Toν Γάλλο ιστορικό Πατρίκ Μπουσερόν τον είχαμε γνωρίσει στην Ελλάδα από το βιβλίο «Τι μπορεί να κάνει η Ιστορία. Εναρκτήριο μάθημα στο College de France» (μτφρ.: Γιάννης Μπαλαμπανίδης, εκδ. Πόλις, 2017). Δύο χρόνια μετά ακολούθησε, πάλι από τις εκδόσεις Πόλις, το «Λεονάρντο και Μακιαβέλι» (μτφρ.: Ρίκα Μπενβενίστε), ενώ το 2002 ακολούθησε, αυτή τη φορά από τις εκδόσεις Πατάκη, το «Η τέχνη τού να διδάσκεις στους ανθρώπους τι πρέπει να φοβούνται» (μτφρ.: Μηνάς Πατεράκης – Γαρέφης). Σε λίγες ημέρες αναμένεται ένα ακόμη βιβλίο του, ξανά από τις εκδόσεις Πόλις, με τίτλο: «Τα ραντεβού της Ιστορίας. Δέκα τρόποι δημιουργίας γεγονότων» (μτφρ.: Γιώργος Καράμπελας).
Γεννημένος στο Παρίσι το 1965, είναι απόφοιτος της Ecole normale superieure, agrege και διδάκτωρ της Ιστορίας, καθηγητής της Μεσαιωνικής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Paris I (Pantheon-Sorbonne). Το 2015 εξελέγη καθηγητής στο College de France και έχει ασχοληθεί ιδιαίτερα με την ιστορία της μεσαιωνικής Ιταλίας, αλλά και με την ιστοριογραφία.
Τα «Ραντεβού της Iστορίας» είναι ένα πολύ ιδιαίτερο και εξόχως ερεθιστικό απάνθισμα στοχασμών και παρατηρήσεων πάνω στην έννοια του «ιστορικού γεγονότος», που όμως ξεκίνησε ως σειρά ντοκιμαντέρ. Ο ίδιος γράφει στην εισαγωγή ότι «μέσα από αυτές τις σύντομες αφηγήσεις γεγονότων του παρελθόντος, επιδιώκουμε να διηγηθούμε τον κόσμο στο παρόν». Αρα αυτό που τον απασχολεί δεν είναι η στροφή στο παρελθόν αλλά οι γέφυρές του με το παρόν.
Προδημοσίευση από το βιβλίο «Τα ραντεβού της Ιστορίας. Δέκα τρόποι δημιουργίας γεγονότων», του Πατρίκ Μπουσερόν.
Σήμερα η «Κ» προδημοσιεύει αποσπάσματα από το κεφάλαιο «Η Ιστορία ιδωμένη από τον ουρανό: 29 Μαΐου 1453, “πτώση” της Κωνσταντινούπολης».
ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ
Τι ακριβώς πέφτει το 1453; Ενα μεγάλο όνομα, λαμπερό και ηχηρό, που διαρρηγνύει το χρονοδιάγραμμα της ιστορίας: η Κωνσταντινούπολη, της οποίας η άλωση, λένε, σήμανε το τέλος της μεσαιωνικής χιλιετίας, ωθώντας τη Δύση στη μοιραία κατηφόρα που την οδηγεί, με την ίδια ορμή, προς τον Νέο Κόσμο και τους Νέους Χρόνους. Μάλλον, όμως, έτσι βλέπουμε τα πράγματα κάπως αφ’ υψηλού. Κι αν γειώναμε την αφήγηση; Αναζητώντας τα ίχνη αυτής της ιστορίας στο έδαφος, βλέποντας τις αναδιατάξεις της από την τουρκική μνήμη, αποκαθιστούμε παραδόξως τη θεώρηση άλλων νικητών. Προσμετρούμε επίσης την ισχύ του συμβάντος: τι επέρχεται, τι μεταμορφώνεται, τι γίνεται εφεξής αδύνατο με αυτό. Πολιτισμοί, περίοδοι, οιωνοί: η μεγάλη ιστορία. 29 Μαΐου 1453, πτώση της Κωνσταντινούπολης. Το μαθαίνουμε στο σχολείο – αλλά σίγουρα με τρόπο διαφορετικό στην Ιστανμπούλ, στην Αθήνα ή το Παρίσι. Μαθαίνουμε ότι εκείνη τη μέρα η γηραιά Βυζαντινή Αυτοκρατορία, που ήταν κάτι σαν ο εξαντλημένος κληρονόμος της παλιάς Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, το τελευταίο ανατολικό κατάλοιπο ενός αποσυντεθειμένου μεγάλου σώματος, κατέρρευσε κάτω από τα πλήγματα μιας νέας δύναμης η οποία κράδαινε το λάβαρο του Ισλάμ: της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η προαναγγελθείσα καταστροφή συνέβη σε αυτό το κομβικό σημείο, στα Στενά του Βοσπόρου, που σηματοδοτούν το ανατολικό όριο ανάμεσα στην ευρωπαϊκή και την ασιατική ήπειρο.
Και μαθαίνουμε επίσης ότι το τερατώδες αυτό συμβάν χώρισε τον χρόνο στα δύο, βάζοντας τέλος στα χίλια χρόνια του Μεσαίωνα. Η χρονολογία του 1453 συνθέτει με το 476 μια πολύ δελεαστική συμμετρία. 476, πτώση της δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, που επιβιώνει πια μόνο στη δεύτερη Ρώμη, την Κωνσταντινούπολη, η οποία πέφτει, με τη σειρά της, το 1453. Ο Μεσαίωνας, λοιπόν, δεν είναι παρά ο μακρύς επιθανάτιος ρόγχος της Ρώμης, μέχρι που η διχοτόμηση Ανατολής και Δύσης δίνει τη θέση της σε μια τριχοτόμηση, με την έλευση του Ισλάμ.
Η πτώση του Βυζαντίου και η άνοδος της «Τρίτης Ρώμης»
Η εξάλειψη του βυζαντινού καταλοίπου, που λειτουργούσε ως παραπέτασμα ανάμεσα στους Δυτικούς και τους Οθωμανούς, αφήνει πλέον τους αντιμαχόμενους πρόσωπο με πρόσωπο και όλη η Ευρώπη γίνεται το θέατρο της αντιπαράθεσής τους, μέχρι την έλευση των εθνικισμών που οδηγούν τελικά στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η πτώση του Βυζαντίου αφήνει το πεδίο ελεύθερο για την άνοδο μιας ορθόδοξης Ρωσίας που αξιώνει να γίνει ο διάδοχός του, με τη Μόσχα να διεκδικεί τη θέση της «Τρίτης Ρώμης». Η Δύση αναγκάζεται να αναπροσανατολίσει τις βλέψεις της προς τον Ατλαντικό, επισπεύδοντας έτσι την έλευση των Νέων Χρόνων. Αφηγούμενοι την ιστορία με αυτόν τον τρόπο, είναι σαν να τη βλέπουμε από τον ουρανό, σε δυσθεώρητα ύψη όπου οι αυτοκρατορίες παίρνουν την αναλλοίωτη μορφή των πολιτισμών και οι ιστορικοί χρόνοι αποκτούν το σταθερό περίγραμμα των περιόδων. Είναι μια ιστορία με κεφαλαία, όπου επενεργούν μεγάλες γενικότητες που προκαλούν στη φαντασία ισχυρές συγκινήσεις, επειδή μπορούν πάντα να αναδιαταχθούν από τις ιδεολογίες και τις εθνικές μνήμες σε μεγάλες ιδρυτικές αφηγήσεις. Αυτό που δεν βλέπουμε από τέτοια απόσταση είναι το ίδιο το συμβάν στην απτή του βία, στην ανθρώπινη αβεβαιότητά του, στην ιστορική του ισχύ. Η χρονολογία 1453 γίνεται ένα άδειο κέλυφος, όπου τα γεγονότα εξαφανίζονται σε έναν μεγάλο στρόβιλο προγενέστερων ή μεταγενέστερων εξελίξεων. Δεν είναι πια παρά ένα βολικό και κούφιο όνομα, που δηλώνει μια ιστορία υπερβολικά μεγάλη γι’ αυτό.
Και καθώς μιλάμε για λέξεις, ας ξαναπούμε αυτήν που έχουμε πάψει να την ακούμε, γιατί τη χρησιμοποιούμε χωρίς να την πολυσκεφτόμαστε: «πτώση» της Κωνσταντινούπολης. Πέφτουμε πάντα από εκεί που στεκόμαστε και από το ίδιο μας το βάρος.
Η έκφραση δεν δηλώνει μόνο την άλωση μιας πόλης έπειτα από μακρά πολιορκία, αλλά το προβλέψιμο τέλος μιας αμείλικτης παρακμής. Στις 29 Μαΐου 1453 πολιορκητές και πολιορκημένοι είχαν τα μάτια στραμμένα στον ουρανό. Διότι στον ουρανό, όπου τα προμηνύματα μαζεύονταν για καιρό, είχε σφραγιστεί το πεπρωμένο της Κωνσταντινούπολης. Επειδή η εικόνα της πόλης αμφιταλαντευόταν μεταξύ Ιερουσαλήμ και Βαβυλώνας, είχε γίνει αντικείμενο μιας προφητικής γραμματείας που προέβλεπε την πτώση της και έβρισκε στο αστικό της τοπίο τους οιωνούς της αναπόφευκτης ερήμωσής της. Και ήταν όλοι πεπεισμένοι: το τέλος του Βυζαντίου θα έφερνε το τέλος του κόσμου. Ή τουλάχιστον το τέλος αυτού του κόσμου, σκέφτονταν οι Οθωμανοί πολιορκητές, που άκουγαν κι εκείνοι τους χρησμούς.
Τι είναι η Κωνσταντινούπολη το 1453; Αν οφείλει να λαμβάνει υπόψη της τη δύναμη των φαντασιακών, η ιστορία δεν μπορεί να λέγεται από τόσο ψηλά και από τόσο μακριά, γιατί ποτέ δεν είναι γραμμένη εκ των προτέρων, και κυρίως όχι στον ουρανό. Για να την ξαναφέρουμε στη γη, πρέπει λοιπόν να στήσουμε πρώτα το σκηνικό και να παρουσιάσουμε απλώς τους πρωταγωνιστές. Από τη μεγάλη μητρόπολη της ρωμαϊκής Ανατολής που ίδρυσε ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος το 324, η πόλη διατηρεί τον εντυπωσιακό μνημειακό της διάκοσμο, με ένα τμήμα του μεγάλου της ανακτόρου, τα κατάλοιπα του ιπποδρόμου της, τη βασιλική της, την Αγία Σοφία και τα πολυάριθμα αρχαία αγάλματά της. Επιπλέει τρόπον τινά μέσα στον περίβολό της των 1.450 εκταρίων, που χωρούσε 500.000 κατοίκους τον 6ο αιώνα. Χίλια χρόνια αργότερα η πόλη έχει κάπου δέκα φορές μικρότερο πληθυσμό. Αλλά γιατί μιλάμε για παρακμή; Με 50.000 κατοίκους το 1453, η Κωνσταντινούπολη είναι μία από τις μεγάλες μητροπόλεις της Μεσογείου, μεγαλύτερη από τη Ρώμη και τη Γένοβα – έναν από τους κυριότερους εμπορικούς εταίρους της, μαζί με τη Βενετία. Πόλη με κατοίκους καλλιεργημένους και πλούσιους, κοσμοπολίτες, αποτελεί μεγάλο οικονομικό σταυροδρόμι εμπορευμάτων και γνώσεων.
Από αυτήν την άποψη η έκφραση «βυζαντινός πολιτισμός» είναι παραπλανητική. Τον 15ο αιώνα, πάει πολύς καιρός πια που το Βυζάντιο και η λατινική Δύση δεν αποτελούν δύο χωριστούς κόσμους, δύο πολιτισμούς, που εξάλλου δεν ήταν ποτέ ερμητικά κλειστοί μεταξύ τους. Σε θρησκευτικό επίπεδο, η άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους σταυροφόρους το 1204 ολοκλήρωσε τη λειτουργική και εκκλησιολογική ρήξη που είχε ανοίξει με το μεγάλο Σχίσμα του 1054: η ορθόδοξη Εκκλησία δεν αναγνωρίζει την πρωτοκαθεδρία της Ρώμης· ωστόσο, από τη Σύνοδο της Φλωρεντίας, το 1439, προχωράει η υπόθεση της ένωσης της ελληνικής και της λατινικής Εκκλησίας. Η προσέγγιση αυτή είναι και πολιτισμική: η Ευρώπη του 15ου αιώνα διψά για ελληνικά.

