Δύο σονάτες για βιολί και πιάνο του Μπετόβεν, μαζί με ακόμη μία για τα ίδια όργανα του Μπραμς, παρουσίασαν στις 17 Οκτωβρίου η βιολονίστρια Δανάη Παπαματθαίου-Μάτσκε μαζί με τον πιανίστα Γιώργο Εμμανουήλ Λαζαρίδη στην αίθουσα «Δημήτρης Μητρόπουλος».
Το συγκεκριμένο ρεπερτόριο φάνηκε ότι ταιριάζει στους δύο μουσικούς. Η ακρίβεια και η καθαρότητα στην άρθρωση είναι μέρος του εκφραστικού τους οπλοστασίου, όπως άλλωστε και οι δραματικές εναλλαγές ανάμεσα σε συγκρατημένα λυρικές διατυπώσεις και ζωηρές εξάρσεις. Ανάμεσα στις δέκα σονάτες για βιολί και πιάνο του Μπετόβεν επέλεξαν την τρίτη και την έβδομη, που ο συνθέτης ολοκλήρωσε με μόλις τρία χρόνια απόσταση. Παρ’ όλα αυτά, τα δύο έργα αποτυπώνουν με εμφανή τρόπο την ταχεία πρόοδο στη μουσική του σκέψη. Στο δεύτερο μέρος της η τριμερής τρίτη σονάτα απέσπασε από τους δύο μουσικούς μια ερμηνεία μεγάλης πλαστικότητας και ξεχωριστής γλυκύτητας. Η ατμόσφαιρα είναι συγγενής με αυτήν της «Παθητικής» σονάτας για πιάνο, η οποία γράφηκε περίπου την ίδια εποχή. Πρόκειται για έναν «απολλώνιο» λυρισμό, τον οποίο ο Μπετόβεν ξαναβρίσκει στο δεύτερο μέρος της τετραμερούς έβδομης σονάτας και τον οποίο οι δύο μουσικοί απέδωσαν εξαιρετικά.
Οι δύο μουσικοί δεν αρκέστηκαν στην επαρκή απόδοση της μουσικής, αλλά τόλμησαν πειστικές εκτελέσεις.
Η ανάδειξη του ύφους της μουσικής είναι το χαρακτηριστικό εκείνο που έχει πρώτιστη σημασία σε μια ερμηνεία. Eτσι, στο τελευταίο μέρος της τρίτης σονάτας, Παπαματθαίου-Μάτσκε και Λαζαρίδης δεν έπαιξαν απλώς γρήγορα και ζωηρά, αλλά πρόβαλαν το παιχνιδιάρικο στοιχείο και τη χαρά που αποπνέει η μουσική του Μπετόβεν. Η διάθεση αυτή ήταν αποτέλεσμα του τρόπου με τον οποίο η βιολονίστρια διαμόρφωνε τις φράσεις και τόνιζε συγκεκριμένες νότες, ενώ άφηνε ανάσες ανάμεσα σε άλλες, όπως επίσης του τρόπου με τον οποίο ευθυγραμμιζόταν με τις επιλογές αυτές ο Λαζαρίδης.
Διαφορετικού βάρους, η έβδομη σονάτα ξεκίνησε με έντονα δραματικό τρόπο στο πρώτο μέρος, όπου κοφτές διατυπώσεις γεμάτες νεύρο βρίσκονταν σε διάλογο με άλλες, περισσότερο λυρικές, ώστε να διασφαλίζεται η κίνηση και η ροή της μουσικής. Στον λυρισμό του δεύτερου μέρους έγινε ήδη αναφορά. Oπως το προβλέπει ο Μπετόβεν, με τη σειρά του καθένας από τους δύο μουσικούς ξετύλιξε την τρυφερή μελωδία με πλαστικότητα, χωρίς υπερβολές, λιτά. Ευχάριστα ανάλαφρο ήχησε το τρίτο μέρος, ενώ η κορύφωση ήρθε στο τελευταίο, όπου είχε κανείς την αίσθηση ότι οι δύο μουσικοί είχαν πράγματι μια ιστορία να αφηγηθούν. Μέσα από τις γεμάτες φαντασία μεταμορφώσεις του βασικού θέματος, Παπαματθαίου-Μάτσκε και Λαζαρίδης εξέφραζαν συναισθήματα των οποίων η ακολουθία είχε ειρμό και συνέπεια. Μια ανάγνωση που δεν αρκέστηκε στην επαρκή απόδοση του μουσικού κειμένου, αλλά τόλμησε και πέτυχε μία πειστική ερμηνεία του.
Η τρίτη και τελευταία σονάτα για βιολί και πιάνο του Μπραμς είναι έργο ωριμότητας. Οι δύο μουσικοί έδωσαν μία ερμηνεία γεμάτη δύναμη, έντονα δραματική αλλά εξίσου ποιητική. Διέθεταν την εκφραστική ελευθερία προκειμένου να αποδώσουν τον βαθύ λυρισμό του έργου, όπως επίσης τον πλούτο των συναισθημάτων, στοιχεία που αν και είναι βαθιά επεξεργασμένα, είναι εξίσου άμεσα και σαφή.

