Ανέμισε το «πράσινο φουστανάκι»

Τρία κορίτσια γεμάτα ζωή αναζητούν την «ωραία θέα ενός παράλογου κόσμου» στην παράσταση του ΔΗΠΕΘΕ Κρήτης

3' 50" χρόνος ανάγνωσης

«Πότε θα γίνω δεκαοχτώ;

Πότε θα πιω ουίσκι;

Αυτό που ψάχνει ο άνθρωπος

Το βρίσκει ή δεν το βρίσκει;»

Ενα σκηνικό πάρτι-έκπληξη απολαύσαμε στη θεατρική σκηνή του πολιτιστικού Πολυχώρου «Μίκης Θεοδωράκης», στο παλαιό Τελωνείο – μνημείο του ενετικού λιμανιού στα Χανιά. Στην ίδια σκηνή φιλοξενηθήκαμε ως σύνεδροι στο Διεθνές Θεατρολογικό Συνέδριο με ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον θέμα, «Το θέατρο στην Περιφέρεια» που οργανώθηκε από το Εργαστήριο Ερευνας και Τεκμηρίωσης του Νεοελληνικού Θεάτρου.

Η Εφη Θεοδώρου, καλλιτεχνική διευθύντρια του ΔΗΠΕΘΕ Κρήτης, σκηνοθέτησε «Το πράσινό μου το φουστανάκι», το πρώτο θεατρικό έργο της Λένας Κιτσοπούλου, έναν γυναικείο μονόλογο, που μαζί με τη Μ.Α.Ι.Ρ.Ο.Υ.Λ.Α (2009) συνθέτουν μία δραματουργία αφιερωμένη στα σύγχρονα γυναικεία πορτρέτα, στις «ωραίες ιδέες», στα μεγάλα φροϋδικά όνειρα, στις ανεκπλήρωτες επιθυμίες και στους αδιέξοδους έρωτες. Οι γυναίκες των δύο μονολόγων διαχειρίζονται τις φοβίες και τις ανησυχίες τους με χιούμορ και αυτοσαρκασμό ρίχνοντας στα «μούτρα» των θεατών όλη τη δραματική ένταση των ρόλων τους, ακολουθώντας σε σημαντικό βαθμό τους κώδικες του βρετανικού θεατρικού ρεύματος «in-yer-face».

Δυναμισμός, ανατροπή του οικείου και αναγνωρίσιμου, σουρεαλιστική φαντασία, οξυδερκής αίσθηση του χιούμορ, τολμηρή γλώσσα, καυστικό ύφος, είναι τα στοιχεία που ανέδειξε η παράσταση.

Η Εφη Θεοδώρου σκηνοθέτησε το πρώτο θεατρικό έργο της Λένας Κιτσοπούλου, «Το πράσινό μου το φουστανάκι».

Η σκηνοθέτις έκανε δραστικές παρεμβάσεις στη μονολογική φόρμα του έργου, αφαίρεσε το στοιχείο της αφήγησης και κράτησε όλη την ουσία της θεατρικότητας, διατηρώντας παράλληλα τη συνοχή της δραματικής φόρμας μέσω της μετωπικής σχέσης θεατή – ηθοποιών. Διαίρεσε τη δομή του μονολόγου σε τρεις φωνές, «έσπασε» την αφήγηση της ηρωίδας σε τρία μέρη, προκειμένου να υπερβεί το προσωπικό βίωμα και να προσδώσει έναν πολυφωνικό χαρακτήρα στο θέαμα. Απέφυγε έτσι τον κίνδυνο της πλήξης που μπορεί να προκαλέσει η συγκεκριμένη μονοπρόσωπη, συνειρμική και στα όρια του παραληρήματος θεατρική γραφή.

Τα τρία γυναικεία σώματα καλυμμένα στην αρχή της παράστασης με μπούρκες, πλαισιωμένα από φιάλες υγραερίου, είναι έτοιμα να ανατιναχτούν. Βασανίζονται περισσότερο από τη ρουτίνα και την αδιάφορη καθημερινότητα και λιγότερο από τα σοβαρά προβλήματα της πολιτικής. Ωστόσο δεν είναι μουσουλμάνες. Πετούν απότομα την μπούρκα και αυτόματα αποκαλύπτονται τρία κορίτσια γεμάτα ζωή που αναζητούν την «ωραία θέα ενός παράλογου κόσμου», επιχειρώντας παράλληλα να συνθέσουν στιχάκια σε ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο. Οι τρεις κοπέλες προκαλούν μία εκρηκτική σκηνική ατμόσφαιρα ιδιαίτερα έντονη, γρήγορων ρυθμών, έντονων μουσικών και χορευτικών μοτίβων, που συμπαρασύρει τους θεατές σε μία ξέφρενη διασκέδαση με άφθονο γέλιο, χαλάρωση και συναισθηματική εκτόνωση.

Τρεις φωνές

Η σκηνοθέτις συνάρθρωσε παράλληλα τις τρεις γυναικείες φωνές σε μια ενιαία εσωτερική κραυγή πλαισιωμένη από δυνατές μουσικές της Αναστασίας Γιαμούζη και πέτυχε να αποδώσει ένα σκηνικό νόημα άκρως εξωστρεφές, μία performance με πολλές εξπρεσιονιστικές αναφορές. Το σκηνογραφικό φόντο του Αγγελου Μέντη απέδωσε με ευέλικτο, πολυπρισματικό και πολυφωνικό τρόπο τη μονολογική φόρμα του έργου. Μικρή ένσταση για το αέριο. Είναι πλέον πολυφορεμένο σκηνικό τρικ που δεν προσθέτει κάτι στη σκηνική ατμόσφαιρα.

Στο «πράσινο φουστανάκι» σκιαγραφούνται τα τρία γυναικεία πορτρέτα – αντανακλάσεις και είδωλα του ίδιου προσώπου που παίζει με τις λέξεις, απομυθοποιεί τις αξίες, διαλύει τις κανονικότητες και συνθέτει τον πολιτισμό της καθημερινότητας από τα υλικά των λαϊκών τραγουδιών, των διαφημίσεων και των απλών στιγμών της ρουτίνας, των μικρών χαρών και απολαύσεων μιας καθημερινότητας που ξαφνικά γίνεται πολύτιμη, ανεκτίμητη και αναγκαία.

Οι τρεις ηρωίδες μπαινοβγαίνουν από τον θεατρικό στον πραγματικό χρόνο των θεατών, έτσι ώστε τα αφηγηματικά και θεατρικά στοιχεία να μην είναι πλέον διακριτά καθώς συγχωνεύονται σε ένα μείγμα άκρως γοητευτικό, σε μία σουρεαλιστική ευφρόσυνη γιορτή, που συντελείται παράλληλα με τα λεκτικά παιχνίδια της βίας, της αθυροστομίας, τις αυτοαναφορικές αιχμές, τον σατιρικό επιθεωρησιακό σχολιασμό των αφόρητων εικόνων της Κυψέλης με τα παρκαρισμένα μηχανάκια, και την αναμονή του κούριερ που δεν φτάνει ποτέ. «Το χειρότερο είδος ανθρώπου είναι το είδος που κλείνει μια θέση πάρκινγκ αυτοκινήτου με το μηχανάκι του, νύχτα στην Κυψέλη ας πούμε, ή στο Παγκράτι, ή εδώ στα Χανιά», σχολιάζει απεγνωσμένα η γυναικεία φωνή.

Οι τρεις ταλαντούχες επαγγελματίες ηθοποιοί εντυπωσιάζουν και με τις δεξιότητές τους στη μουσική, στον χορό και στο τραγούδι. Η Ιώ Ασηθιανάκη παίζει ντραμς, η Σίσσυ Δαμουλάκη στο τραγούδι, και η Στελλίνα Ιωαννίδου στο πιάνο εκφράζουν τη συλλογική γυναικεία εμπειρία, επικοινωνούν άριστα με το κοινό, ιδίως στη σκηνή με τις φωτογραφίες (αν και το μοίρασμα οικογενειακών φωτογραφιών στους θεατές έχει επαναληφθεί σε παραστάσεις) και συλλαμβάνουν τον σφυγμό του έργου με ιδιαίτερα ασκημένα αντανακλαστικά κινησιολογικής ευελιξίας και υπερεκφραστικής άνεσης που επιμελήθηκε ο Ερμής Μαλκότσης. Το «Πράσινο το φουστανάκι» ως ένδυμα κατάλληλο για θεατές άνω των 15 ετών, συμπυκνώνει τον δραματουργικό του κώδικα στον ορισμό της τριανταεξάχρονης Ελληνίδας (εν έτει 2008) με το εξής ασύνδετο σχήμα: «μαυρόασπρη τηλεόραση, αστροφεγγιά, μωσαϊκό, πλατάνια, γεμιστά, άπνοια, Ακης, Τάκης, Σάκης, ονόματα». Οι συνειρμοί ελεύθεροι, ανεξαρτήτως της ηλικίας του θεατή.

Η κ. Ρέα Γρηγορίου είναι διδάκτωρ Ιστορίας – Δραματολογίας, ΑΠΘ.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT