ΔΗΜΗΤΡΑ ΓΚΕΦΟΥ-ΜΑΔΙΑΝΟΥ
Πολιτικές της ηθικής στην ανθρωπολογία. Κριτικές γενεαλογίες των κωδίκων δεοντολογίας
εκδ. Πατάκη, 2024, σελ. 368
Η κοινωνική ανθρωπολογία, η νεότερη των Επιστημών του Ανθρώπου, όπως λέμε, στον ενάμιση αιώνα ζωής της έχει αλλάξει πολλές μορφές. Η εντυπωσιακότερη τέτοια αλλαγή ήταν η αυτοαναστοχαστική στροφή που έλαβε από τη δεκαετία τού ’70 και ύστερα, σαν συνέπεια πολλών παραγόντων: της εκτεταμένης αποαποικιοποίησης που προηγήθηκε, η οποία δυσκόλεψε την εργασία πολλών ανθρωπολόγων που έως τότε κινούνταν με άνεση κατά μήκος των αποικιακών δικτύων· της απότομης μείωσης προγραμμάτων και επιχορηγήσεων καθώς, για τον ίδιο λόγο, μειώθηκε κατακόρυφα η χρησιμότητά της σε κυβερνήσεις και χρηματοδοτικά ιδρύματα· και ακόμα, των κριτικών φωνών που εγέρθηκαν από τη δεκαετία τού ’60 στο εσωτερικό της, οι οποίες για πρώτη φορά προβληματοποίησαν τον πολιτικό της ρόλο στο πλαίσιο της ραγδαίας ριζοσπαστικοποίησης εκείνης της περιόδου.
Οι «σκελετοί στην ντουλάπα» αφορούν την ανάληψη μυστικών αποστολών σε καιρούς πολέμου, τη διείσδυση κατασκόπων στο επιστημονικό προσωπικό και παρόμοιες «εξυπηρετήσεις».
Μέσα από αυτή τη στροφή κι από τέτοιες κριτικές ήρθε στο φως η «πίσω όψη» της κοινωνικής ανθρωπολογίας: η αθέμιτη κατά καιρούς συνεργία της με κυβερνήσεις, αποικιακές και μητροπολιτικές, η ανάληψη μυστικών «πατριωτικών» αποστολών σε καιρούς πολέμου, η διείσδυση κατασκόπων στο επιστημονικό της προσωπικό και οι κάθε είδους «εξυπηρετήσεις» σε όργανα και θεσμούς ξένους προς τον σκοπό της. Οπωσδήποτε δεν ενοχοποιείται όλη η ανθρωπολογία για τέτοιες πρακτικές (απεναντίας, πολλοί έντιμοι κοινωνικοί ανθρωπολόγοι όρθωσαν με προσωπικό κόστος την καταγγελία τους), ούτε είναι η μόνη επιστήμη στην οποία συμβαίνουν αυτά – κάθε άλλο (τι να πει κανείς για την ψυχιατρική, τη βιοϊατρική γενικότερα, και όλο το φάσμα των τεχνοεπιστημονικών καινοτομιών κι εφαρμογών που οδηγούνται από το στρατιωτικοβιομηχανικό πλέγμα;)…

Η κοινωνική ανθρωπολογία έχει μάλιστα το ελαφρυντικό πως θεματοποίησε στον ίδιον τον κορμό της αυτή την ερωτηματοθεσία για τον ρόλο της, ότι έστρεψε τον φακό τής μελέτης της στις διαδικασίες παραγωγής της ανθρωπολογικής «γνώσης»· και το έργο αυτό της Δήμητρας Μαδιανού είναι το πιο αδιάψευστο τεκμήριο αυτοκριτικής οξύτητας που είναι σε θέση ακόμα να παράγει η κοινωνική ανθρωπολογία.
Η Δημήτρα Γκέφου-Μαδιανού είναι μια μεγάλη δασκάλα της κοινωνικής ανθρωπολογίας, πρωτεργάτρια στην εδραίωση των ανθρωπολογικών σπουδών στην Ελλάδα. Οργανώτρια και ψυχή του Τμήματος Κοινωνικής Ανθρωπολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, έχει γράψει σημαντικά προπαιδευτικά και ιστορικά έργα στον κλάδο, διευθύνει μια μακρόβια ανθρωπολογική σειρά, τους «Ανθρωπολογικούς Ορίζοντες», αρχικά στα Ελληνικά Γράμματα και στη συνέχεια στις εκδόσεις Πατάκη που αναδεικνύει κυρίως το έργο Ελληνίδων κι Ελλήνων ανθρωπολόγων, και παραμένει δραστήρια μέχρις αυτή τη στιγμή στη διδασκαλία και την έρευνα. Το τελευταίο τούτο βιβλίο της αντιπροσωπεύει μια ρηξικέλευθη τομή –σπουδαιότερη πιθανώς κι απ’ όσο αφήνει να διαφανεί ο τίτλος του– που ανατέμνει μιαν άκρως ανησυχητική συνθήκη: τη διαχρονική εμπλοκή της κοινωνικής ανθρωπολογίας, κυρίως της αμερικανικής και της βρετανικής, στα δίχτυα της πολιτικής εξουσίας.
Είναι δυστύχημα που δεν έχω εδώ τον χώρο να εκθέσω τους εκτεταμένους φακέλους τους οποίους ανοίγει η συγγραφέας σε μια σειρά επεισοδίων-σκανδάλων που συντάραξαν την ανθρωπολογική κοινότητα από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο μέχρι τις ημέρες μας – αλλ’ αυτό είναι που κάνει αναντικατάστατη την ανάγνωση του βιβλίου. Ας πω μόνο ότι, μέσ’ από μια σειρά γεγονότων-«σταθμών», όπως η ίδια τα αποκαλεί (από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, τον Πόλεμο του Βιετνάμ, τις αμερικανικές εισβολές στο Ιράκ και Αφγανιστάν, και όχι μόνο) δείχνει ότι τέτοια επεισόδια δεν είναι διόλου εξαιρέσεις αλλά δείκτες ενός απεγνωσμένου αγώνα στο εσωτερικό του κλάδου να διατηρήσει την ανεξαρτησία του, αγώνα εξαρχής υπονομευμένου από τις αναπόφευκτες εξαρτήσεις των επαγγελματιών του από μια Λερναία Υδρα κρατικών και εταιρικών, αποικιοκρατικών παλαιότερα και ιμπεριαλιστικών σήμερα, συμφερόντων.
Μία από τις οξυδερκέστερες υποδείξεις του βιβλίου είναι η αλλαγή λειτουργίας των «κωδίκων δεοντολογίας» που θέσπισαν οι ανθρωπολογικές εταιρείες για να προστατεύσουν αυτήν ακριβώς την εύθραυστη ανεξαρτησία των μελών τους. Η συγγραφέας παρακολουθεί εκ του σύνεγγυς τη δημιουργία τέτοιων κωδίκων από τη δεκαετία του ’40 μέχρι σήμερα και τον βαθμιαίο μετασχηματισμό του περιεχομένου τους – κάνοντας αυτή την αφήγηση «οδηγό», κατά κάποιον τρόπο, για την ίδια τη θεσμική ιστορία της κοινωνικής ανθρωπολογίας. Δείχνει ιδιαίτερα πώς, από το «προοδευτικότερο» τέτοιο σώμα κανονισμών, που συστάθηκε ακριβώς στις αρχές της δεκαετίας του ’70, φτάνουμε σήμερα σε οιονεί νομικά έγγραφα «πιστοποίησης και ελέγχου» που αποσκοπούν κυρίως στη διασφάλιση των νέων εργοδοτικών συμφερόντων (ιδιωτικών ή «δημόσιων», καθώς και τα ίδια τα πανεπιστήμια γίνονται προσαρτήματα της αγοράς).

