ΜΑΝΟΣ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ
Τα σχόλια του τρίτου
εκδ. Ικαρος, 2024, σελ. 224
Επανακυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ικαρος η εμβληματική συλλογή των ιστορικών πεντάλεπτων «σχολίων» του Μάνου Χατζιδάκι, όπως μεταδόθηκαν από το Τρίτο Πρόγραμμα, από τον Απρίλιο του 1979 έως και τον Απρίλιο του 1980, την εποχή, δηλαδή, που ο Μάνος Χατζιδάκις διατελούσε διευθυντής του. Η συλλογή περιέχει συμπυκνωμένη την κριτική σκέψη, τους στοχασμούς και τους προβληματισμούς του μεγάλου δημιουργού, και παρουσιάζει τη μορφή του νεοελληνικού κόσμου της εποχής, τις παθογένειές της, θέματα τέχνης και εξουσίας, μουσικής, προγονολατρίας, χρόνου, ελευθερίας, πολιτισμού. Με έντονη την ποιητική διάσταση στον καίριο, αυστηρό, ενίοτε σκωπτικό αλλά πάντα κεραυνοβόλο λόγο του, ο Χατζιδάκις περιγράφει την απομάγευση του κόσμου, ανασκαλεύει τον νεοελληνικό τρόπο του βίου, δηλώνει την αγανάκτησή του σε πολιτικές θέσεις, καταγγέλλει, στηλιτεύει την «κίτρινη» δημοσιογραφία, τη βολική εθνικοφροσύνη και τη «λίαν πολυτελώς ανθρώπινη και κοινωνική βαρβαρότητα» του νεοέλληνα.
«Λοιπόν τι να μιλήσω και τι να πω; Ανήκω στους μελλοντικά απερχόμενους και δεν λυπάμαι πια γι’ αυτό. Το θέλω. Αυτοί που δεν το θέλουν είναι ανυποψίαστοι».
Με μια σπάνιας ευφυΐας διαύγεια και ευαισθησία, ο Χατζιδάκις εφορμά από την επικαιρότητα και τολμάει να καταδείξει τη βαθιά σήψη της κοινωνίας, που οδηγεί στην υπόγεια παρακμή τον άνθρωπο, την παρακμή που διαπερνά τα πρόσωπα, τις οικογένειες, τις συνθήκες διαβίωσης, τις εργασιακές θέσεις, αλλά και τις συναισθηματικές σχέσεις, για να οδηγήσει τον σύγχρονο άνθρωπο στον αφανισμό και στη δουλοπρέπεια. Με βάση το παρόν και τη σημειολογία του, ο Χατζιδάκις κοιτάζει μακριά στο βάθος του χρόνου, οραματίζεται το μέλλον και κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για το μέλλον που δυσοίωνο καταφθάνει. Η βαθιά συναίσθηση της ευθύνης που τον διακρίνει γίνεται η αφορμή για μια εν τω βάθει κοινωνική αυτοψία κατά την οποία ο Χατζιδάκις ορθώνει το ανάστημά του απέναντι στην αποσάθρωση που εντοπίζει. Ωστόσο, η απογοήτευσή του για όσα συμβαίνουν είναι εμφανής.
«Λοιπόν τι να μιλήσω και τι να πω; Ανήκω στους μελλοντικά απερχόμενους και δεν λυπάμαι πια γι’ αυτό. Το θέλω. Αυτοί που δεν το θέλουν είναι ανυποψίαστοι», γράφει χαρακτηριστικά σε μια προσπάθεια να τονίσει ότι το μέλλον ανήκει στη μελλοντική γενιά και η ευθύνη το συνοδεύει. «Δεν συμπαθώ βέβαια τους επερχόμενους, κι όχι γιατί δεν μ’ έχουνε μαζί τους. Ισως γιατί στο πρόσωπό τους αναγνωρίζω μιαν ανεπαίσθητη ασκήμια, που τους χαράζει η άγνοια περί τα κοινά, περί τ’ ανθρώπινα και περί τα όσα θα συμβούν μελλοντικώς – που θα ‘ναι και οι ίδιοι υπεύθυνοι κι ανεύθυνοι μαζί».
Η θέση του για τη μουσική και τα ωδεία είναι, επίσης, ανάλγητη. Ο νέος που πηγαίνει στα ωδεία να μάθει μουσική «γρήγορα ανακαλύπτει πως η μουσική είναι μια γραία πανάσχημη, ξεδοντιασμένη κι αυστηρή, που επιδιώκει τη διά βίου αιχμαλωσία του μαθητή, και με αποκλειστικότητα την ερωτική συζυγική συνύπαρξη μαζί του», γράφει για να τονίσει τη σχέση ωδείων και μουσικής, αλλά και τον τρόπο που δημιουργείται η τέχνη.
Σε όλα τα σχόλια, ωστόσο, εκείνο που διαφαίνεται με σαφήνεια είναι η αγωνία του Μάνου Χατζιδάκι απέναντι στην υποταγή του ανθρώπου, στον κίνδυνο της αφομοίωσης ή της λήθης, της απάθειας και της αδιαφορίας μπροστά στον εκβαρβαρισμό της ανθρωπότητας που συμβαίνει ραγδαία. Μπροστά στη διάτορη διάσταση που παίρνει στις σύγχρονες κοινωνίες ο φόβος να συνηθίσουμε στη φρίκη να μας «τρομάζει η ομορφιά», να σταματήσουμε να αγωνιζόμαστε για την ποιότητα, την αισθητική, την ευαισθησία. Σημαντικό και το καταληκτικό κείμενο περί νοσταλγίας των χοίρων που τονίζει τη «δικτατορία» του Τύπου, απόρροια της προσωπικής επίθεσης που ο ίδιος δέχτηκε από μερίδα του Τύπου.
Διαχρονικά τα κείμενα της συλλογής και ίσως πιο επίκαιρα από ποτέ. Ο σημερινός αναγνώστης της συγκεκριμένης συλλογής έχει την ευκαιρία να έρθει σε επαφή με τον αιχμηρό, ενίοτε τολμηρό λόγο, ένα λόγο, ωστόσο, αισθητικά ευφάνταστο ενός σπουδαίου ανθρώπου του πνεύματος, που σε όλες τις δράσεις του κατέθετε την αισθητική, μουσική και ποιητική του ευαισθησία. Να κατανοήσει έννοιες όπως αυτή της ουσιαστικής σχέσης πολιτισμού και πολιτιστικού επιπέδου, του κάλλους, της μουσικής, της τέχνης και εντέλει της προσωπικής ωρίμανσης του καθενός μας μέσα από αυτά.

