Oταν ήμασταν μικροί η γειτονιά ήταν ήσυχη, οι άνθρωποι –εργατικοί όλοι– έβγαιναν μόνο Σάββατο βράδυ για κανέναν μεζέ ή κινηματογράφο. Ισόγεια σπιτάκια τα περισσότερα και μερικά διώροφα. Ψωνίζαμε στα μικρά μαγαζιά της Τριών Ιεραρχών και στα στενά κάτω απ’ τον λόφο του Φιλοπάππου. Σε σύγκριση με τη γειτονιά κάτω από τις γραμμές του Ηλεκτρικού, η περιοχή μας φαινόταν πιο καθαρή και πιο φροντισμένη. Πιο πλούσια δεν ήταν. Aρχισε όμως να γίνεται όταν την ανακάλυψαν, στην αρχή σαν γραφικό περίπατο και για τα δυο-τρία μαγαζιά που είχαν καλό φαγητό. Οι ήσυχοι δρόμοι και η δροσιά που κατέβαινε ανεμπόδιστη από την Πάρνηθα έκαναν την περιοχή περιζήτητη. Στη θέση των παλιών ισόγειων που κατεδαφίζονταν άρχισαν να σηκώνονται πολυκατοικίες και για καιρό έμεναν άδεια τα οικόπεδα, σαν βγαλμένα δόντια από το στόμα ενός δρόμου που κάποτε χαμογελούσε. Οι καινούργιοι κάτοικοι ήταν πιο εύποροι από τους παλιούς, υπάλληλοι τραπεζών, δικηγόροι, γιατροί, κάποιοι καλλιτέχνες. Τα αυτοκίνητά τους γέμισαν τις πιλοτές και τα πεζοδρόμια και το καλοκαίρι έκαναν πάρτι στις βεράντες των ρετιρέ. Στο δημόσιο της περιοχής γράφτηκαν πολλά νέα παιδιά. Τώρα στις τάξεις, ανάμεσα σ’ εμάς που ήμασταν ντυμένοι και ποδεμένοι όπως όπως, έκαναν την εμφάνισή τους κάποιοι με καλύτερα ρούχα και παπούτσια. Χωριστοί κύκλοι και παρέες δεν είχαν γίνει πάντως, όλοι κάναμε παρέα με όλους. Και όλοι είχαμε κοινό μέτωπο ενάντια στους καθηγητές, ενάντια στην πειθαρχία και ενάντια στη μελέτη.
Ο Περικλής και ο Σάββας ήταν συμμαθητές μου από το Δημοτικό. Τα σπίτια τους μάλλον ήταν τα πιο φτωχικά της γειτονιάς. Ο πατέρας του Περικλή ήταν οδηγός σε σκουπιδιάρικο, του Σάββα δούλευε στην αποθήκη ενός σούπερ μάρκετ στην Καλλιθέα. Για εμάς το ίδιο έκανε· γιατί στο σχολείο, στον στρατό (κάποιοι λεν και στη φυλακή) δεν ισχύουν οι διαφορές και κάτω από τον καταναγκασμό δένουν οι πιο θερμές φιλίες. Με το απολυτήριο, πάντως, όλοι σκορπίζουν και σπάνια να ξαναδείς όσους χρόνια πριν ήταν η καθημερινή παρέα σου στο σχολείο.
Στην Τρίτη Γυμνασίου, ένας από τους καινούργιους στη γειτονιά μάς κάλεσε στα γενέθλιά του. Πρέπει να ήμασταν καμιά σαρανταριά εκεί, αγόρια και κορίτσια. Ο Περικλής δεν είχε έρθει, δεν πολυχώνευε τα «πλουσιόπαιδα», όμως ο Σάββας ήταν εκεί· τον έβλεπα αναψοκοκκινισμένο να μπουκώνεται με σαντουιτσάκια και να περιεργάζεται το ωραίο διαμέρισμα. Την ώρα των δώρων έκαναν την εμφάνισή τους οι γονείς και οι θείοι του Γιώργου – έτσι λεγόταν ο συμμαθητής που μας είχε καλέσει. Τον έβαλαν να ξετυλίξει τα κουτιά με τα δώρα του και να σκίσει τα περιτυλίγματα κάτω από τα χειροκροτήματά τους και τα βουβά και αμήχανα βλέμματα από πλευράς μας. Σκηνή από αμερικάνικη ταινία.
Αργότερα που σχηματίστηκαν πηγαδάκια και οι περισσότεροι έβγαιναν να καπνίσουν στη βεράντα, ο Γιώργος, που έκλεινε τα δεκατέσσερα πριν απ’ όλους, πήρε κάποιους από εμάς στο δωμάτιό του για να μας δείξει τα ηλεκτρονικά του, ένα Game Boy και μια κονσόλα της Nintendo. Ο Σάββας παράμερα περιεργαζόταν ένα κουτί όρθιο δίπλα στην ντουλάπα με την εικόνα του Υπερσιβηρικού να σχίζει με ταχύτητα ένα δασωμένο τοπίο βγάζοντας πυκνό μαύρο καπνό από το φουγάρο της μηχανής που ήταν ζωγραφισμένη σαν να έρχεται κατά πάνω σου. Δεν τράβηξε την προσοχή μας το τρενάκι του εκτός από μένα και τον Σάββα. Ο Γιώργος είπε πως του το είχαν χαρίσει όταν ήταν δέκα, αλλά ο πατέρας του ποτέ δεν τον άφησε να το αγγίξει, το μόνταρε και το ξεμόνταρε ο ίδιος, Χριστούγεννα και Πρωτοχρονιά, και του επέτρεπε μόνο να πατάει τα κουμπιά της κονσόλας κάτω από αυστηρή επίβλεψη. Ετσι έχασε κάθε ενδιαφέρον για ένα παιχνίδι που ποτέ δεν το έπαιζε ο ίδιος και το τρένο θάφτηκε στο κουτί του.
Οταν θαυμάσαμε τα ηλεκτρονικά, οι περισσότεροι γύρισαν στο σαλόνι, εκτός από τον Σάββα που τον είδα να ρωτάει κάτι τον Γιώργο δείχνοντας το κουτί με το παλιό παιχνίδι. Στο σαλόνι τώρα έπαιζαν δίσκοι και τα λιγοστά κορίτσια, κάτι συμμαθήτριες και τρεις φίλες της αδελφής του Γιώργου, δεν προλάβαιναν να τελειώσουν έναν χορό και τις έπαιρνε ο επόμενος για να χορέψει μαζί τους. Πριν βγω απ’ το δωμάτιο, τον είδα να ανοίγει το κουτί και να βυθίζει το χέρι του μέσα.
Ο Σάββας παράμερα περιεργαζόταν ένα κουτί όρθιο δίπλα στην ντουλάπα, με την εικόνα του Υπερσιβηρικού να σχίζει με ταχύτητα ένα δασωμένο τοπίο βγάζοντας πυκνό μαύρο καπνό.
Τον είχαμε ξεχάσει και κανείς δεν πρόσεξε πως δεν τον ξαναείδαμε ανάμεσά μας. Την ώρα που λίγοι λίγοι φεύγαμε, μπήκα στο δωμάτιο του Γιώργου να πάρω το μπουφάν μου. Ο Σάββας ήταν ξαπλωμένος μπρούμυτος στο πάτωμα μπροστά στο τρένο που έφερνε γύρους στις ράγες του, με τον σταθμό στημένο στο πλάι, το σιλό του νερού σε ένα άλλο σημείο, τις γέφυρες και τα τούνελ σκορπισμένα όμορφα σε όλο το μήκος της διαδρομής. Ο Γιώργος ήταν έκπληκτος. Δεν πίστευε πως μετά από τόσα χρόνια ξεχασμένο στο κουτί του θα λειτουργούσε. Μόνο η σειρήνα της ατμομηχανής είχε χάσει τη φωνή της και τα βαγόνια ήταν χωρίς φως. Κατά τα άλλα, το δωμάτιο αντηχούσε από τον θόρυβο των τροχών και τα τριξίματα των μεταλλικών αρθρώσεων που μετέδιδαν την κίνηση και ο Σάββας γύρισε και μας κοίταξε σαν να μην περίμενε να μας δει εκεί, σαν να μην ανήκαμε στον κόσμο του. Σηκώθηκε αργά, με ένα χαμόγελο απολογητικό, έκλεισε τον διακόπτη και έκανε δυο βήματα προς το μέρος μας σαν να αποβιβαζόταν από το βαγόνι του παραμυθένιου συρμού.
Εφυγα πρώτος, αλλά το άλλο πρωί στην τάξη ο Γιώργος μού είπε πως ο φίλος μας έμεινε κι άλλο και μέσα σε ελάχιστη ώρα μάζεψε το παιχνίδι και το τακτοποίησε τέλεια στο κουτί του, κομμάτι κομμάτι. Τελειώνοντας όπως όπως το γυμνάσιο και ο Σάββας και ο Περικλής παράτησαν το σχολείο και τους χάσαμε.
Ο ένας από τους διαρρήκτες ξέφυγε. Ο δεύτερος, ένας άνεργος 21 ετών, βρέθηκε από τους αστυνομικούς δίπλα σε ένα παιχνίδιαντίκα της βιτρίνας: ένα τέλειο αντίγραφο παλιού τρένου.
Χρόνια αργότερα, έχοντας επιστρέψει από το ακριτικό νησί όπου είχα διοριστεί αναπληρωτής, για να κάνω Χριστούγεννα με τους δικούς μου, από τα γυμνά βράχια και τα κρωξίματα των γλάρων, τους αφρούς της αγριεμένης θάλασσας και τους κακοτράχαλους χωματόδρομους λίγο έξω από τον οικισμό, βρέθηκα σε μια Αθήνα γιορτινή, με έλατα στολισμένα, φωτισμένα καταστήματα, ξέχειλες καφετέριες και φωτεινές γιρλάντες με αστέρια και έλατα και Αϊ-Βασίληδες στο έλκηθρο να γεφυρώνουν τα πεζοδρόμια στις λεωφόρους του κέντρου.
Τρεις ημέρες μετά τα Χριστούγεννα, άκουσα στις ειδήσεις για μια «ασυνήθιστη ληστεία». Το κανάλι την παρουσίαζε με χιουμοριστικά σχόλια του άνκορμαν και του ρεπόρτερ, που καταδιασκέδαζαν με το συμβάν. Διάρρηξη σε μεγάλο κατάστημα παιχνιδιών στο κέντρο. Τέτοιες μέρες ήταν σίγουρο πως στο ταμείο υπήρχαν αρκετά χρήματα, όλος ο κόσμος παιχνίδια αγόραζε. Ο ένας από τους διαρρήκτες ξέφυγε. Ο δεύτερος, ένας άνεργος είκοσι ενός ετών, βρέθηκε από τους αστυνομικούς που έτρεξαν στο κατάστημα δίπλα σε ένα παιχνίδι-αντίκα της βιτρίνας: ένα τέλειο αντίγραφο παλιού τρένου τοποθετημένου εκεί για να τραβάει τα βλέμματα. Ο διαρρήκτης που είχε αποκοιμηθεί πλάι στο παιχνίδι παραδόθηκε χωρίς αντίσταση. Η φωτογραφία μού φάνηκε κάπως γνώριμη. Είχα όμως να δω τον Σάββα από την Τρίτη Γυμνασίου και δεν μπορούσα να είμαι σίγουρος.
Το νέο μυθιστόρημα του Αλέξη Πανσέληνου με τίτλο «Χαμένες λέξεις» κυκλοφορεί προσεχώς από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.

