«Ξεκίνησα να γράψω ένα μικρό κειμενάκι γιατί βρισκόμουν σε μία αντίστοιχη συναισθηματική κατάσταση – αυτός είναι ο τρόπος έκφρασής μου έτσι κι αλλιώς, το γραπτό». Εχουμε σταθεί στο μέσον της πλατείας του Αγίου Γεωργίου στην Κυψέλη.
Τριγύρω τα καφέ γεμάτα, η μουντάδα μιας συννεφιασμένης καθημερινής δίνει το χρώμα και δίπλα μας δεσπόζει η μπαρόκ σύνθεση με τους τρεις στεφανωμένους έρωτες – θαρρείς πως μας κοιτάνε και περιμένουν από τη Βάσια Τζανακάρη να απαντήσει στο ερώτημα: Πώς γεννιέται ο έρωτας;
«Δεν είχα πρόθεση να γράψω βιβλίο», παραδέχεται η συγγραφέας. «Ξεκίνησα με ένα μικρό κείμενο, επειδή βρισκόμουν σε μια συναισθηματική κατάσταση που με ώθησε να εκφραστώ. Ηταν ένας τρόπος να αναμετρηθώ με αυτά που αισθανόμουν. Σταδιακά, τα κείμενα πλήθυναν και σκέφτηκα ότι ίσως θα μπορούσα να κάνω κάτι μαζί τους».
Πρέπει να συμπέσουν πολλά πράγματα για να γνωρίσεις κάποιον που θα σου αλλάξει τη ζωή και θα θέλει και εκείνος να αλλάξει τη δική του. Είναι κάτι που δεν μπορείς να προγραμματίσεις.
Μετά το «Αδελφικό», μυθιστόρημα που κυκλοφόρησε του 2020, η Βάσια Τζανακάρη επιστρέφει με το «Γεννιέται ο κόσμος» από τις εκδόσεις Καστανιώτη, το έκτο κατά σειρά βιβλίο της. Πρόκειται για μια συλλογή κειμένων που αφηγούνται την ιστορία μιας ερωτικής σχέσης κατά τη διάρκεια ενός έτους. Ξεκινάει με τον χειμώνα, μήνας Δεκέμβρης. Η πόλη ζει την καθημερινότητά της. Σε ένα ουζερί στην Ευελπίδων μπαίνει ένας άνδρας, μία γυναίκα γυρίζει να τον αντικρίσει και γεννιέται ο κόσμος. Αυτόν τον κόσμο αγγίζουμε και αφουγκραζόμαστε στις σελίδες του βιβλίου. Η Τζανακάρη –όπως και η ίδια λέει– άφησε τον συναισθηματικό της κόσμο ελεύθερο και μας ξεναγεί με έναν –τόσο όσο– λυρισμό στον πρώτο χρόνο του έρωτα, τότε που όλα τα ζεις για πρώτη φορά. Η γνωριμία, η οικειότητα, τα σκαμπανεβάσματα ξεδιπλώνονται μέσα από τη ροή των εποχών, σε μια συγκυρία όπου η αγάπη και ο έρωτας μοιάζουν με πολυτέλειες σε έναν ψηφιακά υπερφορτωμένο κόσμο.
Αν και τα κείμενα φαίνονται αποσπασματικά, το βιβλίο διαμορφώνεται ως ενιαία αφήγηση. «Αφηγείται την ιστορία μιας σχέσης, τον πρώτο της χρόνο. Είναι χωρισμένο σε τέσσερα μέρη, όπως οι εποχές. Ξεκινάμε με τον χειμώνα, τη γνωριμία, και κλείνουμε με το φθινόπωρο, ολοκληρώνοντας τον κύκλο». Οι δύο ήρωες με βάση την Κυψέλη, γειτονιά της Τζανακάρη εδώ και 15 χρόνια, τριγυρνούν στην Αθήνα αλλά και σε διάφορα μέρη της Ελλάδας, θέλουν απεγνωσμένα να δουν τον κόσμο μαζί, να ντύσουν με νέες εικόνες τα συναισθήματά τους. Ο τόπος και η φύση γίνονται ένα με την ιστορία που ζουν. Κι εμείς οι αναγνώστες παρατηρούμε το ταξίδι τους μέσα από τη λεπτομερή και ευαίσθητη καταγραφή της Τζανακάρη. «Την εποχή που έγραφα το βιβλίο άκουγα συνέχεια National – ο Ματ Μπέρνινγκερ αφηγείται μικρές ιστορίες σχέσεων, στην κάθε τους λεπτομέρεια, με έναν σκοτεινό ρομαντισμό αλλά πάντα με μια παιγνιώδη διάθεση και λεπτή ειρωνεία».
Η Τζανακάρη προσεγγίζει τον έρωτα ως μια «συμπαντική συγκυρία», τονίζοντας τη μοναδικότητα και τη δύναμή του να μεταμορφώνει τον κόσμο. «Ο έρωτας έχει timing. Πρέπει να συμπέσουν πολλά πράγματα για να γνωρίσεις κάποιον που θα σου αλλάξει τη ζωή και θα θέλει και εκείνος να αλλάξει τη δική του. Είναι κάτι που δεν μπορείς να προγραμματίσεις». Την ρωτάω αν ο έρωτας έχει ηλικία. «Οι ήρωες του βιβλίου ερωτεύονται στα 42», σημειώνει. «Στα 42, που, όπως λέει και ο “Γυρίστε τον Γαλαξία με Ωτοστόπ”, είναι η απάντηση για όλα». Ερωτευόμαστε άραγε διαφορετικά στις διαφορετικές ηλικίες; «Νομίζω ότι η ένταση του έρωτα παραμένει ίδια. Αυτό που αλλάζει είναι η διαχείριση. Στα 40 έχεις την εμπειρία να καταλάβεις αν σου ταιριάζει ένας άνθρωπος, αλλά όταν ερωτεύεσαι, σε οποιαδήποτε ηλικία, παραδίδεσαι».
Οι ανθρώπινες σχέσεις είναι ό,τι πολυτιμότερο έχουμε
Γιατί να διαβάσει κάποιος το βιβλίο; «Θέλω να νιώσει ο αναγνώστης ότι βρίσκει διατυπωμένα συναισθήματα που έχει ζήσει κι ο ίδιος. Ο έρωτας είναι δύσκολο να εκφραστεί, συχνά φέρνει αμηχανία, αλλά μέσα από το βιβλίο, ίσως κάποιοι δουν τον εαυτό τους. Μια φίλη, συγγραφέας, μου είπε ότι αυτό που κάνω στο βιβλίο είναι πολιτική πράξη γιατί ανατρέπω τα δεδομένα, βάζω τον άνδρα στη θέση της μούσας αλλά με σεβασμό, τον εξυψώνω. Ο έρωτας μας εξυψώνει γενικά. Κι αυτή είναι η αίσθηση που κυριαρχεί στο βιβλίο».
Η εποχή μας, γεμάτη κρίσεις, δίνει στον έρωτα μια ξεχωριστή διάσταση; «Ο έρωτας μας σώζει», λέει. «Αυτό το καταλάβαμε καλά με την πανδημία. Ολες οι ανθρώπινες σχέσεις μας σώζουν. Είναι το πιο πολύτιμο πράγμα που έχουμε. Ο έρωτας έχει αυτή τη θαυματουργή λειτουργία να κάνει έναν άνθρωπο το κέντρο του κόσμου σου και, μέσα από αυτό, να βλέπεις τον κόσμο με διαφορετική ματιά».
Η Τζανακάρη παραδέχεται πως γράφει σε μια εποχή όπου το ψηφιακό κυριαρχεί, αλλά δεν θεωρεί τη συγγραφή «ρομαντική πράξη» ή «αναχρονισμό». «Η ανάγκη του ανθρώπου να γράφει και να διαβάζει παραμένει αναλλοίωτη. Η τεχνολογία είναι εδώ για να μείνει, αλλά ευτυχώς έχουμε ακόμα αισθητήρια που μας επιτρέπουν να ξεχωρίζουμε το αληθινό από το τεχνητό. Ελπίζω πως αυτό δεν θα αλλάξει».
Μια φίλη μού είπε ότι αυτό που κάνω στο βιβλίο είναι πολιτική πράξη γιατί ανατρέπω τα δεδομένα, βάζω τον άνδρα στη θέση της μούσας αλλά με σεβασμό, τον εξυψώνω.
Η ίδια επιδιώκει να κρατήσει τον αναγνώστη στο χαρτί, παρότι αναγνωρίζει τη μείωση της συγκέντρωσης που φέρνει η ψηφιακή εποχή. «Ολοι βιώνουμε το διάβασμα ως κάτι αποσπασματικό. Οι μικρές ιστορίες του βιβλίου ίσως βοηθούν στο να διατηρηθεί το ενδιαφέρον, αν και δεν το είχα στο μυαλό μου συνειδητά. Η δομή τους αντικατοπτρίζει το πώς ζούμε και διαβάζουμε σήμερα».
Τι σημαίνει, όμως, η έλευση της ΑΙ για τη λογοτεχνία; «Η τεχνητή νοημοσύνη μπορεί να γράψει βιβλία ευρείας κατανάλωσης, αλλά η λογοτεχνία αξιώσεων είναι διαφορετική. Ασχολείται με υπαρξιακά ζητήματα, μιλάει στην ψυχή του ανθρώπου, κάτι που, πιστεύω, παραμένει καθαρά ανθρώπινο χαρακτηριστικό».
Η ίδια βλέπει το μέλλον της λογοτεχνίας με ρεαλισμό. «Δεν είμαι αισιόδοξη, αλλά θεωρώ αναπόφευκτο ότι θα συνεχίσουμε να γράφουμε. Η λογοτεχνία, ιδίως αυτή που έχει αξιώσεις, είναι διαχρονική γιατί αγγίζει βαθιά θέματα που δεν μπορούν να αντικατασταθούν από αλγορίθμους». Το «Γεννιέται ο Κόσμος» είναι μια ωδή στον έρωτα, μια ανάσα στην εποχή της ταχύτητας και της τεχνολογίας. Για τη Βάσια Τζανακάρη, είναι μια πράξη αυτογνωσίας, μια πρόσκληση να θυμηθούμε πως ο έρωτας, σε κάθε ηλικία, παραμένει η πιο βαθιά ανθρώπινη εμπειρία.
Η ΑΙ μπορεί να γράψει βιβλία ευρείας κατανάλωσης, αλλά η λογοτεχνία αξιώσεων ασχολείται με υπαρξιακά ζητήματα, κάτι που, πιστεύω, παραμένει καθαρά ανθρώπινο χαρακτηριστικό.
Λίγο πριν φύγουμε κι ενώ στεκόμαστε ακόμα στο μέσον της πλατείας Αγίου Γεωργίου, μου λέει χαμογελώντας: Κάτσε να σου διαβάσω ένα μικρό απόσπασμα – λες και θέλει να προβάλει σε λέξεις αυτή τη σταυροβελονιά του έρωτα, που αποπειράται να αποτυπώσει στο βιβλίο: «Μπροστά από μια παλιά πολυκατοικία, στη μέση του πεζοδρομίου, υψώνεται ένα κυπαρίσσι με ωραίο ίσκιο, πάντα αναρωτιόμουν τι δουλειά είχε μόνο του εδώ, μακριά από ναούς και κοιμητήρια, μα τώρα ξέρω, και κάθε μέρα πηγαίνω και το αγκαλιάζω σφιχτά, του ψιθυρίζω “σ’ αγαπώ”, κλείνω τα μάτια και το φιλάω κι εκείνο μπήγεται στη σάρκα μου και γίνεται ένα μαζί μου. Τη βλέπετε αυτή τη γυναίκα, θεότρελη, ερωτεύτηκε το κυπαρίσσι, λένε οι ένοικοι της πολυκατοικίας στους περαστικούς και γελάνε, γιατί δεν ξέρουν τι ωραίο ίσκιο έχεις, δεν ξέρουν ότι αγκαλιάζω το κυπαρίσσι και του λέω σ’ αγαπώ για να μην το πω σε σένα».

