ΣΤΡΑΤΗΣ ΜΠΟΥΡΝΑΖΟΣ
Η ιστορία μιας ματαίωσης. Το CCF και ο Πολιτισμικός Ψυχρός Πόλεμος στην Ελλάδα (1950-1967)
εκδ. Αντίποδες, 2024, σελ. 512
Πώς θα μπορούσε να κερδηθεί ο Ψυχρός Πόλεμος, ένας πόλεμος για τον «νου και την καρδιά» της διεθνούς κοινής γνώμης; Και ποιοι θα μπορούσαν να είναι οι πιο αποτελεσματικοί μαχητές σε έναν τέτοιο πόλεμο; Αυτά τα ερωτήματα απασχόλησαν πολιτικές ηγεσίες, υπηρεσίες πληροφοριών και μηχανισμούς προπαγάνδας, σε Δύση και Ανατολή, για τέσσερις δεκαετίες. Τα μέσα που προκρίθηκαν ήταν ποικίλα και συχνά αμφιλεγόμενα. Μία από τις πιο τολμηρές απαντήσεις που δόθηκαν από την αμερικανική πλευρά αφορούσε την κινητοποίηση της CIA για τη δημιουργία, στα 1950, του Congress for Cultural Freedom (CCF – Κογκρέσο Πολιτισμικής Ελευθερίας), ενός δικτύου που είχε ισχυρή παρουσία σε μια σειρά χωρών της Ευρώπης, της Ασίας και της Λατινικής Αμερικής. Τη δράση αυτού του δικτύου ανασυγκροτεί η πρόσφατη μελέτη του ιστορικού Στρατή Μπουρνάζου, «Η ιστορία μιας ματαίωσης. Το CCF και ο Πολιτισμικός Ψυχρός Πόλεμος στην Ελλάδα (1950-1967)», από τις εκδόσεις Αντίποδες.
Ποιες απαντήσεις πρόσφερε, λοιπόν, στον παραπάνω προβληματισμό η συγκρότηση του CCF; Πρώτον, ότι η επιδιωκόμενη επίδραση θα ήταν μεγαλύτερη αν η δράση του εμφανιζόταν ως απολύτως αυτόνομη από το αμερικανικό κράτος και τις υπηρεσίες του, και αν οι πρωτοβουλίες των μελών του θωρακίζονταν από την κατηγορία της προπαγάνδας. Δεύτερον, ότι οι πλέον αποτελεσματικοί μαχητές έναντι της πρόκλησης του κομμουνισμού δεν θα προέρχονταν από τον χώρο του σκληροπυρηνικού αντικομμουνισμού, αλλά από τον φιλελεύθερο χώρο, ακόμα και από εκείνον της μη κομμουνιστικής Αριστεράς. To πρόσωπο του CCF δεν θα ήταν εκείνο ενός Μακάρθι, αλλά ενός συγγραφέα, όπως ο Αρθουρ Κέσλερ, ή ενός φιλοσόφου, όπως ο Ρεϊμόν Αρόν. Στο CCF στρατεύτηκαν, εντέλει, επιφανείς άνθρωποι από τον χώρο της διανόησης, της τέχνης και της επιστήμης, υπερασπιζόμενοι τη Δύση και την αξία της ελευθερίας έναντι της απειλής του ολοκληρωτισμού, που εκπροσωπούσε για εκείνους η κομμουνιστική ιδεολογία και το σοβιετικό καθεστώς.
Οι πιο αποτελεσματικοί μαχητές έναντι του κομμουνισμού θα προέρχονταν από τον φιλελεύθερο χώρο, ακόμα και από εκείνον της μη κομμουνιστικής Αριστεράς.
Η ανάγκη το CCF να θωρακιστεί από τη συσχέτισή του με την αμερικανική κυβέρνηση είχε ως αποτέλεσμα ένα μέρος της λειτουργίας του να καλύπτεται από μυστικότητα ακόμα και για πολλούς από τους συμμετέχοντες σε αυτό. Πού ξεκινάει, λοιπόν, και πού τελειώνει η αυτονομία των μελών του; Ποιος ήταν ο ρόλος των μυστικών υπηρεσιών σε αυτήν την κινητοποίηση για την υπεράσπιση της πνευματικής ελευθερίας, η οποία παρήγαγε μια αξιόλογη εκδοτική παραγωγή, προάγοντας τον φιλελεύθερο αντικομμουνισμό;
Στην Ελλάδα
Σε αυτό το σημείο, η ιστορική έρευνα είναι αντιμέτωπη με μια μεγάλη πρόκληση. Η πρόκληση γίνεται ακόμη μεγαλύτερη λόγω των σημαντικών κενών που χαρακτηρίζουν το διαθέσιμο αρχειακό υλικό. Στην περίπτωση μάλιστα της Ελλάδας, αυτά τα κενά, αλλά και η σιωπή γύρω από τη δράση του CCF, δημιουργούν ακόμη περισσότερες δυσκολίες. Εδώ ακριβώς, όμως, εντοπίζεται η συμβολή της δουλειάς του Στρατή Μπουρνάζου· στη συστηματικότητα, στην εντιμότητα, αλλά και στην ευρηματικότητα με την οποία αντιμετώπισε τις αρχειακές πηγές, και τις σιωπές τους, ενώνοντας ψηφίδες, ανακαλύπτοντας συνδέσεις και κατορθώνοντας, τελικά, να ανασυγκροτήσει την παρουσία του CCF στην Ελλάδα.
Το βιβλίο ρίχνει φως σε όσα πρόσωπα βρέθηκαν στον πυρήνα, αλλά και στην περιφέρεια, της προσπάθειας να αποκτήσει ερείσματα στη δημόσια σφαίρα ο φιλελεύθερος αντικομμουνισμός: από τον Μάικλ Τζόσελσον, τον ευφυή αξιωματούχο της CIA, ο οποίος συντόνιζε το εγχείρημα του CCF, και τον σοσιαλιστή Μανώλη Κόρακα, που επιθυμούσε διακαώς να είναι ο εκπρόσωπος του Δικτύου στην Ελλάδα, μέχρι τον πρωτοπόρο της διαφήμισης Μάνο Παυλίδη και τους πρωτεργάτες του περιοδικού «Εποχές». Μέσα από μια συναρπαστική αφήγηση, ο Μπουρνάζος τοποθετεί το CCF στο μετεμφυλιακό πολιτικό και κοινωνικό πλαίσιο και αναδεικνύει τα όρια που θέτει στην ανάπτυξή του η «καχεκτική δημοκρατία». Τα ελλείμματα στο επίπεδο του εκδημοκρατισμού και του πολιτισμικού εκσυγχρονισμού, και ο τρόπος με τον οποίο οι παρατάξεις του Κέντρου και της Αριστεράς τοποθετήθηκαν έναντι αυτών, δεν επέτρεψαν, εντέλει, στο εγχείρημα να αποκτήσει ηγεμονικό χαρακτήρα.
Παρότι οι σχεδιασμοί των εμπνευστών του δεν ευοδώθηκαν, η ελληνική διαδρομή του CCF συνιστά ένα σημαντικό κεφάλαιο του Πολιτισμικού Ψυχρού Πολέμου. Μέσα από τις ποικίλες διασταυρώσεις της εθνικής, διεθνούς και διεθνικής Ιστορίας, όπως φωτίζονται στη μελέτη του Μπουρνάζου, ο Ψυχρός Πόλεμος υπερβαίνει την περιοριστική θεώρησή του ως μιας σύγκρουσης δύο υπερδυνάμεων και αποκαλύπτεται ως μια εμπειρία η οποία επηρέασε βαθιά την κοινωνία και την πολιτική σε όλες τις εμπλεκόμενες χώρες.
*Η κ. Τζένη Λαλιούτη είναι επίκουρη καθηγήτρια Ευρωπαϊκής Ιστορίας, Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης, ΕΚΠΑ.

