ΕΝΤΟΥΑΡ ΛΟΥΙ
Η Μονίκ δραπετεύει
μτφρ.: Στέλα Ζουμπουλάκη
εκδ. Αντίποδες, 2024, σελ. 144
Από όλους τους σύγχρονους συγγραφείς που έχουν ανέβει στο «άρμα» της autofiction (από τη Ρέιτσελ Κασκ έως τον Καρλ Ούβε Κνάουσγκορντ), αυτός που ξεχωρίζει για την πολιτική του ματιά, η οποία ξεπερνάει το ατομικό βίωμα, είναι ο Εντουάρ Λουί.
Είτε μιλάει για τη σεξουαλικότητά του, προβαίνοντας σε μια γενναία εξομολόγηση, είτε για την οικογένειά του, προσφέροντας τα εν οίκω στους αναγνώστες του, αυτό που προβάλλει περισσότερο ο νεαρός σούπερ σταρ των γαλλικών γραμμάτων είναι η ταξική διάρθρωση των δυτικών κοινωνιών και πώς αυτή καθορίζει πολλές φορές τις επιλογές των ανθρώπων. Μπορεί, άραγε, μια λαϊκή γυναίκα που δεν κατάφερε να σπουδάσει ή να πάρει τη ζωή στα χέρια της, να αρνηθεί τη συζυγική δεσποτεία, να πετάξει από πάνω της το βίαιο άγγιγμα του άνδρα-πατριάρχη και να ορθώσει το ανάστημά της;
Η κατάθεση για τη Μονίκ αποτελεί μια αναζήτηση της ταυτότητας, της ορατότητας και της αυταξίας που δικαιούται μια γυναίκα της εργατικής τάξης να αποζητάει για τον εαυτό της.
Η μητέρα του Λουί, Μονίκ, είναι η πρωταγωνίστρια στο βιβλίο του «Η Μονίκ δραπετεύει», κι όπως μάς πληροφορεί ο ίδιος, πρόκειται για ένα κατά παραγγελία μυθιστόρημα. Τη στιγμή που σχεδίαζε να γράψει ένα βιβλίο για τις σχέσεις με τον αδελφό του, η μητέρα του τού ζήτησε να γράψει για τη φυγή της από το σπίτι του άνδρα που είχε γνωρίσει μετά τον χωρισμό από τον σύζυγο και πατέρα του Λουί.
Μια γυναίκα που έρχεται από μια επαρχιακή πόλη του Βορρά στο Παρίσι, δεν αλλάζει μόνο πόλη και οικιακή εστία, αλλά και συνήθειες. Οι συνθήκες που αντιμετωπίζει καθημερινά στο σπίτι της (φωνές, ύβρεις, υποτίμηση και βία) τη ριζοσπαστικοποιούν. Με τη βοήθεια του Λουί, που εκείνη την περίοδο βρισκόταν στην Αθήνα και μετείχε σε ένα συγγραφικό πρόγραμμα, φεύγει από το πνιγηρό διαμέρισμά της και αποφασίζει, επιτέλους, να αδράξει το μέλλον της.
Βρίσκεται σε μια διαδικασία συνειδητοποίησης των ορίων της, αλλά και του χαμένου παρελθόντος, καθώς όλοι οι άνδρες που γνώρισε και έζησε μαζί τους την κακομεταχειρίστηκαν.
«Η ντροπή είναι μια ανάμνηση», λέει ο Λουί στο βιβλίο και τούτο ισχύει τόσο για τη μητέρα του όσο και γι’ αυτόν. Τη βοηθάει, άραγε, για να αφαιρέσει από πάνω του την ενοχή ότι δεν της συμπαραστάθηκε όσο έπρεπε, ενόσω ζούσε με τον πατέρα τους; Βλέπει σ’ αυτήν τη ρίζα μιας επανάστασης που αξίζει να ακολουθήσει, με όποιο τίμημα, κάθε γυναίκα της τάξης της;
Γνωρίζουμε πολλά για τη Μονίκ από το βιβλίο του Λουί «Αγώνες και μεταμορφώσεις μιας γυναίκας» (εκδ. Αντίποδες). Γνωρίζουμε, όμως, και τη δική του πορεία αλλαγής, την οποία κατέγραψε στο βιβλίο «Αλλαγή: Μέθοδος».
Ουσιαστικά, η τωρινή κατάθεση για τη φυγή της Μονίκ συνομιλεί ανοιχτά μ’ αυτά τα δύο βιβλία, καθώς αποτελεί μια ακόμη αναζήτηση της ταυτότητας, της ορατότητας και της αυταξίας που δικαιούται μια γυναίκα της εργατικής τάξης να αποζητάει για τον εαυτό της. Η Μονίκ αναγεννάται. Για πρώτη φορά στη ζωή της δεν έχει κανέναν άνδρα στο διαμέρισμα που μένει. Ουδείς πρόκειται να αποφασίσει για εκείνη τι θα κάνει και πού θα πάει. Αποφασίζει να μεταβεί στο χωριό που διαμένει η κόρη της και με την αμέριστη υλική και ψυχολογική υποστήριξη που της παρέχει ο γιος της, το καταφέρνει και μάλιστα δίχως να χρειαστεί να συγκρουστεί με τον πρώην σύντροφό της.
Αίφνης, αυτή η γυναίκα γίνεται ένα σύμβολο απελευθέρωσης και ως τέτοιο την αντιμετωπίζουν οι θεατές του θεατρικού έργου που ανέβηκε στη Γερμανία, αλλά και ο σκηνοθέτης που ανέλαβε να μεταφέρει στο σανίδι τη ζωή της. Μάνα και γιος θα βρεθούν στην πρεμιέρα και η Μονίκ θα γίνει δεκτή με ένθερμα χειροκροτήματα και θα βιώσει την πηγαία αγάπη και αλληλεγγύη που θα τη μετατρέψει από ένα άβουλο ον σε επίκεντρο της προσοχής. Ακολουθώντας την υφολογική γραμμή της αμεσότητας όπως και στα προηγούμενα βιβλία του, ο Λουί καταθέτει κάτι περισσότερο από την ιστορία της μητέρας του. Είναι η ιστορία μιας τάξης που εξεγείρεται ενάντια στους καταναγκασμούς που της έχουν επιβληθεί. Καθ’ όλα άρτια η μετάφραση της Στέλας Ζουμπουλάκη.

