Oταν το 1992 πέθανε ο συγγραφέας Αλέξανδρος Κοτζιάς, ο Θανάσης Βαλτινός εκφώνησε τον επικήδειό του και είπε ανάμεσα σε άλλα τα εξής: «Ο θάνατος μας αιφνιδιάζει και μας αφήνει αμήχανους. Νομίζω ότι η αμηχανία εκφράζει ακριβώς το αδιανόητο του γεγονότος. Σε τέτοιες στιγμές, όταν ο πόνος δεν έχει γίνει σαφής ακόμα, τοποθετώντας έτσι τα πράγματα, στις απόλυτες διαστάσεις τους, λειτουργεί η σοφή δικλίδα των κοινών τόπων». («Κρασί και νύμφες. Μικρά κείμενα επί παντός», Βιβλιοπωλείον της Εστίας, σ. 58-59)
Ο Θανάσης όμως εκ φύσεως απεχθανόταν τις κοινοτοπίες και το βαρύγδουπο ύφος, ενώ υπονόμευε συνειδητά κάθε μορφή σοβαροφάνειας. Την ίδια αμηχανία και απορία αποτύπωσε σε μια άλλη (αδημοσίευτη) νεκρολογία του που εκφωνήθηκε το 2016 στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών για τον ψυχίατρο και ακαδημαϊκό Κώστα Στεφανή:
«Σκέφτομαι συχνά τι ορίζει την προσωπικότητα και τη γοητεία ενός ανθρώπου. Αθησαύριστα πράγματα δύσκολο να καθοριστούν με ακρίβεια. Eνα χαμόγελο, ο τόνος της φωνής, η γωνία μιας ματιάς, ή ακόμα-ακόμα εκείνη η ανάσα της ύπαρξης που αναδίνεται αβίαστα με φυσικότητα από μια ζωντανή προσωπικότητα.

Ρευστά, ασαφή στοιχεία – είναι αυτά όμως που μας στηρίζουν και μας εμπνέουν στη μετέωρη πορεία προς το χάος. Είναι αυτά που μας οδηγούν στην αναζήτηση της παρουσίας και της συντροφιάς των άλλων ανθρώπων και ενεργοποιούν την ανάγκη μας για υπηρεσίες και προσφορά σ’ αυτούς».
Σκεφτόμαστε τώρα κι εμείς με τη σειρά μας: ποια είναι τα χαρακτηριστικά που όρισαν το ύφος, την προσωπικότητα και τη γοητεία του Θανάση Βαλτινού; Ας ψάξει ο καθένας μας χωριστά να βρει όλα εκείνα τα ρευστά και στερεά στοιχεία που ορίζουν την ταυτότητα του ανθρώπου που έφυγε για τα Ηλύσια Πεδία: Ευγενής και μειλίχιος χαρακτήρας, άνθρωπος της διπλανής πόρτας και της απλής βιοτής, γενναίος στις αντιξοότητες ενός λειτουργήματος «ουχί παραδεδεγμένης χρησιμότητος» (κατ’ αντιγραφή μιας φράσης του Αλέξ. Παπαδιαμάντη, που χρησιμοποιούσε συχνά), στοχαστικός και μαχητικός διανοούμενος, εγρήγορος συγγραφέας που αφουγκράστηκε τα μηνύματα των καιρών και πρότεινε νέες τεχνοτροπικές λύσεις, λάτρης του μέτρου και της εκφραστικής οικονομίας και πόσα άλλα!
Oπως συνήθιζε να λέει ο φιλόλογος Γιώργος Π. Σαββίδης, «καθένας κερδίζει τον θάνατό του» και ο Θανάσης σίγουρα κέρδισε τον δικό του, με τη μακρόχρονη κι απαρέγκλιτη αφοσίωσή του στην τέχνη της γραφής. Παρά το φορτίο των γηρατειών και την εύθραυστη τα τελευταία χρόνια υγεία του, διεκδικούσε απτόητος τη ζωή και τη δημιουργία, παραμένοντας ένας άνθρωπος των πνευματικών εξορμήσεων. Ποτέ δεν τον ακούσαμε να θρηνεί ή να ελεεινολογεί για τις ταλαιπωρίες του!
