδιο όσο και για όσους τα ακούν.  

«Με το πέρασμα των χρόνων αλλάζουν τα πάντα, άρα και οι στίχοι και η θεματολογία των τραγουδιών. Κάποια από τα κομμάτια του μπορεί να μη γράφονταν σήμερα, γιατί αναφέρονται σε γεγονότα περασμένων εποχών. Ομως ο Καζαντζίδης δεν ήταν εκφραστής μόνο μίας συγκεκριμένης εποχής, αλλά πολλών δεκαετιών. Αρκετά από αυτά που τραγούδησε, μάλιστα, ήταν προφητικά. Δεν μπορώ εδώ να μην αναφέρω το “Ερχονται χρόνια δύσκολα”, που ηχογραφήθηκε έναν χρόνο πριν από τον θάνατό του», σημειώνει ο κ. Ανδρεάτος.   

Η Λίνα Νικολακοπούλου αναφέρει ότι «κάθε νέα γενιά που ακούει τα τραγούδια του Καζαντζίδη, τα ακούει με διαφορετικό τρόπο. Για παράδειγμα, η έννοια της ξενιτιάς, που είναι ένα επαναλαμβανόμενο θέμα σε αυτά που ερμήνευσε, έχει πάρει άλλη μορφή σήμερα. Οι λόγοι για τους οποίους φεύγουν πλέον οι άνθρωποι είναι διαφορετικοί, κατά κύριο λόγο, από το παρελθόν. Οταν λοιπόν ξενιτευτούν, τα μέσα επικοινωνίας που έχουν στα χέρια τους για να μιλήσουν με τους οικείους τους είναι επίσης εντελώς διαφορετικά. Πλέον επικοινωνούμε ψηφιακά. Το φορτίο αυτής της φυγής δεν είναι το ίδιο βαρύ με τότε, που περίμενες ένα γράμμα ή ένα τηλεφώνημα μία φορά τον μήνα. Αφού λοιπόν ο κόσμος αλλάζει έτσι, ίσως γι’ αυτό είναι διαφορετικός και ο τρόπος που μιλάμε πλέον γι’ αυτά τα θέματα μέσα από τον στίχο».  

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT