Για την όπερα έβαλα το βιολί στη θήκη του

Η Ροδούλα Γαϊτάνου για την όπερα του Βέρντι που ανεβάζει στη Λυρική

6' 20" χρόνος ανάγνωσης

Πόσοι είναι οι σκηνοθέτες της όπερας που μπορούν να πουν ότι μέχρι τα δέκα τους χρόνια είχαν δει είκοσι φορές την «Τραβιάτα»;

Η Ροδούλα Γαϊτάνου το δηλώνει χωρίς έπαρση, γιατί απλούστατα είναι μέρος της παιδικής της ηλικίας. Εχει μεγαλώσει με δυο γονείς – εραστές των τεχνών, και το Θέατρο Ολύμπια ήταν για εκείνη λίγο σαν δεύτερο σπίτι. Την συναντώ με την ευκαιρία του ανεβάσματος μιας εμβληματικής όπερας του Βέρντι –λίγες μόνο νότες από την πασίγνωστη εισαγωγή της «Δύναμης του πεπρωμένου» αρκούν για να μεταδώσουν τη σαγήνη της ιταλικής όπερας–, αλλά πρόκειται για ένα έργο το οποίο τα τελευταία χρόνια έμοιαζε να έχει ξεχαστεί τελείως. 

Από την Εθνική Λυρική Σκηνή το έργο ανέβηκε για πρώτη φορά το 1954. Δύο ακόμα ανεβάσματα ακολούθησαν, το 1970 και το 1981, ενώ για τελευταία φορά παρουσιάστηκε από την ΕΛΣ στο Ηρώδειο το 1998.

Ομως φέτος τα πράγματα έχουν αλλάξει για αυτή την ώριμη όπερα του Βέρντι. Ηδη στο Μιλάνο η Σκάλα (Theatro Alla Scala) άνοιξε πανηγυρικά με τη «Δύναμη» (La Forza del Destino) σε μια βραδιά που διέθετε όλη τη λάμψη και γοητεία του οπερατικού θεάματος, και στις 26 Ιανουαρίου η «Δύναμη» επιστρέφει και στην ΕΛΣ έπειτα από είκοσι επτά χρόνια, σε μια νέα και φιλόδοξη παραγωγή, την οποία υπογράφει μια δημιουργική ομάδα καταξιωμένων συντελεστών.

Πυρετώδεις εργασίες

Η συνέντευξή μας γίνεται στο ΚΠΙΣΝ αλλά έχει προηγηθεί μια επίσκεψη στη γειτονιά του Ρέντη, στα εργαστήρια όπου κατασκευάζονται τα σκηνικά της Λυρικής. Σε αυτόν τον χώρο που μοιάζει με γιγαντιαία αποθήκη η Ροδούλα Γαϊτάνου και ο σκηνογράφος – ενδυματολόγος Γιώργος Σουγλίδης μαζί με τους τεχνικούς προετοιμάζουν όσα θα δούμε τον επόμενο μήνα στη σκηνή της Αίθουσας Σταύρος Νιάρχος. Στο αφαιρετικό σκηνικό που «χτίζεται» σιγά σιγά, μια μεγάλη επιφάνεια είναι καλυμμένη με χώμα, ενώ οι σταυροί στον τεχνητό λόφο θυμίζουν αόριστα κάποιο ευρωπαϊκό τοπίο στη διάρκεια του Μεγάλου Πολέμου.

Βρισκόμαστε περίπου στη μέση της προετοιμασίας της παράστασης, στην τρίτη εβδομάδα προβών μιας δουλειάς που συνήθως διαρκεί ενάμιση μήνα. Ρωτώ τη Ροδούλα Γαϊτάνου πώς προχωράει η εργασία και μου απαντάει γελώντας: «Τώρα είμαστε μέσα στον εφιάλτη». Παραδόξως αυτή η απάντηση, σε συνδυασμό με την ήρεμη, θετική προσωπικότητά της, προμηνύει επιτυχία. Αλλωστε θεωρείται μία από τις πιο εμπνευσμένες σκηνοθέτριες όπερας της νεότερης γενιάς και δουλειές της έχουν παρουσιαστεί, μεταξύ άλλων, στη Βασιλική Οπερα του Λονδίνου (Linbury Studio), στις Οπερες του Γκέτεμποργκ, του Οσλο, της Τεργέστης, της Λιέγης, της Λισσαβώνας

Το μεγάλο της πλεονέκτημα, εκτός βεβαίως από το ταλέντο και τις εξαιρετικές σπουδές, είναι όντως η παιδική της ηλικία. «Μεγαλώσαμε με πολύ θέατρο, με πολλή μουσική, με παραστατικές τέχνες, με εικαστικές τέχνες και γενικότερα το μεγάλωμά μας είχε ενήλικο ρυθμό», λέει. «Οι γονείς μου έπαιρναν εμένα και την αδελφή μου παντού μαζί τους. Δεν θα πω ότι ήμουν πάντα εκστασιασμένη με ό,τι παρακολουθούσα, αλλά αυτές οι εμπειρίες μού πρόσφεραν γερά θεμέλια και κριτικό μάτι, μια ικανότητα που είναι λίγο ενστικτώδης. Σαν να έμαθα μια ξένη γλώσσα από πολύ μικρή ηλικία».

Για την όπερα έβαλα το βιολί στη θήκη του-1
H ιστορία της όπερας διαδραματίζεται πριν, κατά τη διάρκεια και μετά το τέλος ενός πολέμου και η επιλογή των συντελεστών ήταν η δημιουργία ενός εξπρεσιονιστικού σκηνικού, όπως μας λέει ο Γιώργος Σουγλίδης. (Φωτογραφία: Βαλέρια Ισάεβα)

Και μήπως αυτό το πρόωρο μεγάλωμα και οι ενήλικοι ρυθμοί τής κληροδότησαν και κάποιο τραύμα; Γελάει. «Αν ήθελα να ασχοληθώ με κάτι άλλο στην επαγγελματική ζωή μου, νομίζω ότι οι τέχνες θα με είχαν πνίξει, επειδή ακριβώς ήταν τόσο παρούσες καθώς μεγάλωνα. Αλλά ακολούθησα αυτόν τον δρόμο, συνεπώς η ανατροφή μου περισσότερο μού προσέφερε παρά με τραυμάτισε. Νομίζω όμως ότι κάθε καλλιτέχνης φέρει έναν τραυματισμό, και ίσως τον χρειάζεται. Εγώ ξεκίνησα παίζοντας βιολί. Οι απαιτήσεις ήταν πολύ υψηλές στην οικογένεια, και αυτό με πίεσε αλλά συνοδεύτηκε από πειθαρχία. Από μία ωρίμανση, η οποία ίσως ήρθε λίγο νωρίτερα από το κανονικό, επειδή ασχολήθηκα με ένα ρεπερτόριο το οποίο ακριβώς θέλει να έχεις έναν στιβαρό ψυχικό κόσμο για να το αντιμετωπίσεις».

Στο Παρίσι

Η όπερα ήρθε στη ζωή της λίγο αναπάντεχα. Εφυγε για το Παρίσι, έκανε σπουδές μουσικολογίας και ανακάλυψε ένα μεταπτυχιακό στη σκηνοθεσία της όπερας. «Στο Παρίσι βρήκα τον δρόμο μου. Και από τη στιγμή που άρχισα να ασχολούμαι συγκεκριμένα με τη σκηνοθεσία της όπερας, έβαλα το βιολί στη θήκη του. Δεν το ξανάνοιξα ποτέ», σχολιάζει.

Το πεπρωμένο είναι τραύματα που δεν μπορούμε να ξεπεράσουμε

Να όμως, που το τραύμα επανέρχεται στη συζήτηση και αυτή τη φορά το φέρνει στον λόγο μας ο Βέρντι. Ή καλύτερα η σύγχρονη ματιά της σκηνοθέτιδος στο λιμπρέτο. 

Αν ήθελα να ασχοληθώ με κάτι άλλο στην επαγγελματική ζωή μου, νομίζω ότι οι τέχνες θα με είχαν πνίξει, επειδή ακριβώς ήταν τόσο παρούσες καθώς μεγάλωνα.

Η ιστορία ξεκινάει με τους ερωτευμένους Ντον Αλβάρο και Λεονόρα. Η Λεονόρα, παρότι γνωρίζει την αντίθεση του πατέρα της για τον αγαπημένο της, είναι αποφασισμένη να φύγει μαζί του. Τα γεγονότα όμως παίρνουν άλλη τροπή όταν κατά λάθος ο Ντον Aλβάρο σκοτώνει τον Μαρκήσιο. Οι δύο εραστές αναγκάζονται να χωρίσουν, ενώ ο Ντον Κάρλο, ο αδελφός της, ορκίζεται να πάρει εκδίκηση για τον θάνατο του πατέρα του. Χρόνια μετά, ο Κάρλο και ο Αλβάρο συναντιούνται τυχαία, αγνοώντας ο ένας την πραγματική ταυτότητα του άλλου. Μετά μια σειρά συγκλονιστικών γεγονότων, οι δύο άνδρες συγκρούονται σε μια μονομαχία και ο Αλβάρο τραυματίζει θανάσιμα τον Κάρλο. Η Λεονόρα φτάνει για να φροντίσει τον αδελφό της, ο οποίος όμως τη μαχαιρώνει στην καρδιά. «Ποια είναι λοιπόν αυτή η δύναμη του πεπρωμένου στην οποία αναφέρεται ο Βέρντι;», ρωτώ την κ. Γαϊτάνου και τον Γιώργο Σουγλίδη, μην μπορώντας να αποφασίσω εάν πρόκειται για θεϊκή παρέμβαση, εάν είναι η μοίρα ή η ανθρώπινη ανοησία.

