Πέταξαν τ’ αηδόνια, έμεινε ο θησαυρός

Τρεις άνθρωποι των γραμμάτων γράφουν για τον Η. Χ. Παπαδημητρακόπουλο, που έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 94 ετών

7' 42" χρόνος ανάγνωσης

«Το κάθε κείμενο έχει την ταυτότητα της εποχής που γράφτηκε. Και όσο αντέξει», είχε πει ο Η. Χ. Παπαδημητρακόπουλος σε εκείνη τη συνέντευξη που είχε δώσει στην «Κ» τον Φεβρουάριο του 2017. Συμφώνησε να τον συναντήσω μετά μια σειρά τηλεφωνημάτων –απογευματινών συνήθως– που κράτησαν περίπου δύο μήνες. Και σίγουρα δεν θα είχα καμία τύχη εάν δεν υπήρχε το γεγονός της βράβευσής του με το Μεγάλο Βραβείο Γραμμάτων του 2015 για το σύνολο του λογοτεχνικού του έργου.

Είχαμε συναντηθεί νωρίς το μεσημέρι. Μου παραχώρησε την «τιμητική» θέση στο σαλόνι, μια παλιά πολυθρόνα από βυσσινί βελούδο, απομεινάρι της επίπλωσης του πατρικού σπιτιού του στον Πύργο. Η αγαπημένη σύζυγός του, η Νιόβη, στην οποία αφιερώνει όλα του τα βιβλία, έφερε καφέ και γλυκό. «Γράφετε ακόμη;» τον ρώτησα. «Οχι πια», απάντησε. «Κάποτε πρέπει να σταματάει κανείς. Περνούν τα χρόνια και υπάρχει ο κίνδυνος της επανάληψης». Ηταν τότε 87 ετών.

Ο Ηλίας Παπαδημητρακόπουλος, ο Η.Χ.Π. για τους ανθρώπους των γραμμάτων, μας άφησε πριν από μία εβδομάδα, στα 94 χρόνια του, έπειτα από σύντομη ασθένεια. Τα πεζογραφήματά του όμως αντέχουν. Ο λόγος του, βιωματικός, ενθυμητικός, ειρωνικός αλλά και χιουμοριστικός, αντέχει και θα αντέχει, μεταφέροντάς μας όντως την ταυτότητα της εποχής του.

«Είμαι ένας άνθρωπος που επιστρέφει συνεχώς στον Πύργο», είχε πει στην κουβέντα μας, παραφράζοντας ελαφρώς τη ρήση του συντοπίτη του ποιητή Τάκη Σινόπουλου: «Είμαι ένας άνθρωπος που έρχεται συνεχώς από τον Πύργο».

Ο Ηλίας Χ. Παπαδημητρακόπουλος γεννήθηκε το 1930. Με τον θάνατο του πατέρα του κατά τη διάρκεια της Κατοχής (1943) ολοκληρώθηκε η οικονομική καταστροφή της οικογένειας. Προκειμένου να σπουδάσει, έδωσε εξετάσεις στη Στρατιωτική Ιατρική Σχολή και σταδιοδρόμησε ως μόνιμος στρατιωτικός γιατρός. Από το στράτευμα παραιτήθηκε το 1983. Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε το 1962 με το διήγημα «Οι φρακασάνες» στο περιοδικό «Αργώ». Υπήρξε συνιδρυτής του περιοδικού «Σκαπτή Υλη» και της Κινηματογραφικής Λέσχης Καβάλας.

«Μερικές φορές οι αναμνήσεις με πνίγουν», είχε πει στη συνάντησή μας μιλώντας για τη γραφή του. «Ολα είναι πραγματικά και όλα είναι επινοημένα. Ως βιωματικός συγγραφέας δεν μπορώ να λειτουργήσω χωρίς τα αληθινά πρόσωπα, κρατώ μέχρι και τα ονόματά τους. Καταλαβαίνω όμως ότι την ώρα που διαχειρίζομαι τη λογοτεχνική τους μοίρα, πρέπει να τα αντιμετωπίσω με σεβασμό. Τα θέματα βρίσκονται παντού, αρκεί να διαθέτεις παρατηρητικότητα έκδηλη και σεσημασμένη».

