Ενας από τους πιο σημαντικούς μεταπολεμικούς ζωγράφους της Βρετανίας, ο Φρανκ Αουερμπαχ, έφυγε την περασμένη εβδομάδα από τη ζωή, στα 93 του χρόνια. Mαζί με άλλους δύο συμπατριώτες του, τον Φράνσις Μπέικον και τον επίσης γερμανικής καταγωγής Λούσιαν Φρόιντ, υπήρξαν ηγετικές μορφές της Σχολής του Λονδίνου, που ξεπήδησε στα μέσα του ’70 ως μια απόπειρα επιστροφής στην αναπαραστατική ζωγραφική και μια αντίδραση στην τότε επικρατούσα τάση της αφηρημένης και εννοιολογικής τέχνης.
Η ανήσυχη, κοφτερή και ανικανοποίητη ματιά του πάνω στα πρόσωπα και στα τοπία που ζωγράφιζε επί επτά δεκαετίες, προδιδόταν μέσα σε πινελιές γεμάτες νεύρο, ένταση και μια έντονα τρισδιάστατη υφή. Ηταν περιβόητος για τις ατέρμονες αναζητήσεις πάνω στους πίνακές του, στους οποίους επανερχόταν ξανά και ξανά, ψάχνοντας επίμονα γι’ αυτό που θα του έμοιαζε «σωστό». Οπως είχε πει το 2022 στους «Τάιμς του Λονδίνου», «δεν έχω ιδέα πού θα καταλήξω όταν ξεκινώ. Δουλεύω μέσα σε ένα άμορφο χάος, ελπίζοντας πως στην πορεία θα ξεπηδήσει κάτι που μπορώ να αναγνωρίσω ως συνεκτικό και αληθινό».
Γεννημένος από Εβραίους γονείς στη Γερμανία το 1931, φυγαδεύθηκε στην Αγγλία σε ηλικία οκτώ ετών, δραπετεύοντας από τη ναζιστική Γερμανία λίγο πριν από το ξέσπασμα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Πολιτογραφήθηκε Αγγλος πολίτης, ενώ οι γονείς του έμειναν πίσω και δολοφονήθηκαν σε στρατόπεδο συγκέντρωσης το 1943.
Η αγάπη του για το σχέδιο φάνηκε στα χρόνια που μεγάλωνε σε ένα οικοτροφείο στο Κεντ, ενώ μετά τον πόλεμο μετακόμισε στο Λονδίνο και σπούδασε στο Borough Polytechnic. Καθηγητής του ήταν ο πρωτοποριακός καλλιτέχνης Ντέιβιντ Μπόμπεργκ, του οποίου οι διδαχές για τη μορφή, την κίνηση και την εκφραστική παραμόρφωση άφησαν μέσα του ένα μόνιμο χνάρι. Ο Μπόμπεργκ ενθάρρυνε τον νέο ζωγράφο να κοιτάξει πέρα από την επιφάνεια των πραγμάτων, προτρέποντάς τον να ψάξει τη δική του συναισθηματική αλήθεια, που θα φόρτιζε με δύναμη και ένταση την τέχνη του. Οι αναζητήσεις αυτές φάνηκαν μέσα στα πρώτα κιόλας έργα του στις αρχές του ’50, φτιαγμένα στο μεταίχμιο μεταξύ χάους και φόρμας, ένα δίπολο που θα χαρακτήριζε το σύνολο του έργου του.
Συνέχισε τις σπουδές του στο εκλεκτικό Royal College of Art, όπου ακόνισε τις δεξιότητές του και άρχισε να αναπτύσσει την εμβληματική του ματιέρα, μια ακραία εκδοχή του «ιμπάστο», μιας τεχνικής που πηγαίνει πίσω στον 17ο αιώνα και τον Ρέμπραντ, κατά την οποία η λαδομπογιά χρησιμοποιείται σε γενναίες, παχιές δόσεις, ώστε όταν στεγνώνει να δίνει την εντύπωση πως ξεπηδάει, τρισδιάστατη και ζωντανή, μέσα από τον μουσαμά. Από τις αρχές της δεκαετίας του 1950, άρχισε να εργάζεται με παχιά στρώματα μπογιάς και συχνά επεξεργαζόταν τους πίνακές του εκατοντάδες φορές, προσθέτοντας και ξύνοντας μπογιά για να δημιουργήσει πυκνές επιφάνειες με δραματικές υφές. Αυτή η διαδικασία έδωσε στο έργο του μια γλυπτική ποιότητα που ήταν σπάνια στον χώρο της ζωγραφικής.
Εφαρμόζοντας, αφαιρώντας και εφαρμόζοντας ξανά το χρώμα, ο Αουερμπαχ δημιούργησε εικόνες που μοιάζουν άμεσες, αληθινές και ζωντανές, σκιαγραφώντας πειστικά μιαν αίσθηση ζωής και πυρετώδους κίνησης, αντί να αποδίδουν απλώς οπτικές λεπτομέρειες. Οπως διάσημα είχε πει, «το να σχεδιάσεις το ιδεόγραμμα ενός τραπεζιού με τρόπο ώστε οι άνθρωποι να το αναγνωρίσουν ως τραπέζι, αυτό δεν αποτελεί έργο ζωγραφικής. Αν όμως το αισθανθείς για μια στιγμή σαν ένα μαγικό χαλί με ένα πόδι κρεμασμένο σε κάθε του γωνιά, τότε έχεις αρχίσει να έχεις τη φαντασία ενός ζωγράφου».
Ανάμεσα στα μοντέλα του, με τα οποία αποκτούσε μια εμμονική, μακρόχρονη δημιουργική σχέση, ήταν η ερωμένη και μούσα του Στέλα Γουέστ (η οποία του πόζαρε κάθε εβδομάδα για περισσότερα από είκοσι χρόνια) καθώς και η σύζυγός του Τζούλια. Ενα από τα μοντέλα του ήταν και η ιστορικός Κάθριν Λάμπερτ, η οποία τον επισκεπτόταν στο στούντιό του στο Μόρνινγκτον Κρέσεντ επί χρόνια, συζητώντας μαζί του αλλά και ποζάροντας. Το 2015, είχε πει για τον καλλιτέχνη ότι σε εκείνο το χαοτικό στούντιο δούλευε «με ακραίο τρόπο» και ότι «το δράμα» στον μόνιμα ακατάστατο χώρο του ήταν «συναρπαστικό», εφόσον εκείνος κάθε μέρα ζωγράφιζε εκ νέου στον καμβά και αφαιρούσε παλαιότερες στρώσεις χρώματος – «οι λογαριασμοί του σε μπογιές πρέπει να είναι θεόρατοι», συμπλήρωνε. Δεν είναι τυχαίο ότι τα πρώτα έργα του κυριαρχούνταν από σκοτεινά χρώματα –γκρι και καφέ– εφόσον ήταν τα μόνα που μπορούσε να αντέξει οικονομικά και να χρησιμοποιήσει σε τέτοιες ποσότητες…
Μαζί με τα πορτρέτα, οι γωνιές του βόρειου Λονδίνου, όπου εργαζόταν και ζούσε –οι δρόμοι του Κάμπντεν Τάουν, του Πρίμροζ Χιλ και του Μόρνινγκτον Κρέσεντ, εκεί όπου βρισκόταν το εργαστήριό του για ακριβώς εβδομήντα χρόνια από το 1954 έως τον θανατό του– ήταν το άλλο αγαπημένο του θέμα. Ζωγραφίζοντας επαναληπτικά τις ίδιες γωνιές της ευρύτερης γειτονιάς του, θέλησε να αποτυπώσει την ενέργεια της μεγάλης μητρόπολης, την ανθεκτικότητα και τη δύναμη της πανίσχυρης πρωτεύουσας, που έβρισκε σιγά σιγά τον τρόπο να ξαναγεννηθεί μέσα από τις στάχτες του πολέμου.
Στις γεμάτες υψηλή ευαισθησία για το φως, το χρώμα και τον χώρο αστογραφίες του, αυτή η αίσθηση αναγέννησης μετατρέπεται σε φως, ένα φως σπάνιο σε μια πόλη τόσο συννεφιασμένη όσο το Λονδίνο. Είναι αξιοσημείωτο πως σε ένα έργο του από το 2010, το «Hampstead Road, High Summer», ένας δρόμος στο προάστιο του Χάμστεντ μοιάζει να βρίσκεται, έτσι όπως είναι πνιγμένος σε κίτρινα, πορτοκαλί και κόκκινα, σε άλλα μήκη και πλάτη της γης, πιο κοντά στον Ισημερινό, εκεί όπου οργιάζουν τα χρώματα και το φως καίει τα μάτια. Είτε στα νέα ξεκινήματα της πόλης μετά τον πόλεμο είτε στις συννεφιασμένες γωνιές της, ο Αουερμπαχ προσπαθούσε να ανιχνεύσει το φως μέσα στο σκοτάδι και πάσχιζε να το κάνει να λάμψει μέσα στις ανάγλυφες, ηλεκτρισμένες πινελιές του.
Η Πινακοθήκη Τέιτ του Λονδίνου (Tate Britain), σε συνεργασία με το Kunstmuseum Bonn (Μουσείο Τέχνης της Βόννης), διοργάνωσε το 2015 και το 2016 μια μεγάλη αναδρομική έκθεση του έργου του, με την κοινή επιμέλεια της Κάθριν Λάμπερτ και του ίδιου. Σήμερα, οι «Τάιμς του Λονδίνου» μιλούν στον επικήδειό τους για τον «μοναχικό γίγαντα της μοντέρνας τέχνης».
Ενας από τους διάσημους ιδιοκτήτες των έργων του Αουερμπαχ ήταν και ο Ντέιβιντ Μπόουι, ο οποίος είχε συμπεριλάβει στην ιδιωτική του συλλογή ένα από τα πολλά πορτρέτα της ξαδέλφης του ζωγράφου Γκέρντα –του μόνου άλλου μέλους της οικογένειάς του που είχε επιβιώσει της ναζιστικής Γερμανίας και μετοικήσει στην Αγγλία– με τίτλο «Head of Gerda Boehm». Μετά τον θάνατο του Μπόουι το 2016, το έργο τέθηκε σε δημοπρασία και πουλήθηκε για 3,8 εκατ. λίρες. Οσο για την Γκέρντα, εκείνη πόζαρε για τον ξάδελφό της μεταξύ 1961 και 1982, επί είκοσι χρόνια, μία φορά την εβδομάδα…