«Στη συγκεκριμένη περίπτωση το σχόλιο του Βέρντι νομίζω ότι είναι πολιτικό· ένας πόλεμος τον οποίο παρακολουθούμε από την αρχή ώς το τέλος του. Οι χαρακτήρες των πρωταγωνιστών εξελίσσονται σε ένα σύμπαν όπου η φρικαλεότητα βασιλεύει. Εμείς βέβαια αντιμετωπίζουμε τον συγκεκριμένο πόλεμο ως μια αντανάκλαση του εσωτερικού κόσμου των πρωταγωνιστών. Δηλαδή οι τρεις χαρακτήρες που βρίσκονται σε σύγκρουση προσπαθούν να βρουν μια προσωπική κάθαρση. Η πορεία των τριών βασικών χαρακτήρων εντέλει μεταφράζεται σε μια μανιώδη αναζήτηση προσωπικής γαλήνης και εξιλέωσης. 

»Για μένα το πεπρωμένο δεν υπάρχει. Το πεπρωμένο είναι τραύματα οικογενειακά, τα οποία έχουμε ζήσει σε μικρή ηλικία, και δεν μπορούμε να ξεπεράσουμε αν δεν τα επεξεργαστούμε. Αυτά οδηγούν τις αποφάσεις που παίρνουμε στη ζωή μας. Ναι, το λιμπρέτο μιλάει στην ουσία για τους προγόνους και για την ιστορία της ζωής τους, η οποία καθορίζει τη μοίρα των απογόνων. H “Δύναμη του πεπρωμένου” είναι η ιστορία ενός προπατορικού αμαρτήματος το οποίο διαιωνίζεται και καθορίζει τις πράξεις και τις επιλογές των μελών μιας δυσλειτουργικής οικογένειας μέχρι τέλους». 

Η ανάγνωση που έχουν επιλέξει και στην οποία εξαρχής συμφώνησαν, είναι ποιητική και πολύ εξπρεσιονιστική ταυτοχρόνως. Ο κ. Σουγλίδης ανασυνθέτει το κατεστραμμένο τοπίο ενός πολύχρονου πολέμου γεμάτο λάσπη, καμένα δέντρα που έχουν διαλυθεί από τις βόμβες, «πύργους» φτιαγμένους από  οστεοφυλάκια και μοναχούς «σαν γραφειοκράτες του θανάτου», που φωτίζουν την αμφίσημη σχέση του Βέρντι με την εκκλησία, παρά την έκδηλη πνευματικότητά του. Το αποτέλεσμα είναι ένα εντυπωσιακό αντιπολεμικό σκηνικό με αναφορές στον Πρώτο και στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. «Επειτα από συζητήσεις που κάναμε, αποφασίσαμε ότι και οι στρατοί μας δεν θα είναι ιστορικά αναγνωρίσιμοι», λέει στην «Κ» ο σκηνογράφος – ενδυματολόγος. «Ούτε βλέπουμε ξεκάθαρα ποιος είναι ο νικητής και ποιος ο ηττημένος. Αυτό που μας ενδιαφέρει είναι να δείξουμε την ανθρωπότητα που αλληλοεξοντώνεται, χρησιμοποιώντας στοιχεία που θα λέγαμε ότι μας τοποθετούν στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα». 

Αυτό που μας ενδιαφέρει είναι να δείξουμε την ανθρωπότητα που αλληλοεξοντώνεται, χρησιμοποιώντας στοιχεία που μας τοποθετούν στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα.

Στη συζήτηση ο ένας συμπληρώνει τον άλλο σαν να είχαν εξαρχής το ίδιο καλλιτεχνικό όραμα. «Ο σκηνικός κόσμος υπαγορεύεται από τη μουσική», συμφωνούν και οι δύο. «Η δική μας δουλειά είναι να βάζουμε τη μουσική στη σκηνή».

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT