Λος Αντζελες, 4 Αυγούστου του 1962. Η μέρα που πεθαίνει η Μέριλιν Μονρόε. Είναι δολοφονία; Εχει σχέση με τους Κένεντι; Την ίδια στιγμή, μια σταρλετίτσα β΄ κατηγορίας πέφτει θύμα απαγωγής. Η Αστυνομία του Λ.Α. μπαίνει δυναμικά στο παιχνίδι. Αυτός είναι ο τρελός κόσμος του Τζέιμς Ελροϊ στο μυθιστόρημά του «Οι γητευτές» που κυκλοφορεί σε λίγες ημέρες από τις εκδόσεις Κλειδάριθμος. σε μετάφραση του Αντώνη Καλοκύρη. Η «Κ» προδημοσιεύει σήμερα ένα απόσπασμα.
ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ
Ο Χόφα τίναξε ψίχουλα από το παντελόνι του. «Ο Τζακ Κ. πηδάει τη Μέριλιν Μονρόε και τώρα πια την έχει πασάρει στο μικρό του αδερφό. Η πληροφορία είναι διασταυρωμένη, αλλά δεν μπορώ ν’ αποκαλύψω την πηγή. Θέλω να φτιάξεις ένα φάκελο με βρόμα για τη Μονρόε, τον Τζακ και τον Μπόμπι, και όποια άλλα άσχετα μουνιά κουτουπώνουν αυτοί οι μαλάκες, και εννοείται όση βρόμα καταφέρεις να βρεις για την ίδια τη μις Μέριλιν Μονρόε, γνωστή στους κύκλους του Χόλιγουντ ως Πόρνη της Βαβυλώνας».
Ματ. Φλος ρουαγιάλ. Λεφτόδεντρο. Τζάκποτ.
«Θέλεις δουλειά πλήρους ωραρίου με κοριούς και παγίδευση τηλεφώνων. Πόστα παρακολούθησης, έλεγχο μετακινήσεων, αντίγραφα μαγνητοταινιών και απομαγνητοφωνήσεις, συνοπτικές αναφορές, φυσική παρακολούθηση της Μονρόε και των υπόλοιπων βασικών, και θέλεις όλες αυτές τις μαλακίες είκοσι τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο, και ξέρεις πολύ καλά ότι θα σου κοστίσουν ένα σκασμό λεφτά».

Ο Χόφα έκανε χρρουμφ. «Είσαι ένας καμηλιέρης και βλέπεις την ευκαιρία να μαδήσεις τον Τζέιμς Ριντλ Χόφα χωρίς ενδοιασμούς».
Εγειρα μπροστά. Ο Χόφα μαζεύτηκε. Αρχισα να μετράω, μπαμ.
«Εγώ. Οι τρεις δικοί μου για τα καθημερινά. Ο Μπέρνι Σπίντελ για την εγκατάσταση. Εκατό χιλιάρικα για τη δουλειά – περισσότερα, αν τραβήξει μετά το καλοκαίρι. Καλύπτεις τους μισθούς και όλα τα λειτουργικά έξοδα. Δεσμεύεσαι για εγγυήσεις αποφυλάκισης και δικηγόρους, αν φτάσουμε ως εκεί. Η δουλειά που ζητάς είναι παράτολμη, και ήρθες στο μόνο άνθρωπο που μπορεί να την κάνει».
Ο Χόφα τέντωσε τα χέρια του μπροστά κι έξυσε τ’ αρχίδια του. Ο Χόφα καθάρισε το λαιμό του και τίναξε χνούδια απ’ το σακάκι του.
«Εντάξει. Είμαι σίγουρος ότι για τα λιβανέζικα δεδομένα σου πρόκειται για τιμή ευκαιρίας».
Είπα: «Θα σου στέλνω ενημερωμένες μαγνητοταινίες από τους κοριούς μια φορά τη βδομάδα, μαζί με δακτυλογραφημένες απομαγνητοφωνήσεις. Θα σου στέλνω συνοπτικές αναφορές με το τηλέτυπο κάθε δεύτερη βδομάδα. Θα–»
Ο Χόφα μ’ έκοψε. «Η τσούλα η Μονρόε μόλις αγόρασε σπίτι στο Μπρέντγουντ. Θέλω παντού κοριούς, ντελούξ. Ο Τζακ και ο Μπόμπι κλείνουν τα ερωτικά τους ραντεβού στο σπίτι του Πίτερ Λόφορντ στην Πασίφικ Κοστ Χαϊγουέι. Θέλω κι εκεί κοριούς. Ο Λόφορντ είναι παντρεμένος με μία απ’ τις αδερφές Κένεντι, ξεχνάω ποια…».
«Την Πατ», είπα. «Πατ τη λένε».
Ο Χόφα καθάρισε ένα λεκέ από τη γραβάτα του. Ο Χόφα έσφιξε τη ζώνη του κι έτριψε το χρυσό ρολόι του να γυαλίσει.
«Θέλω όλη τη βρομιά, Φρέντι. Θέλω προστυχιές με το κιλό, με ιδιαίτερη έμφαση στο σεξ».
[…]
Πήγα με το αμάξι μέχρι την παραλία. Το κτήμα των Λόφορντ έφτανε ως την άμμο. Βρισκόταν στο όριο ανάμεσα στην πόλη του Λος Αντζελες και στο Μαλιμπού. Στην άλλη πλευρά του δρόμου υψωνόταν ένας τεράστιος βράχος. Μποέμικα εξοχικά συνωστίζονταν πίσω από έναν ασφαλτοστρωμένο παράδρομο που οδηγούσε εκεί. Πρόσφεραν θέα στο κτήμα από ψηλά, πάνω από την Πασίφικ Κοστ Χαϊγουέι. Με άλλα λόγια, ιδανικό σημείο για μπανιστήρι.
Ο παράδρομος με οδήγησε ψηλά. Από κάτω μου, οχήματα γκάζωναν προς Βορρά και Νότο. Οι ήχοι του αυτοκινητόδρομου πνίγουν στα παράσιτα τη λήψη απ’ τους κοριούς. Η φασαρία της ΠΚΧ, χειρότερη από ποτέ.
Βγήκα από τ’ αμάξι και έγειρα στο προστατευτικό κιγκλίδωμα. Βίδωσα ένα φακό ζουμ στη Rolleiflex και κιάλαρα το σπίτι. Ενα μεγάλο ράντσο. Οι πρόσθετες πτέρυγες είχαν καταστρέψει τις γραμμές του κτιρίου, κάνοντας μαντάρα το σύνολο.
Το σπίτι ήταν τεράστιο. Εξακόσια πενήντα τετραγωνικά. Διώροφο. Πρώτης τάξης παραθαλάσσιο τσαρδί. Ζούμαρα και φωτογράφισα πόρτες, παράθυρα, γεισώματα. Είμαι ξεσκολισμένος ματάκιας/διαρρήκτης. Ολες οι δουλειές με κοριούς ξεκινούν με μια διάρρηξη.
Λιθόστρωτα μονοπάτια εκατέρωθεν του σπιτιού, βόρεια και νότια. Κατέληγαν στην πισίνα με θέα τη θάλασσα κι ένα χώρο διαμορφωμένο για άραγμα. Φωτογράφισα μια πόρτα στη βόρεια πλευρά. Η Πατ μπούκαρε στο φακό μου.
Φορούσε μαντράς φόρεμα με κουμπιά και γδαρμένα δίχρωμα σκαρπίνια. Συν γυαλιά με σκελετό από ταρταρούγα και αντρικό Rolex. Η πραγματική κάμερα συναντά την Ανθρώπινη Κάμερα. Σχεδόν δεκαεφτά χρόνια πριν. Είμαι είκοσι τριών, η Πατ είκοσι ενός. Η λεωφόρος Χόλιγουντ έχει πάρει φωτιά.
Οι Ιάπωνες έχουν κατεβάσει το διακόπτη. Αγνωστοι φιλιούνται στο δρόμο. Κοζάρω την Πατ, η Πατ με κοζάρει, τα εγκεφαλικά μας κύματα μπλέκονται. Το φιλί παρατείνεται. Ενας περιπλανώμενος φωτογράφος τραβάει την πόζα και σφραγίζει την ιστορία. Του δίνω δέκα δολάρια και του εξηγώ το λόγο. Στείλε δύο αντίτυπα στην Ακαδημία της Αστυνομίας του Λος Αντζελες. Θα είμαι εκεί σε τρεις βδομάδες.
Η Πατ μ’ άρπαξε και με φίλησε ξανά. Είχαμε τρελή τηλεπάθεια. Πήγαμε στο Χόλιγουντ Πλάζα και κλείσαμε δωμάτιο.
Εκείνη η νύχτα ήταν. Εκείνη η νύχτα και πάπαλα. Στέλνουμε ο ένας στον άλλο χριστουγεννιάτικες κάρτες, απ’ το ’45 μέχρι σήμερα.

