Το δημοφιλές Τριπλό Κοντσέρτο του Μπετόβεν και εισαγωγές από όπερες του Βάγκνερ περιελάμβανε το πρόγραμμα της Εθνικής Συμφωνικής Ορχήστρας της ΕΡΤ κατά τη συναυλία της στις 31 Οκτωβρίου στην αίθουσα «Χρήστος Δ. Λαμπράκης». Σολίστες στο Τριπλό ήταν οι μουσικοί του Τρίο «Ελ Γκρέκο», δηλαδή ο βιολονίστας Φαίδων Μηλιάδης, ο τσελίστας Αλέξης Καραϊσκάκης-Νάστος και η πιανίστρια Αλεξία Μουζά. Την ορχήστρα διηύθυνε ο Μιχάλης Οικονόμου.
Η βραδιά ξεκίνησε με τη σύνθεση «For 54» (2020) του Αλέξιου Πορφυριάδη. Κατά τον συνθέτη το έργο «στηρίζεται στην ανάπτυξη και μεταμόρφωση μιας βασικής ιδέας, η οποία περιλαμβάνει νότες όσο και θορύβους […] Περισσότερο έχει τον χαρακτήρα μιας σύνθεσης που βρίσκεται σε συνεχή ροή, η οποία με αργό και σταθερό τρόπο μεταμορφώνει συνεχώς το μουσικό υλικό σε κάτι διαφορετικό». Τη σύνθεση αποτελούσαν, πράγματι, σύντομα παρεμφερή διαδοχικά επεισόδια μιας μουσικής γλώσσας με ρίζες στον μεταπολεμικό μουσικό μοντερνισμό, οργανωμένα σε γραμμική ακολουθία που θα μπορούσε να συνεχίζεται παραλλασσόμενη στο διηνεκές. Ηταν η παρουσίαση του ακροάματος μιας έρευνας μάλλον, παρά μία μουσική σύνθεση που είχε ως στόχο την επικοινωνία με το κοινό.
Το «Τριπλό» του Μπετόβεν είναι έργο πολύ ιδιαίτερο καθώς η ισορροπία ανάμεσα σε βιολί, τσέλο και πιάνο αλλά και ανάμεσα στα τρία όργανα και την ορχήστρα είναι αρκετά εύθραυστη. Παρά τις διαφορετικές ιδιοσυγκρασίες τους, οι τρεις σολίστες συνεργάστηκαν καλά και η μεταξύ τους συνομιλία υπήρξε ζωηρή. Ο Μπετόβεν μοιάζει να δείχνει μικρή προτίμηση στο τσέλο, στο οποίο, μεταξύ άλλων, προσφέρει το βασικό θέμα του δεύτερου μέρους.
Εργο πολύ ιδιαίτερο, το «Τριπλό» ξεχωρίζει για την εύθραυστη ισορροπία ανάμεσα στα μουσικά όργανα.
Ο Καραϊσκάκης-Νάστος ανταποκρίθηκε σε αυτό, όπως και συνολικά στο έργο, με μία ιδιαίτερα ποιητική ερμηνεία. Διαμόρφωσε με μεγάλη εκφραστικότητα τη μελωδία αλλά και κάθε μουσική φράση ξεχωριστά. Η λεπτομερής φροντίδα για την αυξομείωση της δυναμικής κατά την έναρξη, το μέσον και την κατάληξη κάθε φράσης και η ταυτόχρονη αναπροσαρμογή της ταχύτητας έκαναν τη μουσική να πάλλεται και να εκτυλίσσεται με έναν τρόπο που έμοιαζε αυτονόητος. Εξίσου ευαίσθητη, αλλά με έμφαση στον λυρισμό ήταν η ερμηνεία του Μηλιάδη, ενώ η δυναμική συμβολή της Μουζά εκτιμήθηκε ιδιαίτερα στα ρυθμικά στοιχεία του τρίτου μέρους.
Οι «Αρχιτραγουδιστές»
Στη συνέχεια ο Οικονόμου διηύθυνε τις Εισαγωγές από τους «Αρχιτραγουδιστές της Νυρεμβέργης», από τον «Ριέντσι» και από τον «Τάνχοϊζερ». Η μουσική δίνει την ευκαιρία σε πολλές από τις ομάδες μιας μεγάλης συμφωνικής ορχήστρας να διακριθούν ή να εκτεθούν. Απαιτείται συντονισμός και πειθαρχία προκειμένου να ελεγχθεί η ένταση του ήχου των χάλκινων, ώστε ειδικά στους «Αρχιτραγουδιστές» και στον «Ριέντσι» να περιοριστεί ο στόμφος, στον οποίο μπορεί να οδηγήσει ο ενθουσιασμός. Ζητείται, ακόμα, ακρίβεια από τα έγχορδα, ειδικότερα προκειμένου να υποστηριχτεί ο τρόπος με τον οποίο ο Βάγκνερ αξιοποιεί τα βιολιά στον «Τάνχοϊζερ». Ετσι, συνολικά, η μουσική ακούστηκε μεν καλά, αλλά δεν αποφεύχθηκαν τα στερεότυπα που την συνοδεύουν, κυρίως επειδή δεν υπήρχαν οι απαραίτητες εκλεπτύνσεις που θα βοηθούσαν ώστε αυτά να αποφευχθούν.

