«Φελλάχες γλυκές» σε 78 στροφές

Η εισβολή του εξωτισμού και της λάγνας Ανατολής και η διαμόρφωση ενός νέου μουσικού είδους στην ελληνική δισκογραφία

6' 1" χρόνος ανάγνωσης

Μισιρλού, Κάρμεν, Ζεχρά, Φελάχες, Ζαΐρα, Μαντουμπάλα, Τζεμιλέ, Ζιγκουάλα, Γκιουζελίμ, Λεϊλά, Αϊσέ… Ηδη από τη δεκαετία του 1920 έως και εκείνες του 1960 και του 1970 ξενικά ονόματα βρίσκονται στα χείλη της ελληνικής κοινωνίας μέσα από τραγούδια που περιγράφουν χαρέμια, πασάδες, κάστρα και μαχαραγιάδες. Ορισμένα από αυτά τα τραγούδια έχουν μετοικήσει στο συλλογικό ασυνείδητο των Ελλήνων, υποστηρίζει ο Γιώργου Ευαγγέλου, μουσικός, μουσικολόγος, μεταδιδακτορικός ερευνητής στο Τμήμα Μουσικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, ο οποίος καταπιάνεται με τον εξωτισμό στα ελληνικά τραγούδια. Και είναι πραγματικά ενδιαφέρουσα η μελέτη του με τίτλο «Ο εξωτισμός στην ελληνική δισκογραφία: Μαγικές ζωγραφιές στις 78 στροφές», που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Fagotto Books φωτίζοντας αυτό το κεφάλαιο της δισκογραφίας.  

Μια μελέτη του μουσικού, μουσικολόγου και ερευνητή Γιώργου Ευαγγέλου για την αποτύπωση της ηδυπαθούς Aνατολής στους στίχους και στις μελωδίες.

Αν πιστεύουμε ότι η παλαιότερη αναφορά εξωτισμού είναι η Μισιρλού, που πρωτοπαίχθηκε το 1927 στην Αθήνα από την κομπανία του Δημήτρη Πατρινού, η οπερέτα «Ασπρη Τρίχα» του Διονύσιου Λαυράγκα με κεντρικό πρόσωπο έναν μαχαραγιά μαρτυρά ότι ο οριενταλισμός υπάρχει από το 1914. Ενώ το πρώτο τραγούδι με στοιχεία εξωτισμού εντοπίζεται το 1906. Μισό αιώνα αργότερα, το 1956, η δισκογραφία έχει πολλά δείγματα εξωτισμού, όπως το λαϊκό οριεντάλ, το οποίο, όπως υπογραμμίζει ο συγγραφέας, «δεν είναι απλώς ένα ιδιαίτερο ρεύμα στο λαϊκό τραγούδι, αλλά κυρίαρχη αισθητική που δεν υποχωρεί κατά τις δεκαετίες που ακολουθούν». 

«Φελλάχες γλυκές» σε 78 στροφές-1
Ο (Κωνσταντινουπολίτης) Γιώργος Μητσάκης έγραψε για «Μια φελλάχα στο τζαμί».

Ποιοι είναι οι συνθέτες που αναδεικνύουν στα τραγούδια τους ένα εξωτικό περιβάλλον; «Αναμφίβολα ο Βασίλης Τσιτσάνης είναι ο κορυφαίος πρωτεργάτης. Οχι απλώς έφερε τέτοια δείγματα στο λαϊκό τραγούδι το 1946-47 με τις “Αραπίνες”, αλλά κάνει μόδα τον εξωτισμό και τα οριεντάλ τραγούδια, και τον ακολούθησαν οι Γιάννης Παπαϊωάννου, Απόστολος Χατζηχρήστος, Απόστολος Καλδάρας, Τόλης Χάρμας, Μπάμπης Μπακάλης κ.ά.», λέει στην «Κ» ο Γιώργος Ευαγγέλου. Ο Βασίλης Τσιτσάνης το 1956 ηχογραφεί με την Καίτη Γκρέυ τις «Φελλάχες γλυκές» που είχαν τόση επιτυχία, ώστε έξι μήνες αργότερα ηχογραφήθηκε και με την Πόλυ Πάνου. «Στους στίχους του τραγουδιού μπορεί κανείς να εντοπίσει με ευκολία ένα πυκνό πλέγμα συμβολισμών και στερεοτύπων που αφορούν την Ανατολή: οι φελλάχες είναι πλάσματα με έντονο ερωτισμό, έχουν κορμιά σαν φωτιές, σκορπούν παντού τον πόθο και τα χείλη τους τον έρωτα κερνούνε. Η εμπειρία που βίωσε ο ηδονοθήρας αφηγητής ένα δείλι είναι οριακά μεταφυσική, οι φελλάχες είναι μαγικές ζωγραφιές και η ανάμνησή τους τον κάνει να νοσταλγεί τα τρελά φιλιά τους. Η μουσική του τραγουδιού έχει τα τυπικά στοιχεία του ηχητικού περιβάλλοντος του οριεντάλ: μπολερό και χιτζάζ», σημειώνει ο συγγραφέας.    

