Ο Τζέιμς Ελρόι είναι καταγεγραμμένα ιδιόρρυθμος. Οι ιστορίες που τον συνοδεύουν είναι θρυλικές: στις ομιλίες του χαρακτηρίζει τον εαυτό του σπουδαίο δημιουργό και τους συναδέλφους του, σύγχρονους ή παλαιότερους, «υπερεκτιμημένους», ενώ σε συνεντεύξεις δεν διστάζει να χτυπάει το χέρι στο τραπέζι όταν διαφωνεί με τα πρόσωπα απέναντί του ή ακόμα και να αποχωρεί ξαφνικά ή να κλείνει απότομα το τηλέφωνο.
Μιλάει αργά και, όταν του αρέσει κάτι, καμιά φορά κάποια ερώτηση, πιο συχνά κάτι που λέει ο ίδιος, ξεσπά σε ένα σύντομο αλλά θορυβώδες γέλιο, ενώ κάποιες λέξεις τις «τραβάει» κρατώντας χρονικά περισσότερο την τελική συλλαβή, τεχνική άλλωστε που χρησιμοποιεί και στα βιβλία του.
Ξεκινάμε την κουβέντα μας από τον κινηματογράφο. Στην επίσημη ιστοσελίδα του, www.jamesellroy.net, υπάρχει μια ενότητα με όλα τα βιβλία του που έχουν μεταφερθεί στη μεγάλη οθόνη. Τα τρία από αυτά («Ρέκβιεμ για τον Μπράουν», «Αίμα στο φεγγάρι», «Μαύρη ντάλια») χαρακτηρίζονται ταινίες προς αποφυγήν. Μόνον το περίφημο «Λος Αντζελες Εμπιστευτικό» συστήνεται. Ρωτάω τον δημιουργό γιατί δεν του άρεσαν καθόλου τα τρία πρώτα και, προς έκπληξή μου, εμφανίζεται εκνευρισμένος που δεν έχει ενταχθεί και το τέταρτο στην ίδια κατηγορία!
«Κακώς δεν έχουν βάλει και το “Λος Άντζελες Εμπιστευτικό” μαζί με τις άλλες κακές ταινίες. Κοιτάξτε, ο σκηνοθέτης Κέρτις Χάνσον πέθανε πριν από οκτώ χρόνια, οπότε μπορούμε να είμαστε ειλικρινείς πια: η ταινία είναι χάλια. Το ίδιο και τα υπόλοιπα».
«Μα είναι μία από τις καλύτερες αστυνομικές ταινίες όλων των εποχών», αντιδρώ αυθόρμητα, αλλά εκείνος επιμένει: «Το αντίθετο! Δεν υπάρχει ούτε ένα στοιχείο σε αυτή την ταινία που βρίσκω ικανοποιητικό, ούτε καν μία ατάκα! Το πιο βασικό: οι ηθοποιοί. Θα έπρεπε να είναι άνδρες. Αλλά δεν είναι – είναι απλώς αγόρια που κουβαλούν όπλα. Οχι, λυπάμαι, είναι μια ταινία χαμηλής ποιότητας».
Τι είναι αυτό, λοιπόν, που κάνει ένα καλό βιβλίο να μην μπορεί να μεταφερθεί σωστά στη μεγάλη οθόνη; «Κάποιοι λένε ότι τα βιβλία μου πρακτικά δεν μπορούν να γυριστούν σε ταινία λόγω της πολυεπίπεδης αφήγησης – δεν συμφωνώ. Απλώς στο Χόλιγουντ τα καταλαβαίνουν όλα λάθος και, πρωτίστως, έχουν μανία να απλοποιούν ισοπεδωτικά τα πάντα, με αποτέλεσμα να αφαιρούν κάθε συναίσθημα. Οι διάλογοι των βιβλίων μου είναι γραμμένοι με τρόπο ώστε να αποκαλύπτουν πληροφορίες αλλά και να διαμορφώνουν χαρακτήρες. Οι ατάκες είναι σύντομες, όπως μιλούν στην πραγματικότητα οι άνθρωποι ή τουλάχιστον όπως μιλούσαν τότε, με στακάτο ρυθμό. Αντίθετα, στις κινηματογραφικές μεταφορές βάζουν τους ηθοποιούς να μιλούν επιτηδευμένα και εκείνοι με τη σειρά τους το παρακάνουν. Δεν μπορώ να θυμηθώ ούτε μία ερμηνεία που να μου άρεσε από κανέναν σε όλες αυτές τις ταινίες. Δεν παραγράφω, βέβαια, το γεγονός ότι μου έδωσαν ένα σωρό λεφτά για να πάρουν την άδειά μου…».
Ο «Αϊκ» και ο Ρέιγκαν
Εδώ και 40 χρόνια δεν γράφει τίποτα εκτός της τριακονταετίας 1942-1972. Εχει, μάλιστα, δηλώσει ότι στο μυαλό του πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών είναι ο Ντουάιτ Αϊζενχάουερ! «Η αλήθεια είναι ότι ο αγαπημένος μου πρόεδρος ήταν ο Ρόναλντ Ρέιγκαν, που ασφαλώς ήταν πολύ πιο ήπιος από τον Αϊζενχάουερ. Αλλά όντως το έχω δηλώσει αυτό, αφενός για να μη με παρασύρουν σε πολιτικές συζητήσεις, αφετέρου γιατί, αν θέλω να γράφω για εκείνες τις εποχές, με βοηθάει να έχω το μυαλό μου συντονισμένο στο τι ίσχυε παλιά. Εξάλλου, ο Αϊζενχάουερ ολοκλήρωσε την προεδρική θητεία του το 1961 και μέχρι τότε είχαν ήδη γίνει τα πιο συναρπαστικά πράγματα για τα οποία αξίζει να συζητάμε».
Χωρίς τριτοβάθμια εκπαίδευση, αφού δεν πρόλαβε καν να αποφοιτήσει από το γυμνάσιο, κατάφερε να γίνει ένας από τους πιο επιτυχημένους συγγραφείς του καιρού του. Ποιο είναι το μυστικό; «Προφανώς για να γράψεις ένα βιβλίο χρειάζονται μόνον τρία πράγματα: Πρώτον, να έχεις διαβάσει πολύ – και τα σωστά βιβλία. Δεύτερον, πρέπει να έχεις ταλέντο, κάτι που είναι πολύ σπάνιο. Ακόμα πιο σπάνιο, βέβαια, είναι να γνωρίζεις αν έχεις ταλέντο ή όχι – φοβάμαι ότι ελάχιστοι σύγχρονοι συγγραφείς κάνουν τον κόπο να το σκεφτούν αυτό. Από εκεί και πέρα, ασφαλώς, πρέπει να έχεις και πειθαρχία. Αλλιώς θα έχεις απλώς ωραίες ιδέες χωρίς να ολοκληρώνεις τίποτα».
Κάποιοι υποστηρίζουν ότι το πρώτο έργο που μπορεί να χαρακτηριστεί «crime fiction» ήταν ο «Οιδίπους Τύραννος» του Σοφοκλή, με στοιχεία που εντοπίζουμε και στα έργα του Ελρόι: ένα κεντρικό έγκλημα που επηρεάζει όλους τους χαρακτήρες, η ψύχωση με τη μητρική φιγούρα, η πατροκτονία, η προσπάθεια να ξεφύγει ο ήρωας από το πεπρωμένο του, το τραγικό φινάλε που όμως εμπεριέχει στοιχεία λύτρωσης… «Το έγκλημα υπήρχε και θα υπάρχει πάντοτε. Δεν πρόκειται ποτέ να ζήσουμε σε έναν κόσμο χωρίς εγκλήματα. Δεν έχω, εντούτοις, διαβάσει ποτέ Σοφοκλή ή άλλες αρχαίες ελληνικές τραγωδίες, αλλά νομίζω πως μπορώ να διακρίνω τα στοιχεία μιας σωστής τραγωδίας. Συχνά μου αποδίδονται επιρροές που δεν έχουν σχέση με την πραγματικότητα. Για παράδειγμα, η Τζόις Κάρολ Οουτς, ο Θεός να την έχει καλά, έγραψε ότι είμαι ο Αμερικανός Ντοστογιέφσκι – το είδε ο εκδότης μου και το χρησιμοποιεί συνέχεια σε δελτία Τύπου και στα οπισθόφυλλα των βιβλίων μου. Δεν έχω, όμως, διαβάσει ποτέ στη ζωή μου Ντοστογιέφσκι. Εχω προσπαθήσει, σε τρεις διαφορετικές ηλικιακές περιόδους, να διαβάσω το “Εγκλημα και τιμωρία”, αλλά το παράτησα και τις τρεις. Στους “Γητευτές” οι επιρροές μου είναι οι δημοφιλείς νουβέλες στην Αμερική των αρχών της δεκαετίας του 1960: Χάρολντ Ρόμπινς –τι φοβερό βιβλίο το “Carpetbaggers”!–, Ιρβινγκ Γουάλας, Ζακλίν Σούζαν. Γράφω μυθιστορήματα για το ευρύ κοινό – στόχος μου είναι να τα διαβάζουν πολλοί, απεχθάνομαι την ελιτίστικη λογοτεχνία. Γενικά, δεν θα έλεγα ότι τα βιβλία μου είναι ιδιαίτερα σκοτεινά. Σε καθένα υπάρχει έντονο το στοιχείο της αγάπης. Σε κάθε μυθιστόρημα που γράφω υπάρχει κάποιος που απλώς αναζητάει την αγάπη. Επίσης, υπάρχει πάντοτε αυτοθυσία. Και φυσικά άνθρωποι που ψάχνουν απεγνωσμένα τον Θεό. Στους “Γητευτές”, συγκεκριμένα, συναντάς πολλή δράση, σεξουαλικές ίντριγκες, πολύ χιούμορ, πυροβολισμούς, ζητήματα σημαντικά για τους πρωταγωνιστές…».
«Για να γράψεις ένα βιβλίο χρειάζεται να έχεις διαβάσει πολύ, να διαθέτεις ταλέντο και να σε διακρίνει πειθαρχία».
Στους τελευταίους συναντάμε έναν ήρωα που ο Ελρόι μάς έχει συστήσει και στο παρελθόν: Φρέντι Οτας το όνομά του, και πρόκειται για αληθινό πρόσωπο (1922-1992) που έζησε μια, αν μη τι άλλο, συναρπαστική ζωή. Λιβανέζικης καταγωγής, με εντυπωσιακό παράστημα και… βαρύ χέρι, πήρε μέρος στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ως πεζοναύτης, υπηρέτησε στο αστυνομικό σώμα του Λος Αντζελες, εργάστηκε ως ιδιωτικός ντετέκτιβ, ρεπόρτερ σε gossip έντυπα και, όταν αποφάσισε να… βγει στη σύνταξη, έγραψε και ένα βιβλίο γεμάτο υποτιθέμενες αποκαλύψεις για όλα τα σκάνδαλα στα οποία είχε εμπλακεί, αφού για χρόνια εξασφάλιζε σε όλους τους κινηματογραφικούς αστέρες/πελάτες του ό,τι λαχταρούσε η ψυχή τους και μπορούσε να πληρώσει η τσέπη τους: ερωτικούς παρτενέρ, ναρκωτικά, πλαστικές επεμβάσεις, αμβλώσεις, εκβιασμούς, παρακολουθήσεις.
«Δεν έχω διαβάσει ποτέ Σοφοκλή ή άλλον αρχαίο τραγικό, αλλά μπορώ να διακρίνω τα στοιχεία μιας σωστής τραγωδίας».
To 1976 κυκλοφόρησε η αυτοβιογραφία του, «Investigation Hollywood». Πού μπορούμε να αναζητήσουμε περισσότερες αλήθειες; Σε αυτό ή στους «Γητευτές»; «Μα στο δικό μου βιβλίο ασφαλώς, και ο λόγος είναι απλός: εγώ είμαι ένας σπουδαίος καλλιτέχνης, ενώ εκείνος ήταν ένας χαζός ιδιωτικός ντετέκτιβ, απατεώνας, ψεύτης και ανήθικος!».
Ως δηλωμένος χριστιανός ο Ελρόι, πού πιστεύει, αλήθεια, ότι θα καταλήξουμε όταν θα έρθει η ώρα της κρίσης; «Δεν ξέρω για εσάς, κύριε, εγώ όμως σκοπεύω να πάω στον Παράδεισο».
*Οι «Γητευτές» κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Κλειδάριθμος σε μετάφραση του Αντώνη Καλοκύρη.

