H Ντέζι Γκούντγουιν άκουγε ιστορίες για τη Μαρία Κάλλας από τότε που ήταν παιδάκι. Ο πατέρας της ήταν ο Ρίτσαρντ Γκούντγουιν, παραγωγός ταινιών, και από το σαλόνι του σπιτιού τους είχαν περάσει διάφοροι διάσημοι καλεσμένοι, όπως ο Φράνκο Τζεφιρέλι και η Ινγκριντ Μπέργκμαν, που αντάλλασσαν ιστορίες για συναδέλφους καλλιτέχνες, συμπεριλαμβανομένης και της περιβόητης Diva. Θα ήταν οκτώ χρόνων όταν η Γκούντγουιν πρωτοάκουσε την Κάλλας να τραγουδάει την άρια «Κάστα Ντίβα» από την όπερα του Μπελίνι «Νόρμα». Από τότε η φωνή της σοπράνο σφήνωσε στο μυαλό της. Οπότε δεν είναι παράξενο που η Γκούντγουιν, όταν έψαχνε για θέμα για το τέταρτο μυθιστόρημά της, αποφάσισε να γράψει για το ίνδαλμά της. Αλλά το να μπει στο πετσί της αοιδού αποδείχθηκε πιο δύσκολο απ’ ό,τι περίμενε.
Διάβασε όλες τις βιογραφίες της Κάλλας. «Οι περισσότερες αναφέρονταν είτε στα προβλήματα βάρους της είτε στη φωνή της», μου εξηγεί καθώς απολαμβάνουμε το τσάι μας σε μια θορυβώδη παμπ του Λονδίνου, «γι’ αυτό κι εγώ έγραψα μυθιστόρημα. Ηθελα να μιλήσω για όλες τις όψεις της ζωής της. Να διηγηθώ μια αυθεντική ιστορία όπως την αισθανόμουν εγώ. Η δουλειά του μυθιστοριογράφου είναι να γεμίζει τα κενά μ’ έναν ευφάνταστο αλλά κι αληθινό τρόπο. Η “Diva” είναι το αποτέλεσμα της φαντασίας μου, της εμπειρίας μου και της αντίληψής μου για το ποια ήταν η Μαρία Κάλλας». Πόσο πολύ μετράει η ακρίβεια στην αφήγηση; τη ρωτώ. «Πολύ, όλες οι λεπτομέρειες είναι ακριβείς, τοποθεσίες, γεγονότα, επεισόδια. Μπορεί να έχω αλλάξει κάποια ημερομηνία ή να έχω προσθέσει κάποια φανταστική σκηνή. Αλλά αυτά που συμβαίνουν στην ιστορία έχουν συμβεί και στην πραγματικότητα».
Μαθήματα τραγουδιού
Το διάβασμα των βιογραφιών, όμως, δεν ήταν αρκετό. Η Γκούντγουιν ήθελε να νιώσει τι σημαίνει να τραγουδάς όπερα. Εκανε, λοιπόν, μαθήματα τραγουδιού. Η φωνή της είναι σοπράνο, σαν της Κάλλας. «Δεν μπορώ να σου περιγράψω αυτό που αισθάνεσαι όταν τραγουδάς όπερα», λέει και το πρόσωπό της λάμπει ξαφνικά, «πόσο αλληλοεξαρτώμενη είναι η φωνή από το πώς αισθάνεσαι εκείνη τη στιγμή, από το πώς είναι η ζωή σου εκείνη την περίοδο. Ολο σου το κορμί είναι εκεί. Τραγουδάς από την ψυχή. Και για να βγουν αυτές οι υψηλές νότες πρέπει να κάνεις συνεχή προπόνηση. Σαν τον ολυμπιονίκη… η μόνη διαφορά είναι ότι φοράς μέικαπ και στενά φουστάνια».
Οσο δούλευε το βιβλίο, η συγγραφέας ανακάλυψε πως είχε κι άλλο ένα κοινό στοιχείο με την Κάλλας. Οπως η Ελληνοαμερικανίδα ηρωίδα της, έτσι κι αυτή είχε μια πολύ δύσκολη σχέση με τη μητέρα της. «Ξέρω τι σημαίνει να μην είσαι η προτεραιότητα στη ζωή της μητέρας σου. Ούτε εγώ ούτε η Μαρία αξίζαμε τέτοιες μητέρες. Και οι δυο τους είχαν βάλει τη δική τους ατζέντα πάνω από την ευτυχία των παιδιών τους», αναφέρει με εμφανή πικρία.
Oταν τραγουδάς όπερα, όλο σου το κορμί είναι εκεί. Και για να βγουν αυτές οι υψηλές νότες πρέπει να κάνεις συνεχή προπόνηση. Σαν ολυμπιονίκης. Η διαφορά είναι ότι φοράς μέικαπ και στενά φουστάνια.
Εχουν ξοδευτεί τόνοι χαρτιού πάνω στο θέμα της σχέσης της Κάλλας με τη μητέρα της, τη Λίτσα, Ευαγγελία Καλογεροπούλου. Η Κάλλας πάντα έλεγε πως η μητέρα της δεν την αγάπησε ποτέ, αλλά «αγάπησε» τη φωνή της. Οταν ήταν μικρή, η Λίτσα, εκμεταλλευόμενη το ταλέντο της κόρης, την έβαζε να τραγουδάει στους δρόμους της κατοχικής Αθήνας για φαγητό.
Η μητέρα της Γκούντγουιν ήταν η γνωστή Τζοκάστα Ινις, κόρη μεγαλοστελέχους της Shell Oil και συγγραφέας πολλών βιβλίων, ανάμεσά τους το «The Pauper’s Cookbook», που κυκλοφορεί ακόμα. Οταν την εγκατέλειψε, η Γκούντγουιν ήταν πέντε χρόνων, αφήνοντάς την στα χέρια της δεύτερης συζύγου του πατέρα της, της Γαλλίδας σκηνοθέτιδος, σεναριογράφου και ενδυματολόγου Κριστίν Εντζάρ. Με τέτοιες καταβολές, δεν είναι καθόλου παράξενο το ότι η Γκούντγουιν, αφού σπούδασε Ιστορία στο Κέμπριτζ και φιλμ στο Columbia Film School στην Αμερική, ασχολήθηκε με την τηλεόραση, όπου έκανε μια εντυπωσιακή καριέρα ως παραγωγός, δημιουργώντας –και μερικές φορές γράφοντας– σειρές όπως η «Victoria», η οποία έχει προβληθεί σε 146 χώρες ανά τον κόσμο, και αγαπημένες εκπομπές όπως το «Grand Designs» και το «Escape to the Country».

Η Μαρία Αννα Σοφία Καικιλία Καλογεροπούλου, γνωστή ως Μαρία Κάλλας, αναμφίβολα ήταν η πρώτη ντίβα. Εκανε την όπερα σέξι. Η φωνή της, το παρουσιαστικό της, η ερμηνεία των ρόλων –στο πρόσωπό της διακρίνεις κάθε συναίσθημα– αιχμαλώτισαν ακροατήρια παγκοσμίως. Οπως λέει στο βιβλίο ένας γιατρός νοσοκομείου που τη φρόντισε μετά μια απόπειρα αυτοκτονίας(;): «Κυρία Κάλλας, είστε μια μοναδική καλλιτέχνιδα. Και πρέπει να ζήσετε. Μη μας στερείτε τη χαρά της φωνής σας. Αντικαταστάτης για εμένα υπάρχει, ευτυχώς ο κόσμος είναι γεμάτος από καλούς γιατρούς, αλλά δεν υπάρχει άλλη Μαρία Κάλλας».
Για την Κάλλας, «αγάπη» ήταν το χειροκρότημα. Και ξαφνικά μπαίνει στη ζωή της ο Ωνάσης – που δεν ενδιαφέρεται για την όπερα κι έχει τάση να συλλέγει γυναίκες-τρόπαια. «Εκείνο που δεν έμαθε ποτέ η Μαρία ήταν να αγαπάει τον εαυτό της», μου εξηγεί η Γκούντγουιν, «και για αυτό φταίει η παιδική της ηλικία. Ξαφνικά ερωτεύεται έναν άνδρα σαν τον Ωνάση, Ελληνα, πλούσιο, κοσμικό, σέξι, το αντίθετο του συζύγου της, Τζοβάνι Μπατίστα Μενεγκίνι, που φοράει δίχτυ στα μαλλιά του το βράδυ. Μπορεί για πρώτη φορά στη ζωή της να αισθάνθηκε πραγματική σεξουαλική επιθυμία».
Aραγε, ρωτώ την Γκούντγουιν, θα είχε γράψει αυτό το βιβλίο αν η Κάλλας δεν είχε σχέσεις με τον μεγιστάνα Αριστοτέλη Ωνάση; «Αν η φωνή της ήταν σε καλύτερη φόρμα τότε που τον συνάντησε, ο Ωνάσης δεν θα είχε καμία ελπίδα να γίνει εραστής της», μου απαντά εμφατικά. «Το βιβλίο μου είναι φόρος τιμής σε αυτήν. Εκείνο που μ’ ενδιέφερε ήταν να εξερευνήσω τον κίνδυνο που διέτρεχε από την αρχή να χάσει τη φωνή της. Η Μαρία είχε ένα δώρο από τον Θεό, το οποίο όμως δεν θα κρατούσε για πάντα. Δυστυχώς, τότε που τα έφτιαξε με τον Ωνάση είχαν αρχίσει να φαίνονται οι ρωγμές στην επαγγελματική της ζωή».
Στο βιβλίο υπάρχει ένας τρυφερός διάλογος ανάμεσα στην Κάλλας και στη δασκάλα της, την Ισπανίδα σοπράνο Ελβίρα ντε Ιντάλγκο: «Η φωνή σου είναι σαν αρχαίος αμφορέας γεμάτος χρυσά νομίσματα. Κάθε φορά που τραγουδάς χαραμίζεις κι ένα χρυσό νόμισμα. Ξόδεψε τα κέρματα με σύνεση». Αργότερα, το 1961, όταν ξανασυναντήθηκε με τη δασκάλα της στην Επίδαυρο, η Κάλλας την είχε ρωτήσει για το πόσα κέρματα είχε ακόμα στον αμφορέα. «Κανένας δεν ξέρει, Μαρία. Αλλά καλύτερα είναι να σταματήσεις πριν δεις τι έχει απομείνει στον πάτο», της είχε απαντήσει η Ιντάλγκο.
Η συμβουλή της πριγκίπισσας
Οταν στο βιβλίο η πριγκίπισσα Γκρέις του Μονακό συνάντησε την Κάλλας, της έδωσε μια συμβουλή: «Δεν είμαστε σαν κι αυτές τις γυναίκες που δεν έχουν κάνει τίποτα στη ζωή τους. Εγώ έχω βραβευτεί με Οσκαρ κι εσύ είσαι η καλύτερη υψίφωνος του κόσμου. Να μου το υποσχεθείς πως δεν θα σταματήσεις να τραγουδάς για να κάνεις το χατίρι του Ωνάση. Του κάθε Ωνάση. Ο Ρενιέ μού έβαλε τελεσίγραφο: ή ηθοποιός ή γυναίκα του. Και τώρα είμαι κομπάρσος στα πάρτι του».
Θα μπορούσε η Κάλλας να είναι κομπάρσος στα πάρτι του Ωνάση; Να ζήσει χωρίς το χειροκρότημα; «Το ταλέντο της Κάλλας ήταν κι ο τύραννός της. Είχε φοβερή αυτοπειθαρχία. Επίσης η Κάλλας ήξερε και την αξία της. Ηταν ιδιοφυΐα. Ελεγαν πως ήταν δύσκολη. Η ίδια είχε πει πως είναι τόσο δύσκολη όσο απαιτείται για να επιτύχει την τελειότητα. Αν αυτό το είχε πει άνδρας, θα το είχαν βάλει λόγκο στο μπλουζάκι του».
Η αφήγηση τρέχει όπως τρέχει και η ζωή της Κάλλας. Οι διάλογοι είναι ζωντανοί, οι χαρακτήρες πειστικοί και η μαεστρία της συγγραφέως να μας μεταφέρει από χώρο σε χώρο εντυπωσιακή: είναι σαν να βρισκόμαστε στο θεωρείο και να απολαμβάνουμε την εκστατική ερμηνεία της Κάλλας ως Νόρμα στη σκηνή. Είναι σαν να καθόμαστε δίπλα στον Τσώρτσιλ στη θαλαμηγό «Χριστίνα» και να τον ακούμε να αναφωνεί: «Τι υπέροχους πνεύμονες έχετε, κ. Κάλλας!». Είναι σαν να κρυφακούμε τη Μέριλιν Μονρόε να εκμυστηρεύεται στην Κάλλας το τρακ που έχει λίγο πριν βγει να τραγουδήσει στα γενέθλια του JFK.
Γιατί, όμως, κράτησε την αφήγηση τόσο «καθαρή»; τη ρωτώ. No drugs? No violence? No sex? «Ο πειρασμός να παρουσιαστεί η Κάλλας ως μια ταλαιπωρημένη γυναίκα που καταρρέει, όπως η Μέριλιν Μονρόε, είναι μεγάλος. Ηθελα να κρατήσω τον ηρωισμό της. Η Κάλλας ήταν μια δυναμική γυναίκα που στόχευε ψηλά. Οταν, λοιπόν, ο Ωνάσης παντρεύτηκε την Τζάκι, η Κάλλας δεν κατέρρευσε. Το αντίθετο, γύρισε ταινία με τον Τζεφιρέλι, έδωσε συναυλίες παγκοσμίως, απέκτησε καινούργιο εραστή. Ηταν ακόμα όμορφη και πολυάσχολη».
Το πρόβλημα με την Κάλλας είναι πως ο κόσμος τη συγχέει με τις τόσες τραγικές ηρωίδες που έχει τραγουδήσει. Οπότε, όταν ο Ωνάσης την άφησε, τότε –στα μάτια του κόσμου– θα έπρεπε να υποφέρει σαν τη Μαντάμ Μπατερφλάι. Στο βιβλίο υπάρχει ένας διάλογος με τον Τζεφιρέλι και την Κάλλας: «Εχεις τραγουδήσει σε τόσες όπερες για την αγάπη. Ξέρεις πως η αγάπη δεν φτάνει. Μην καταλήξεις και εσύ σαν τις γυναίκες που τραγουδάς και που πεθαίνουν από αγάπη στην τρίτη πράξη. Φτιάξε τη δική σου έξοδο, carissima».
Η ταινία
Στην ταινία «Maria» με την Αντζελίνα Τζολί θα γίνει η ίδια σύγχυση; «Δεν την έχω δει, αλλά υποψιάζομαι πως ναι. Θα μας δείξουν μια Κάλλας απομονωμένη σε ένα δωμάτιο ξενοδοχείου να ακούει τους δίσκους της, κουτιά με φάρμακα στο τραπεζάκι. Τέτοια πράγματα συνέβησαν, αλλά όχι στον βαθμό που νομίζει ο κόσμος. Βλέπεις, το υπερβολικό είναι πιο “οπερατικό”, συνεπώς πιο ενδιαφέρον από την αλήθεια. Εικάζω τώρα».
Η Γκούντγουιν επιλέγει να κλείσει την αφήγησή της περίπου δέκα χρόνια πριν από τον θάνατο της Κάλλας, με τη δυναμική σκηνή όπου η αοιδός λέει «όχι» στον Ωνάση που ξαναγυρίζει σε αυτήν. «Σπάνε τα μάγια. Η αυτοεκτίμηση επανέρχεται. Ξαναφτιάχνει τη ζωή της. Δεν τον έχει ανάγκη», λέει η Γκούντγουιν. Για να εκτιμήσουμε την Κάλλας, τη μεγαλύτερη σοπράνο της εποχής της και την πρώτη αληθινή ντίβα, πρέπει να κοιτάξουμε πέρα από τον Ωνάση. Kι αυτό είναι και το θέμα του βιβλίου της Γκούντγουιν.
Μερικά από τα βιβλία της Ντέζι Γκούντγουιν: «Diva» (2024, Aria), «Victoria» (2016, St. Martin’s Press), «Silver River» (2007, Fourth Estate), «The Nation’s Favourite: Love Poems» (1997, BBC Digital).