Φαντασιώσεις   

«Φελλάχες γλυκές» σε 78 στροφές-2
Η «Μουσμέ», του Γρηγόρη Κωνσταντινίδη, σε ρυθμό φοξ-μπλου .

Με το θέμα της αναπαράστασης της γυναίκας, όπως στο τραγούδι «κορμιά σαν φωτιές, αραπίνες τρελές» του Τσιτσάνη, ή το «Ζαΐρα, λάμπεις σαν αστέρι στην Αραπιά / μ’ άναψες φωτιά» σε στίχους Κ. Βίρβου, οι συνθέτες –όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά σε όλη την Ευρώπη– βρήκαν έναν τρόπο να εκφράσουν οποιονδήποτε ερωτισμό κι αν είχαν σε γυναίκες οι οποίες δεν ήταν οι δικές τους, λέει ο Γιώργος Ευαγγέλου και προσθέτει: «Είναι πιο εύκολο να μιλήσει κάποιος για τη γυμνή Ανατολίτισσα παρά για τη γυμνή σύζυγό του».    

Είναι σαφές ότι η γυναίκα αντιπροσωπεύει τη λαγνεία, την ικανοποίηση της φαντασίωσης. «Εχει αποκλειστικά και μόνο αυτόν τον ρόλο. Δεν θα αντιπαρατεθεί με μια κατάσταση, όπως αντιπαρατίθεται, π.χ., ο παρατηρητής που συχνά είναι ο ελευθερωτής. Η γυναίκα είναι σκεύος ηδονής. Προτεραιότητα αποτελεί η τέρψη του ανδρικού βλέμματος», επισημαίνει ο συγγραφέας.  

«Φελλάχες γλυκές» σε 78 στροφές-3
Η ετικέτα του δίσκου με τις εμβληματικές «Αραπίνες» του Βασίλη Τσιτσάνη, που ηχογραφήθηκε «συνοδεία λαϊκής ορχήστρας», υπό τη διεύθυνση του εξαιρετικού Σμυρνιού μουσικού Σπύρου Περιστέρη. 

Στο βιβλίο υπάρχουν πολλές πληροφορίες για τον αναγνώστη. Η παραγωγή, π.χ., εξωτικών τραγουδιών είναι μικρή από το 1906 που εντοπίζεται το πρώτο τραγούδι έως το 1922. Το νεοσύστατο κράτος προσπαθεί να ταυτιστεί με τη «φωτισμένη» Ευρώπη και να αφήσει τον ανατολίτικο εαυτό του, ειδικά στις μεσαίες και στις ανώτερες τάξεις. Ευρωπαϊκοί χοροί όπως ταγκό, βαλς, one step, fox και άλλοι κατακλύζουν από το 1870 και μετά θέατρα, χοροεσπερίδες, καφέ σαντάν… Στα ευρωπαϊκά εργοστάσια τυπώνονται δίσκοι για τους Ελληνες αστούς της εποχής με ελαφρά τραγούδια, οπερέτα, ενώ στα χαμηλά κοινωνικά στρώματα προτιμούν λαϊκά, δημοτικά και αμανέδες. Τα ιστορικά γεγονότα από το 1920 έως το 1930 θα αποτελέσουν, όπως σημειώνει, εύφορο έδαφος για τη διαμόρφωση ενός «συμπαγούς ελληνισμού».   

Ο κινηματογράφος και το μουσικό θέατρο μπαίνουν δυναμικά στη ζωή της μεγαλούπολης και από συνθέτες οι Σακελλαρίδης, Χατζηαποστόλου, Ριτσιάρδης, Γιαννίδης κ.ά. Η γερμανική κατοχή σταμάτησε τη δισκογραφική δραστηριότητα, όμως δίσκους τυπώνουν τα εργοστάσια στις ΗΠΑ. Από το 1946 έως το 1955 κυριαρχεί το λαϊκό οριεντάλ. Οι μουσικοχορευτικές μόδες του εξωτισμού είναι πια κυρίως λατινοαμερικανικής προέλευσης.   

Η «ινδοκρατία»   

«Φελλάχες γλυκές» σε 78 στροφές-4
O Θόδωρος Παπαδόπουλος πάντρεψε το αργεντίνικο ταγκό με κάποια «Τζεμιλέ».

Στα τέλη της δεκαετίας του 1950 έχουμε και την εισβολή της «ινδοκρατίας» στο λαϊκό. Η Μαντουμπάλα, η Ζιγκουάλα, η Μαγκάλα αγαπήθηκαν τρελά. Δεκάδες ινδροπρεπή τραγούδια με εξωτικό περιεχόμενο ηχογραφήθηκαν και εντέλει ενέδωσαν σε αυτά και οι συνθέτες που τα κατήγγειλαν ως «τουρκογύφτικα κατασκευάσματα», όπως ο Τσιτσάνης. «Πρόκειται για ένα από τα πιο ακραία και πιο απροσδόκητα συμπτώματα της βαθιάς διείσδυσης του εξωτισμού στις ελληνικές λαϊκές μουσικές», σημειώνει ο Γ. Ευαγγέλου. Κύριοι εκφραστές ο Στ. Καζαντζίδης και ο Μ. Αγγελόπουλος.     

Ο συγγραφέας, μουσικός ο ίδιος σε λαϊκές ορχήστρες αλλά και στους Nellcôteς, ένα συγκρότημα που καταπιάνεται με τον ηλεκτρικό ήχο, εντόπιζε τραγούδια με ομοιότητες στην αντίληψη περί Ανατολής. Μας μιλάει επίσης για το ρεύμα στο ελαφρό θέατρο ήδη από τον Μεσοπόλεμο που έχουμε αναπαραστάσεις σε επιθεωρήσεις και οπερέτες με θεματολογία από τόπους εξωτικούς.  

«Φελλάχες γλυκές» σε 78 στροφές-5
Η Σοφία Βέμπο τραγούδησε για τη «Σαμπιχά», σε μουσική Μιχάλη Σουγιούλ.

Τονίζει ακόμη ότι υπάρχουν δύο επίπεδα στην αποτύπωση της σχέσης των Ελλήνων με τον κόσμο της Ανατολής. Το αισθητικό πρότυπο του εξωτισμού, το οποίο έρχεται από την Ευρώπη και είναι τραγούδια όπως οι «Αραπίνες» («Νύχτες μαγικές ονειρεμένες»). Και το άλλο από την περιοχή της Σμύρνης. «Οταν οι Σμυρνιοί καλλιτέχνες ήρθαν στην Ελλάδα ηχογράφησαν τραγούδια στα οποία οι Ανατολίτισσες περιγράφονται με όρους οικειότητας. Ο Π. Τούντας έγραψε για μια Αθηναία και αντίστοιχα έγραψε για μια Αρμενίτσα, μια Τουρκαλίτσα κ.λπ.».   

Τη μερίδα του λέοντος στη φαντασία των Ελλήνων δημιουργών έχει η Ανατολή, λέει ο Γ. Ευαγγέλου και εξηγεί ότι υπάρχει τραγούδι που περιέχει το Μαρόκο, την Μπεϊρούτ του Λιβάνου και τις λέξεις μαχαραγιάς και πασάς. Ο εξωτισμός σαν φαινόμενο δεν είναι ένα είδος μουσικής, αλλά «ένα αισθητικό πρότυπο που κολλάει πάνω σε πολλά είδη μουσικής. Αντιλαμβανόμαστε τον εξωτισμό σε ένα ροκ τραγούδι, ένα λαϊκό ή μια όπερα». Λεπτομέρειες υπάρχουν στην ψηφιακή συλλογή με τίτλο «Εξωτισμός στα ελληνόφωνα ρεπερτόρια» του Εικονικού Μουσείου Αρχείου Κουνάδη.   

«Φελλάχες γλυκές» σε 78 στροφές-6
«Ελα να πάμε στη Χονολουλού», μία ρούμπα του Χρήστου Χαιρόπουλου, σε στίχους Γιάννη Φερμάνογλου, την οποία ερμήνευσε, όπως πληροφορεί η τετρασέλιδη παρτιτούρα του μουσικού εκδοτικού οίκου Γαϊτάνου, ο Σώτος Σιδηρόπουλος.  

Κλείνουμε τη συζήτηση με τη μουσική δραστηριότητα του συγγραφέα. Από τη μια το λαϊκό τραγούδι και το ρεμπέτικο, από την άλλη η μπάντα με τον ηλεκτρικό ήχο. Τι προτιμά ο Γ. Ευαγγέλου; «Τώρα πέφτουμε σε άλλα στερεότυπα», λέει γελώντας: «Από μικρός όσο με γοήτευσε το λαϊκό, άλλο τόσο με γοήτευε και ο ηλεκτρικός ήχος. Με το ροκ ασχολήθηκα έφηβος και με το ρεμπέτικο φοιτητής. Δεν μπορώ να απαντήσω τι μου αρέσει πιο πολύ. Τη μια μέρα μπορεί να θέλω να ακούσω τζαζ και την άλλη Τσιτσάνη».  

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT