Από τους σκηνοθέτες που δεν θέλουν να μένουν στάσιμοι είναι ο Αγγελος Φραντζής. Εχοντας διασχίσει τα μονοπάτια του arthouse σινεμά μέχρι το «Ακίνητο ποτάμι» του 2018, δέχτηκε στη συνέχεια την πρόταση του Διονύση Σαμιώτη της Tanweer να σκηνοθετήσει τη βιογραφία της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου. Η ταινία πέτυχε τόσο σε καλλιτεχνικό όσο και σε εμπορικό επίπεδο, ωστόσο για την επόμενη ο Φραντζής αποφάσισε να πάρει ένα ακόμη ρίσκο: να κάνει για πρώτη φορά κωμωδία. «Νομίζω ότι το γέλιο και το κλάμα είναι δύο εξίσου απελευθερωτικοί μηχανισμοί. Εκφράζουν με έναν πηγαίο τρόπο το βαθύ συναίσθημα. Ειδικότερα το γέλιο, όταν το μοιράζεσαι με κάποιον άλλον, συμβαίνει κάτι πολύ σημαντικό, κάποιες φορές ακόμη και ευεργετικό. Κατά τη γνώμη μου τίποτα δεν αντέχει χωρίς χιούμορ, είναι και μια διαδικασία αυτοσυντήρησης το να δεις τον εαυτό σου ως πλάκα και όχι να τροφοδοτείς τον πόνο σου», μας λέει ο Φραντζής, ο οποίος στην αθηναϊκή πρεμιέρα του «Νόμου του Μέρφυ» ανέφερε ότι έγραψε το σενάριο σε άσχημη συναισθηματική συνθήκη για τον ίδιο.
Η ταινία, που κυκλοφορεί από την περασμένη Πέμπτη στις αίθουσες, αφηγείται την ιστορία της Μαρίας-Αλίκης (Κάτια Γκουλιώνη), μιας γυναίκας στο κατώφλι των 40, η οποία έπειτα από ένα σοβαρό ατύχημα οδηγείται σε μια σειρά από εναλλακτικές πραγματικότητες (της ινφλουένσερ, της ψυχαναλύτριας, της διανοούμενης, της στοργικής μάνας) αναζητώντας τον εαυτό της. «Στόχος ήταν, μέσα από έναν κατασκευασμένο κόσμο, να βάλουμε μια γυναίκα απέναντι σε μια σειρά από στερεότυπα, τα οποία λειτουργούν ως ρόλοι· σαν ρούχα μέσα στα οποία δεν χωράει. Γι’ αυτό και κάθε φορά αποτυγχάνει. Κάθε ρόλος βέβαια κρύβει πίσω του μια βαθιά επιθυμία της: ακόμη και στην ινφλουένσερ υπάρχει κάτι που τρέφει τον δικό της ναρκισσισμό ή την ανάγκη της για αναγνώριση».
«Από εκεί κι έπειτα υπάρχει επίσης το κομμάτι της προσπάθειας που εξαντλεί την ηρωίδα, αφού νιώθει ότι προσπαθεί ακόμη και για να… χαλαρώσει. Ουσιαστικά αυτός είναι ο ανθρώπινος αγώνας, ο αγώνας να καταλάβουμε τη φύση μας, ο οποίος γεννά και τις εσωτερικές συγκρούσεις. Αυτή η συνθήκη είναι, κατά τη γνώμη μου, ταυτόχρονα δραματική και κωμική».
Αυτός είναι ο ανθρώπινος αγώνας, να καταλάβουμε τη φύση μας, που γεννά και τις εσωτερικές συγκρούσεις. Αυτή η συνθήκη είναι ταυτόχρονα δραματική και κωμική.
Μια άλλη σχέση-κλειδί που αναδεικνύεται στην ταινία είναι αυτή μεταξύ μάνας και κόρης. Η Κατερίνα Μπέη, που συνυπογράφει το σενάριο, την εξερεύνησε σε βάθος στη «Φόνισσα» της Εύας Νάθενα, όμως εδώ μπαίνει σε διαφορετικό, πιο παιγνιώδες πλαίσιο. «Εχει να κάνει με την κληρονομιά από τους γονείς μας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το παιχνίδι με τη λέξη “μούλικα”, που αναφέρεται στα παιδιά. Αρχικά τη λέει ο Δημήτρης (σ.σ. ο σύντροφος της ηρωίδας), μετά η ίδια η Μαρία-Αλίκη, ενώ αργότερα συνειδητοποιεί ότι την έχει ακούσει πρώτα από τη μαμά της. Είναι προφανώς το διαγενεακό τραύμα», σημειώνει σχετικά ο Φραντζής. Τα ρίσκα για εκείνον πάντως δεν τελείωσαν με την κωμωδία, αφού μέσα στην ίδια την ταινία –συγκεκριμένα στο τελευταίο εικοσάλεπτο– αποφασίζει να περάσει στο… μιούζικαλ, αιφνιδιάζοντας τον θεατή. «Η τελική σεκάνς γεννιέται από την αγάπη της Μαρίας-Αλίκης για τα μιούζικαλ, που είναι και δική μου. Οταν βλέπουν τις “Δεσποινίδες του Ροσφόρ” με τον Δημήτρη, λέει “για μένα αυτός είναι ο παράδεισος: άνθρωποι που χορεύουν και τραγουδούν για να ξεπεράσουν τη δυστυχία τους”. Η επιλογή να αλλάξει το ύφος έχει να κάνει και με το ίδιο το σινεμά – σαν να μπαίνει μέσα σε ταινία. Το μιούζικαλ, άλλωστε, είναι ένας παράλογος κόσμος. Εκεί που οι άνθρωποι μιλάνε, ξαφνικά ξεκινούν να τραγουδούν και να χορεύουν. Για μένα τα μιούζικαλ είναι σχεδόν ταινίες του φανταστικού ή τουλάχιστον μια ρωγμή στο πραγματικό».

Αφοσιωμένη ερμηνεία
Φυσικά, τίποτα από τα παραπάνω δεν θα ήταν εφικτό δίχως την αφοσιωμένη ερμηνεία της Κάτιας Γκουλιώνη, η οποία ισορροπεί υποδειγματικά ανάμεσα στην κωμωδία και το δράμα, ανακαλώντας κάτι και από τις ηρωίδες του Γούντι Αλεν. «Είναι η πέμπτη φορά που συνεργάζομαι με την Κάτια, μια ηθοποιό που νιώθω να με πηγαίνει δέκα βήματα μπροστά με τις επιλογές και την προετοιμασία που κάνει πριν από κάθε ρόλο· μου αποκαλύπτει πτυχές της ηρωίδας που δεν είχα καν σκεφτεί. Υπάρχει και το στοιχείο των μονοπλάνων, που είναι σαν μικρές περφόρμανς και αν η Κάτια δεν ήταν στο 100% δεν θα μπορούσε να λειτουργήσει».
Μιλώντας αμέσως μετά το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, ζητάμε από τον Αγγελο Φραντζή τις εντυπώσεις του από την ελληνική παραγωγή: «Φέτος στη Θεσσαλονίκη ενθουσιάστηκα. Είδα πολλές ταινίες με μεγάλο ενδιαφέρον, που με άγγιξαν βαθιά. Κυρίως διαφορετικές ματιές δημιουργών, που καθένας παίρνει τον δρόμο του, όχι αναμασήματα άλλων που έχουν πετύχει –ακόμη και με τις ελλείψεις– δείχνουν δημιουργούς που σκέφτονται».

