ΤΑΣΟΣ ΑΛΕΞΙΑΔΗΣ
Στο χέρι αστέρια
εκδ. Εστία, σελ. 120
Eνας μικρός Τσιγγάνος βρίσκει στα μπάζα ένα λευκό γάντι, του κολλάει θραύσματα ενός σπασμένου καθρέφτη και κοπιάρει τον Μάικλ Τζάκσον. Το γάντι καθρεφτίζει για λίγο τα αστέρια κι έπειτα σβήνει κάτω από τον ουρανό. Eνας νυχτοφύλακας σε έκθεση επίπλων βλέπει ένα βράδυ μια γυναίκα ξαπλωμένη αιμόφυρτη σε ένα κρεβάτι. Από την ωμοπλάτη της που αιμορραγούσε φύτρωσαν φτερά και αίφνης η φτερωτή οπτασία αναλήφθηκε στους αιθέρες. Eνας γιος που περιποιείται την ετοιμοθάνατη μητέρα του θυμάται το βαμβάκι σε διαφορετικές εκφάνσεις της ζωής τους. Κάποτε η μητέρα του του είχε πει πως τα άδεια φορτηγά που επέστρεφαν από τα εκκοκκιστήρια ήταν σαν κλουβιά όπου είχαν παλέψει πουλιά. Στα σίδερα έμεναν τα πούπουλα, πειστήρια της απελευθέρωσής τους. «Το μ…ί που σε πέταγε», σκέφτεται ένας άνδρας μπροστά σε ένα γυμνό στο μουσείο Ορσέ. Ο πίνακας του θύμισε την κυρία Μίνα, που πριν από χρόνια τον είχε μυήσει στην προέλευση του κόσμου. Δεν χρειάζεται να φτάσει κανείς στο επιλογικό σημείωμα για να βεβαιωθεί πως τα διηγήματα του Τάσου Αλεξιάδη είναι επίνοια δημιουργικής γραφής. Και τα είκοσι πέντε πεζά του βιβλίου πάσχουν από το σύνδρομο της καλής έκθεσης, χωρίς να επιδεικνύουν καλές επιδόσεις. Είναι καταφανές πως στερούνται το πρωταρχικό πάθος, που δίνει πνοή σε ένα λογοτεχνικό κείμενο. Με άλλα λόγια, ο συγγραφέας δεν καίγεται να πει κάτι, απλώς σκέφτεται και γράφει. Η ετερόκλητη θεματογραφία επιτείνει αυτή την αίσθηση, με συνέπεια η συλλογή να παραπέμπει σε δοκιμές μυθοπλασίας. Τον μόχθο της καλής έκθεσης μαρτυρούν η εκβιασμένη σε βαθμό φαιδρότητας πρωτοτυπία, καθώς και η αδέξια διάρρηξη του ρεαλισμού με ουρανοκατέβατες σουρεαλιστικές εκλάμψεις. Ενδεικτική της εκτράχυνσης της ευρηματικότητας είναι η δοκιμασία της γραφής στο ερωτικό πεδίο.
Δύο οικοδόμοι τρώνε το κολατσιό τους. Ο μεγαλύτερος, ένας βαρύμαγκας Βορειοηπειρώτης, δημιουργεί στο πιάτο του ένα όμορφο εικαστικό. «Είχε σχηματίσει έναν καταπράσινο βρώσιμο π…ο, με τις ελιές για α…α, κόκες, που λέγανε στα μέρη του». Ο νεότερος του κόβει τη μαγκιά, καθότι εραστής της γυναίκας του. Σε άλλο πεζό, που από ιαπωνικό ρομάντζο καταλήγει κορεατικό σπλάτερ, ο Ντάι, αφού προσηλωθεί στο κορμί της Λιν με ευλάβεια προσκυνητή σε «ιερή παγόδα» και φτιάξει με το σύμπλεγμά τους «σάρκινα καλάθια», σαν από «ευλύγιστα μπαμπού», την κόβει φέτες και την καταπίνει. Eτσι, μετουσιώθηκε στο διεμφυλικό «Νταϊλίν». Αλλού ένας φύλακας νεκροταφείου παλεύει με μαύρα κεριά, στάχυα και κούκλες να αναστήσει τη δεκαεξάχρονη αγαπημένη του. Ενας άλλος, εξίσου ερωτοχτυπημένος, βλέπει τη νεκρή του Λίτσα να φτεροκοπά μετενσαρκωμένη σε κορμοράνο. Ασφαλώς ξεχωρίζει ο άνδρας που αυνανίζεται με το προσφάτως εγχειρισμένο, γυναικείο πλέον, σώμα του.
Το βιβλίο του Αλεξιάδη βρίθει από παρόμοια στιγμιότυπα, που αγωνιούν να καταδείξουν μυθοπλαστική τολμηρότητα. Oμως, αυτή η απελπισμένη, καθότι στερείται ερεισμάτων, προσπάθεια φέρνει στην επιφάνεια τις σημαντικές αδυναμίες τόσο της σύλληψης όσο και της γλωσσικής της επένδυσης. Oσο κι αν ο Αλεξιάδης προσπαθεί να εκταμιεύσει στις σελίδες τα μαθήματα δημιουργικής γραφής, δεν καταφέρνει παρά να αποκαλύψει ένα σοβαρό συγγραφικό έλλειμμα, το πάθος που ανέφερα εισαγωγικά. Μια διηγηματογραφική συλλογή δεν οφείλει να έχει συνοχή προκειμένου να διευκολυνθεί ο αναγνώστης. Το κεντρικό θέμα που προβάλλει από μια συναρμογή πεζών, φανερώνει τον μύχιο, τον διακαή λόγο που ο συγγραφέας θέλησε εξαρχής να γράψει. Ο Αλεξιάδης καταπιάνεται με αλλοπρόσαλλα θέματα, μετερχόμενος δοκιμασμένα αφηγηματικά κόλπα (μέχρι και αντάρτες ξεφυτρώνουν κάπου), αλλά είναι πρόδηλο πως κανένας συγγραφικός καημός δεν τον διακατέχει. Από αυτόν τον καημό φτιάχνεται η λογοτεχνία.