Ο δικός του επίλογος
Είχε αισθανθεί όμως τον θάνατο κοντά, γι’ αυτό και θέλησε να γράψει τα τελευταία χρόνια τον δικό του ξεχωριστό επίλογο και να τον παρουσιάσει εμμέσως, όπως ταιριάζει σε έναν ευφυή καλλιτέχνη, μέσα από δύο σημαντικά έργα που εξέδωσε: Το πρώτο ήταν το ψηφιακό μυθιστόρημα «Ημερολόγιο της Αλοννήσου» (Βιβλιοπωλείον της Εστίας 2017, 2022/ α΄ έκδ. εκτός εμπορίου και ακυκλοφόρητη 2009) και το δεύτερο η «Νέα Σελήνη. Ημέρα πρώτη» (2022). Και τα δύο πέρασαν μακρά περίοδο επώασης και ωρίμανσης. Για πολλά χρόνια έτρεφε αμφιβολίες για την καλλιτεχνική δραστικότητά τους και δεν ήθελε να τα αποχωριστεί, ώσπου στη δύση του βίου του η πίεση που ασκούσαν μέσα του διογκώθηκε κι έπρεπε να βρεθεί διέξοδος σωτηρίας. Το «Ημερολόγιο της Αλοννήσου» διέσωζε μια επώνυμη κι ανώνυμη πινακοθήκη καθημερινών προσώπων με τα οποία συναντήθηκε ή διασταυρώθηκε (φιλικά, ερωτικά, τυχαία) ο συγγραφέας σε διάφορες φάσεις της ενήλικης ζωής του: η Κάσσια, η Αλεξάνδρα, η Ιγκεμποργκ, η ηλικιωμένη Καίτη, ο εφημεριδοπώλης, οι ανώνυμοι άντρες και γυναίκες κ.ά. παρουσιάζονται ελλειπτικά, αλλά ο πεζογράφος εδώ κάνει και μια πολύ ευφάνταστη επιλογή: στον ψηφιακό δίσκο που συνοδεύει το έργο καταθέτει τις φωνητικές και τις ηχητικές τους ταυτότητες, όπου η ξεχωριστή χροιά του καθενός, οι ανάσες, οι αναστεναγμοί, οι ψίθυροι και οι τυχαίοι ήχοι αποκτούν εξίσου πρωταγωνιστικό ρόλο.
Οταν το 2022 άρχισαν οι βρυχηθμοί της Αρκούδας του Βορρά και εισέβαλαν οι Ρώσοι στην Ουκρανία, δήλωνε με πίκρα ότι «ο Ψυχρός Πόλεμος είναι παρών».
Κινούμενη αντίστροφα στον χρόνο σε σχέση με το «Ημερολόγιο της Αλοννήσου», η «Νέα Σελήνη» αποτελεί τη συνείδηση της εφηβείας του συγγραφέα και μια δραματική μαρτυρία του τρόπου με τον οποίο βίωσε η νεότητά του την τρομερή περιπέτεια του Εμφυλίου σε μια πόλη της Πελοποννήσου. Οι έφηβοι του έργου (Γιάννης Αλεξόπουλος, Νίκος Γκρανιάς, Κοσμάς Ντανάκας κ.ά.) είναι επώνυμα πρόσωπα που έχουν πραγματική ταυτότητα και εξεμέτρησαν το ζην τους καιρό πριν δημοσιευθεί το βιβλίο. Ή όπως εύστοχα έγραψε η άλλη προσφάτως εκλιπούσα Τζένη Μαστοράκη: «…ούτε να τελειώνουν ποτέ οι κρυφές διηγήσεις, να γυρίζουν τα πρόσωπα καθαρμένα απ’ τη μνήμη, και το αίσθημα πάντα να κρατεί τα ιστία […]» («Μ’ ένα στεφάνι φως», 1989).

Ο Θανάσης αναζήτησε τον δικό του «ξανακερδισμένο χώρο και χρόνο», συμφύροντας την ιδιωτική με τη συλλογική μνήμη. Στα δύο τελευταία του έργα επαναφορτίζει τους πυρήνες της προσωπικής του μυθολογίας και, κάνοντας ένα προσκλητήριο νεκρών, επανασυνδέεται συμβολικά με το παρελθόν του, αποχαιρετώντας τόπους και φίλους μέσα από τη μυθοπλαστική αναζωογόνησή τους.
Και είχε ακόμα μεγάλο απόθεμα μέσα του από ιστορίες αλλοτινών δίσεκτων καιρών, που τις ξετύλιγε νοσταλγικά κάποια μακρόσυρτα πρωινά στο δώμα, όπως αποκαλούσε το καταφύγιό του της Οδού Αστυδάμαντος στο Παγκράτι. Ανοιγε την καρδιά του μιλώντας για τις παλιές του αγάπες αλλά και για έναν μεγάλο σακατεμένο έρωτα που του έκαιγε, ακόμα και πενήντα χρόνια αργότερα, τα σωθικά. Αλλά το μυαλό του γύριζε και ξαναγύριζε σε μια πραγματική υπόθεση που δεν την πέρασε ποτέ στο μυθιστόρημα «Στοιχεία για τη δεκαετία του ’60» ή σε κάποιο διήγημά του. Ηταν τότε, στα χρόνια του 1960, επικεφαλής μιας ομάδας μαχητών, που θα οργάνωνε θύλακα (Νατοϊκής) αντίστασης σε περίπτωση που κατέβαιναν οι Σοβιετικοί στα Βαλκάνια, και μου έλεγε ότι είχαν κρύψει κάπου όπλα και εγγλέζικες λίρες που θα βοηθούσαν στον πόλεμο, κι εγώ τον ρωτούσα σε διάφορες συναντήσεις μας πού είχαν θάψει το χρυσάφι, κι εκείνος, πιστός κι εχέμυθος στρατιώτης, κάθε φορά μου έδινε λάθος «συντεταγμένες» φυλάγοντας το κούφιο παρωχημένο μυστικό, και μου έλεγε συνωμοτικά ότι οι λίρες και τα πολεμοφόδια ήταν δήθεν χωμένα πίσω από την τάδε εκκλησιά, σαράντα βήματα ευθεία – πέντε δεξιά, και ύστερα η εκκλησιά γινόταν βράχος στην είσοδο ενός εγκαταλελειμμένου χωριού ή μιας απόκρημνης χαράδρας του Μοριά και το κυνήγι του θησαυρού συνεχιζόταν και συνεχιζόταν, ώσπου άρχιζε ο χρόνος να τον βαραίνει και το παιχνίδι έμεινε μετέωρο.

Κι όταν το 2022 άρχισαν οι βρυχηθμοί της Αρκούδας του Βορρά και εισέβαλαν οι Ρώσοι στην Ουκρανία, το σχολιάζαμε και δήλωνε με πίκρα ότι «ο Ψυχρός Πόλεμος είναι παρών», και τον έβλεπα βυθισμένο και αποκαμωμένο στην πολυθρόνα και του έλεγα αστειευόμενος, «σήκω, Θανάση, να φορέσεις τα στρατιωτικά σου, να ξαναφτιάξεις την πολεμική σου παρέα και να μπεις αρχηγός, να είμαστε έτοιμοι κι εφόπλου αν ο Κόκκινος Στρατός κατέβει νοτιότερα, κι άμα δεν ζουν οι παλαιοί εκείνοι μαχητές του ’60, θα βρούμε άλλους νέους ρωμαλέους, αλλά εσύ, Θανάση, βετεράνος καταδρομέας, να έχεις το πρόσταγμα!».
Νέα εκδοτικά σχέδια
Λίγες ημέρες πριν φύγει για το μακρύ ατελεύτητο ταξίδι, ο Θανάσης Βαλτινός πρόλαβε να πιάσει στα χέρια του την ωραία και επιμελημένη αγγλική μετάφραση της «Νέας Σελήνης» (New Moon: Day One, Transl. by Jane Assimakopoulos and Stavros Deligiorgis, Laertes, Chapel Hill, North Carolina, 2024). Επειδή στο ευρύ κοινό ήταν γνωστός ως πεζογράφος, ήθελε να προβληθεί η ποιητική φλέβα του και για τον σκοπό αυτό εργαστήκαμε τον τελευταίο καιρό για την επικείμενη δημοσίευση της Ορέστειας του Αισχύλου, η οποία είχε ανεβεί σε δική του μετάφραση και σε σκηνοθεσία Κάρολου Κουν από το Θέατρο Τέχνης το 1980 και 1982. Σε προχωρημένο επίσης στάδιο επεξεργασίας βρίσκεται το «Ημερολόγιο της Αμερικής», ένα άλλο προσκλητήριο νεκρών που αφορά ημερολογιακές καταγραφές του 1976, όταν ο Βαλτινός συμμετείχε με συγγραφείς και καλλιτέχνες απ’ όλο τον κόσμο στο International Writing Programme του Πανεπιστημίου της Αϊόβα. Από το Βιβλιοπωλείον της Εστίας επίκειται επίσης προς έκδοση ο δεύτερος τόμος των δοκιμίων του («Κρασί και νύμφες ΙΙ»), ενώ θα ακολουθήσουν το επόμενο διάστημα κι άλλα ενδιαφέροντα έργα που θα φωτίσουν ακόμη περισσότερο την εικόνα ενός σπουδαίου δημιουργού.
*Ο κ. Κωστής Δανόπουλος είναι επίκουρος καθηγητής του Τμήματος Ελληνικής Φιλολογίας του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης.
«Τελικά θα επιβιώσω κι αυτόν τον χειμώνα»
Απόσπασμα από το «Ημερολόγιο Αμερικής» (Φιλολογική επιμέλεια – επίμετρο: Κωστής Δανόπουλος, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2025).
ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΗ
ΤΡΙΤΗ 31 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 1976
Πετώντας με την TWA για το Chicago. Από το Σάββατο στο Λονδίνο με τον Γιοχάνες. Ελαφρά άσχημες μέρες. Τα αγγλικά μου άθλια. Και απένταρος. Σαράντα πέντε χρονών σε λίγο.

Το απόγευμα της Κυριακής ο Γιοχάνες έκανε την συνηθισμένη του κούρσα στο πάρκο. Τον περίμενα κοντά στη μικρή λίμνη. Η ατμόσφαιρα, η ποιότητα του φωτός, μου θύμισαν ένα άλλο απόγευμα, στο ίδιο μέρος, με την Ολγα Β. Καλοκαίρι ’74.
Η ζέστη στο Chicago κάτι πάρα πάνω από Αθηναϊκή. Αναμονή τέσσερες ώρες μέχρι να αλλάξω γραμμή. 35΄ πτήση μέχρι Cedar Rapids. Στο Αεροδρόμιο με περιμένει ο Burt Blume. Νεαρός ποιητής, βοηθός του Engle. Θερμή φυσιογνωμία, σχεδόν μεσογειακή. Είκοσι οδικά μίλια για Iowa City. Στο αυτοκίνητο είναι επίσης ο Γιουγκοσλάβος Vladimir Predic και ο Ινδός Jayanta Mahapatra.
Το Mayflower δίπλα στο ποτάμι. Μας δίνουν σεντόνια κ.λπ. Η διαδικασία μου θύμισε την κατάταξή μου στον στρατό. Το είπα του Burt. Τελικά θα επιβιώσω κι αυτόν τον χειμώνα. Κατεβαίνοντας με ταξί από το Καστρί προς Τρίπολη και σχολιάζοντας το ταξίδι μπροστά, η Ingeborg είπε ότι γλύτωσα μια φορά ακόμα το απόσπασμα. Ο Χρήστος Ιωακειμίδης χαμογέλασε, αναγνωρίζοντας και τη δική του μοίρα.