«Σας ενοχλεί το ότι οι νεότεροι δεν καταλαβαίνουν τις λέξεις που χρησιμοποιείτε στα πεζογραφήματά σας;» τον είχα ρωτήσει τότε. «Διόλου. Δεν είμαι υπέρ της ανανέωσης ή της απλούστευσης της γλώσσας», είχε απαντήσει.

Πριν από τρία χρόνια άρχισε από τις εκδόσεις Κίχλη η σταδιακή επανέκδοση του έργου του, που ολοκληρώθηκε σε έξι τόμους με τη συλλογή διηγημάτων «Ο θησαυρός των Αηδονιών». «Η επανέκδοση των διηγημάτων του Ηλία Χ. Παπαδημητρακόπουλου ήταν για εμένα πράξη ευθύνης απέναντι στους αναγνώστες, κυρίως τους νεότερους, καθώς τους δίνεται η δυνατότητα να ανακαλύψουν και να απολαύσουν μερικά από τα ωραιότερα διηγήματα που έχουν γραφτεί στη γλώσσα μας, αλλά και απέναντι στους νέους συγγραφείς, χάρη στη δυνατότητα που τους προσφέρεται να μαθητεύσουν στην απαράμιλλη γραφή του», λέει η εκδότρια Γιώτα Κριτσέλη, ερωτηθείσα από τοπική εφημερίδα της Πελοποννήσου για την απόφασή της να ξαναβγάλει τον Η.Χ.Π.

Ο Παπαδημητρακόπουλος είχε πάθος με την τυπογραφία. «Μου είναι αδύνατον να γράψω οποιοδήποτε κείμενο χωρίς να το φανταστώ στοιχειοθετημένο: το είδος των στοιχείων, οι στιγμές τους, τα τετράγωνα, τα διάστιχα κ.ο.κ., πέρα από την αισθητική απόλαυση που παρέχουν, πιστεύω ότι διαυγάζουν το κείμενο, συντείνουν στην υφολογική, αλλά και την εννοιολογική του ολοκλήρωση», έχει γράψει.

Εραστής της μικρής φόρμας αλλά και της τελειότητας της έκδοσης των βιβλίων του, ασυμβίβαστος «πολυτονικός», ο Η.Χ.Π. προίκισε τα ελληνικά γράμματα με το λογοτεχνικό του ύφος και το προσωπικό του ήθος. Κι αφού τα κείμενα που ακολουθούν τιμούν την τέχνη του, ας θυμίσουμε ότι στην πλούσια ζωή του αγωνίστηκε για τα προγράμματα προληπτικής ιατρικής στον στρατό. «Αυτή για μένα είναι μια μεγάλη ικανοποίηση, και ας περνά απαρατήρητη», είχε πει.

Ελισάβετ Κοτζιά, Κριτικός λογοτεχνίας

Το φιλοπαίγμον βλέμμα

Αυτή είναι η πεζογραφία του Ηλία Χ. Παπαδημητρακόπουλου: απλές, καθαρές γραμμές, δροσιά ανεξάντλητη και λεπταίσθητο χιούμορ. Γραμμένο στη μακρά διάρκεια 60 ετών (1962-2019), το έργο του αποτελείται από 94 ολιγοσέλιδα διηγήματα κατανεμημένα σε εννέα μικρές συλλογές. Πόση όμως λιτότητα, εκφραστική οξυδέρκεια και αρχιτεκτονική αρτιότητα!

Οταν ο Η.Χ.Π. πρωτοεμφανίστηκε στα γράμματα στην ώριμη ηλικία των σαράντα τριών του χρόνων, είχε διαμορφώσει τον βασικό του ρυθμό. Γι’ αυτό και όλο του το έργο διακρίνεται (στη σύνθεση, στο ύφος και στην έκφραση) από θαυμαστή ομοιογένεια. Διαβάζοντας ένα οποιοδήποτε κείμενό του, καταλαβαίνεις αμέσως πως πρόκειται για διήγημα δικό του.

Στα περισσότερα κείμενα τον απασχολεί η μικρή καθημερινότητα του ιδιωτικού μας βίου. Μια ανάμνηση που αναδύεται από το παρελθόν, μια διαπίστωση που αφορά το παρόν, ένας απλός συνειρμός. Μέσα λοιπόν από τα τετριμμένα της καθημερινότητας, ο άξιος αυτός πεζογράφος κατορθώνει να δημιουργήσει μια πολύ πλούσια γκάμα συναισθημάτων και συγκινήσεων, πλάθοντας μάλιστα αντίθετες συνδέσεις: το φιλοπαίγμον βλέμμα με τη βαθιά νοσταλγία, τις ξεκαρδιστικές σκηνές με την υφέρπουσα λύπη, το ειρωνικό σκώμμα μαζί με την ενοχή. Η τέχνη του Η.Χ.Π. βρίσκεται σε αυτήν ακριβώς τη συναίρεση ευθύτητας και υπαινιγμού, σοβαρότητας και παιχνιδιού, ηδύτητας και στοχασμού· σε αυτό το κράμα ασήμαντου και σημαντικού, μικροσκοπικού και στιβαρού, ανάλαφρου και ουσιαστικού. Και για να συνεχίσω σχολιάζοντας τους τρόπους του, η τέχνη του έγκειται στη συνένωση περιγραφής και δραματοποίησης, ρεαλισμού και ποίησης, απλού πλαστικού λόγου και καθαρεύουσας, η οποία κάνει την έκφραση πιο δραστική.

Στα χέρια μας έχουμε σήμερα το έργο του, αυτή την ανεπανάληπτη σύνθεση διηγημάτων. Τι θα μπορέσει όμως να αντικαταστήσει τη γλυκιά του μορφή, η οποία τίμησε εμάς τους νεότερους με τη φιλία σαράντα χρόνων, τι θα μπορέσει να αντικαταστήσει αυτόν τον χαριτωμένο, γενναιόδωρο, μοναδικό Η.Χ.Π.; Αντίο, Ηλία.

Ερση Σωτηροπούλου, Συγγραφέας

Κατευθείαν στο κόκαλο

Λιτότητα, διαύγεια και χιούμορ ήταν οι μεγάλοι άσοι στο μανίκι του Ηλία Χ. Παπαδημητρακόπουλου, και τους χειριζόταν με εξαιρετική μαεστρία. Θυμάμαι τον ενθουσιασμό μου όταν διάβασα την «Οδοντόκρεμα με χλωροφύλλη». Το νοσταλγικό ύφος του βιβλίου είχε παλμό, μιλούσε για το παρελθόν αλλά ανέπνεε στο παρόν, δεν αναλωνόταν στην αναπόληση. Χρόνια αργότερα, όταν συναντηθήκαμε στην Πάρο, πιάσαμε αμέσως κουβέντα για τον Νίκο Καχτίτση. Ο Ηλίας ήταν ο πρώτος που τον παρουσίασε στο κοινό, για μένα ο Καχτίτσης παρέμενε μια ίντριγκα. Πώς ήταν δυνατόν ένας συγγραφέας τόσο σύγχρονος, με ταλέντο, να βρίσκεται στη σκιά; Ο Καχτίτσης ήταν από την Πάτρα, ο Ηλίας από τον Πύργο. Ισως, σκέφτομαι, η κατήφεια της ελληνικής επαρχίας να είναι ευεργετική για τους συγγραφείς. Ο κλειστός ορίζοντας δεν αφήνει περιθώρια για συγγραφικές περικοκλάδες κι εκείνοι που έχουν τη δύναμη πάνε κατευθείαν στο κόκαλο. Το έργο του Ηλία Χ. Παπαδημητρακόπουλου είναι ένα επίτευγμα «αθόρυβης» γραφής με μεγάλο εκτόπισμα. Δεν θα βρούμε στα διηγήματά του ούτε ίχνος στυλιστικής αυταρέσκειας. Η γραφή του είναι διάφανη, απαλλαγμένη από τυμπανοκρουσίες. Δεν τραβάει τον αναγνώστη από τ’ αυτί για να τον προσέξει, κι όμως το διήγημα μένει μέσα μας και θα το σκεφτούμε ξανά και ξανά. Ο Φόκνερ έλεγε ότι στη σειρά δυσκολίας των λογοτεχνικών ειδών, πρώτα έρχεται η ποίηση, ακολουθεί το διήγημα και τελευταίο το μυθιστόρημα.

Δυστυχώς το διήγημα σήμερα μοιάζει σαν ο φτωχός συγγενής της λογοτεχνίας. Εχουν γραφτεί αριστουργήματα που δεν τα διαβάζει κανείς. Εκείνο που με συναρπάζει ως αναγνώστη είναι η απίστευτη δυναμική της μικρής φόρμας. Μια καθημερινή ιστορία μπαίνει κάτω από μεγεθυντικό φακό. Μέσα σε 5-10 σελίδες οι σχέσεις των ηρώων θα ξεγυμνωθούν, η πραγματικότητα θα δείξει το αληθινό της πρόσωπο. Σ’ ένα καλό διήγημα, οι σκιές αποκτούν όγκο, οι σιωπές νόημα.

Γιάννης Παλαβός, Διηγηματογράφος – μεταφραστής

Πολύτιμη αυστηρότητα

Ο θάνατος του Ηλία Χ. Παπαδημητρακόπουλου, έναν μόλις μήνα μετά την απώλεια του Θανάση Βαλτινού, μου γέννησε ένα αίσθημα ορφάνιας. Ως διηγηματογράφος, αισθάνομαι πως οι κεφαλές εξέλιπαν. Και νιώθω, επίσης, ένα γενεακό κενό (τι ευλογία όμως να παραμένουν ακμαίοι ο Σκαμπαρδώνης και ο Δημητρίου, πρώτοι μεταξύ των σημαντικότερων διηγηματογράφων σήμερα), ενώ αντηχούν στο μυαλό μου –υποθέτω και στο μυαλό άλλων ομηλίκων– οι στίχοι του Διονύση Σαββόπουλου: «Πάει ο καιρός που οι δικοί σας/ σκηνοθετούσαν τη γιορτή μας/ και είσαι εσύ που πρέπει τώρα/ να υψώσεις της γιορτής τα δώρα».

Οπως κάθε συγγραφέας του μεγέθους του, ο Η.Χ.Π. συνέθεσε, με απλά υλικά, έναν πλούσιο, συνεκτικό και ανεπανάληπτο κόσμο, ο οποίος εκπέμπει σε μια δική του ιδιοσυχνότητα, στην οποία, παρεμπιπτόντως, δεν είναι καθόλου δύσκολο να συντονιστεί κανείς. Η οικονομία των μέσων του, η κομψή και ανεξίθρησκη γλώσσα (σε ποιον άλλον Ελληνα πεζογράφο τη λέξη «αγρέπαυλη» διαδέχεται λίγο παρακάτω η λέξη «αρχίδια» κι αυτό είναι νόμιμο ύφος;), ο ανάλαφρος τόνος που πίσω του αιμορραγεί ο 20ός αιώνας, η τρυφερότητα προς τα ζώα και καθετί αθώο, το παιγνιώδες βλέμμα και η ουδέποτε γλυκερή μελαγχολία: πρόκειται για γνωρίσματα και ποιότητες που εκτιμήθηκαν ευρέως. Προσωπικά, πολλά απ’ αυτά δοκίμασα, συνειδητά ή όχι, να μεταγγίσω στα γραπτά μου, όχι απαραίτητα με επιτυχία. Υπάρχει, όμως, ένα στοιχείο στο οποίο θα ήθελα να επιμείνω: στην αυστηρότητά του, απόρροια ενός αλάνθαστου κριτηρίου που αρνήθηκε να προδώσει. Οσες φορές μιλήσαμε στο τηλέφωνο, ο συγκρατημένος έπαινός του για κάποιο διήγημα ή μετάφρασή μου, ο οποίος πάντα συνοδευόταν από την επισήμανση αδυναμιών κι από προτάσεις για βελτίωση, βάραινε για μένα όσο δέκα αστόχαστοι έπαινοι (ή ψόγοι). Αυτό το ασυμβίβαστο κριτήριο και το θάρρος της γνώμης, γνώμης ζυγισμένης πέρα από διανοητικούς ή αισθητικούς συρμούς, χωρίς στόμφο και σοβαροφάνεια, είναι όψεις ενός ήθους που σήμερα, την εποχή του anything goes, δεν σπανίζει απλώς: έχει σχεδόν εκλείψει, όπως οι κεφαλές, οι ενσώματοι φορείς του. Ευτυχώς, για όποιον έχει μάτια να δει, το έργο του παραμένει ένα πλατύ ποτάμι που μας αρδεύει αδιάκοπα.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT