Ενδιαφέρουσα και επιτυχημένη υπήρξε η συναυλία που πραγματοποίησε η Κρατική Ορχήστρα Αθηνών στην αίθουσα «Χρήστος Δ. Λαμπράκης» στις 8 Νοεμβρίου. Στο πρώτο μέρος, ο βιολονίστας Ανδρέας Παπανικολάου ερμήνευσε το Κοντσέρτο για βιολί και ορχήστρα του Μπρίτεν, έργο που ακούγεται αρκετά σπάνια. Αντιθέτως, τακτικά παρουσιάζεται στα προγράμματα συναυλιών η δεύτερη Συμφωνία του Μπραμς, που ακολούθησε μετά το διάλειμμα. Αυτή τη φορά, τη διηύθυνε ο Γάλλος Λιονέλ Μπρενγκιέ στη δεύτερη συνεργασία του με την Κρατική.
Ο Μπρίτεν συνέθεσε το Κοντσέρτο για βιολί κατά τον Μεσοπόλεμο. Το έργο ολοκληρώθηκε το 1939 και πρωτοπαρουσιάστηκε την επόμενη χρονιά στις ΗΠΑ με σολίστ τον Ισπανό βιολονίστα Αντόνιο Μπρόσα και τη Φιλαρμονική Ορχήστρα της Νέας Υόρκης υπό τον σερ Τζον Μπαρμπιρόλι. Εκτοτε ο συνθέτης επανήλθε αρκετές φορές στην παρτιτούρα, όμως χωρίς να επιφέρει δομικές αλλαγές ή να προσθέσει νέο υλικό. Οπως έλεγε: «Ελπίζω ότι αυτό που έκανα είναι να αφήσω το έργο όπως θα ήταν, αν μπορούσα να το γράψω το 1939 με την τωρινή μου εμπειρία». Πρόκειται για μια ιδιαίτερη σύνθεση, που απαιτεί από σολίστα και αρχιμουσικό λεπτές διαφοροποιήσεις, προκειμένου να αποδοθούν ο λυρισμός και η κομψότητα που τη χαρακτηρίζουν.
Με εκφραστικότητα, τονική ακρίβεια, ωραίο και ασφαλή ήχο απέδωσε ο βιολονίστας το έργο του Μπρίτεν.
Στο πρόσωπο του Ανδρέα Παπανικολάου το έργο βρήκε έναν εξαιρετικό ερμηνευτή. Τονικά ακριβής και με ωραίο, ασφαλή ήχο, ο βιολονίστας απέδωσε με εκφραστικό τρόπο τη λυρική γλυκύτητα του πρώτου θέματος. Αρωγός υπήρξε η ορχήστρα υπό τη μουσική διεύθυνση του Μπρενγκιέ, που αναπροσάρμοζε διαρκώς τις αποχρώσεις της διάθεσης μέσα από μικρές διαβαθμίσεις δυναμικής και ταχυτήτων. Ο Παπανικολάου διέθετε επίσης την απαραίτητη τεχνική για το νευρώδες δεύτερο μέρος και το σχετικά εκτενές δεξιοτεχνικό εδάφιο (καντέντσα) που το ολοκληρώνει. Στο τρίτο μέρος, το οποίο αποτελείται από σειρά παραλλαγών, κυριάρχησαν η ελαφράδα και η χάρη, τόσο στο δεξιοτεχνικό μέρος για το βιολί όσο και σε αυτό της ορχήστρας. Στο τέλος, σολίστ και ορχήστρα οδήγησαν το Κοντσέρτο με εξαιρετικά εκφραστικό τρόπο στην κατάληξή του.
Με ανάλογη προσοχή προσέγγισε ο Μπρενγκιέ επίσης τη Δεύτερη Συμφωνία του Μπραμς. Aλλης αισθητικής από το έργο του Μπρίτεν και με τελείως διαφορετικές απαιτήσεις, η Συμφωνία ωφελήθηκε εξίσου από τις εύστοχες επιλογές του Γάλλου αρχιμουσικού, που ανέδειξαν τον πλούτο όσων εκφράζει η μουσική: τον λυρισμό και τη μεγαλοπρέπεια του πρώτου μέρους, τη στοχαστική μελωδικότητα όπως επίσης την τρυφερότητα και, στη συνέχεια, τους πιο δραματικούς τόνους του δεύτερου, τη χορευτική ελαφράδα του τρίτου μέρους και, τέλος, τη δύναμη και την ένταση του τελευταίου.
Κρίσιμο στοιχείο του συγκεκριμένου έργου είναι η ενορχήστρωση. Αντίστοιχα, κρίσιμο στοιχείο της ερμηνείας ήταν η συμβολή των μουσικών, ιδίως των πνευστών της Κρατικής, των κόρνων στο πρώτο μέρος και των ξύλινων πνευστών –όμποε (Βάμβας), κλαρινέτο (Μουρίκης), φλάουτο (Πιλαφτσή), φαγκότο (Α. Οικονόμου)– στο τρίτο. Θετική υπήρξε, όμως, και η συμβολή των εγχόρδων, τα οποία υπό τη διεύθυνση του Μπρενγκιέ απέδωσαν τη μουσική με ιδιαίτερη μελωδικότητα.

