Ο αριθμός των εδρών νεοελληνικών σπουδών σε ξένα πανεπιστήμια και ινστιτούτα φθίνει. Από 344 σε όλο τον κόσμο το 2006 έφθασαν τις 144 το 2019, ποσοστιαία μείωση περί το 42%. Ο κατάλογος της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Νεοελληνικών Σπουδών δείχνει 66 τμήματα νεοελληνικών σπουδών σε 17 χώρες της Ευρώπης. Μάλιστα, υπάρχουν σχετικά τμήματα σε διεθνώς εγνωσμένου κύρους πανεπιστήμια σε Ευρώπη, Αμερική, Ασία, Αυστραλία, ωστόσο στις περισσότερες περιπτώσεις αποτελούν κελύφη με ελάχιστους μονίμους καθηγητές και, σε κάποιες περιπτώσεις, αποσπασμένους από το ελληνικό υπουργείο Παιδείας εκπαιδευτικούς για τη διδασκαλία της γλώσσας. Ο αριθμός των εδρών μειώνεται γιατί δεν υπάρχει ζήτηση από φοιτητές.
Υπάρχουν γενικοί λόγοι που εξηγούν τη συρρίκνωση. Ο κυριότερος είναι ότι οι νέοι προσανατολίζονται κατά κύριο λόγο σε επαγγέλματα που προσφέρουν καλή επαγγελματική σταδιοδρομία και αυτά βρίσκονται στους κλάδους της τεχνολογίας, της μηχανικής, της υγείας, της οικονομίας – όχι στις ανθρωπιστικές και κοινωνικές επιστήμες. Μέσα σ’ αυτό το ευρύτερα αρνητικό πλαίσιο, πρέπει να αναζητηθούν οι λόγοι της συρρίκνωσης του ενδιαφέροντος, ειδικά για τις ελληνικές σπουδές.
Ενας λόγος που πρέπει να παραδεχθούμε, είναι ότι ο νεοελληνικός μύθος ξεθωριάζει. Χαρακτηριστική είναι η αναφορά στην «Κ» του Βασίλη Σαμπατακάκη, αναπληρωτή καθηγητή Νεοελληνικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο του Λουντ της Σουηδίας και προέδρου της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Νεοελληνικών Σπουδών: «Τα αρχαία ελληνικά φέρουν την αίγλη της αρχαιότητας. Οι Ευρωπαίοι θεωρούν ότι έχουν απόλυτη σχέση με την Ιστορία της Ευρώπης. Η δυναμική των νεοελληνικών δεν είναι η ίδια». Ουσιαστικά η Ελλάδα, ως μέλος της Ευρωπαϊκής Ενωσης, ανήκει στη μεγάλη ευρωπαϊκή οικογένεια, με πολιτισμικό αποτύπωμα που «καλύπτεται» πλέον από το ευρωπαϊκό.
Το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών έχει αναλάβει πρωτοβουλίες για την ενίσχυση των εδρών ελληνικών σπουδών του εξωτερικού, καθώς τις θεωρεί σημαντικό εργαλείο διπλωματικής πολιτικής, με στόχο τη βελτίωση της εικόνας της χώρας (το θέμα ανέδειξε ο Σταύρος Παπαντωνίου στο φύλλο της «Κ» την 25η Οκτωβρίου). Μεταξύ των μεταρρυθμιστικών παρεμβάσεων που δρομολογούνται (δηλαδή εκτός από την καταγραφή των εδρών σε όλο τον κόσμο και την οικονομική στήριξη των σημαντικότερων) είναι η δικτύωση των εδρών σε ΑΕΙ του εξωτερικού με ελληνικά πανεπιστήμια και η περαιτέρω αναβάθμιση της διαδικτυακής εκπαιδευτικής πλατφόρμας staellinika.com για τη διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας σε ομογενείς και ξένους. Πάντως, από το πλαίσιο της πρωτοβουλίας του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών απουσιάζει το ακαδημαϊκό σκέλος. Τι διδάσκουν σήμερα οι έδρες και πώς μπορούν να γίνουν δελεαστικότερες; Οι περισσότεροι φοιτητές επιλέγουν να σπουδάσουν μόνο τη γλώσσα ή προτιμούν το αντικείμενο ως δευτερεύον ή τριτεύον – πολύ λίγοι τελειώνουν ένα αυτοτελές πτυχίο νεοελληνικών σπουδών. Πώς μπορεί αυτό να αλλάξει; Οι καθηγητές των εν λόγω εδρών, που με έμπνευση και σκληρή δουλειά τις διατηρούν ζωντανές, ποιο μύθο της Ελλάδας και του πολιτισμού της μεταδίδουν στο εξωτερικό; Και φτάνουμε στο κρισιμότερο ερώτημα, που ακόμη αναζητά απάντηση έπειτα από δύο αιώνες νεοελληνικού κράτους. Διαθέτουμε σήμερα μύθο –εκτός από τον τουριστικό– να προβάλλουμε διεθνώς;

