Φλαμίνγκο

Ξεφυλλίζω ξανά το «Flamingo», το πρώτο λεύκωμα του Ρόμπερτ Φρανκ που αγόρασα. Πρέπει να ήταν το ’99. Ή τους πρώτους μήνες της νέας χιλιετίας. Τότε δεν μπορούσες να βρεις εύκολα ξενόγλωσσες εκδόσεις στην Αθήνα

4' 24" χρόνος ανάγνωσης

Ξεφυλλίζω ξανά το «Flamingo», το πρώτο λεύκωμα του Ρόμπερτ Φρανκ που αγόρασα. Πρέπει να ήταν το ’99. Ή τους πρώτους μήνες της νέας χιλιετίας. Τότε δεν μπορούσες να βρεις εύκολα ξενόγλωσσες εκδόσεις στην Αθήνα. Ευτυχώς, υπήρχε η «Φωλιά του Βιβλίου», στη στοά που βρίσκεται ο κινηματογράφος «Αστορ». Εκεί το ανακάλυψα. Δεν θυμάμαι τιμή.

Ο Φρανκ είχε περάσει τα εβδομήντα, όταν πήρε το περιώνυμο βραβείο «Hasselblad». Με αφορμή το βραβείο τυπώθηκε αυτό το μακρόστενο και ολιγοσέλιδο βιβλίο, με ασπρόμαυρες φωτογραφίες και μια δυο έγχρωμες παρεμβολές, απ’ όλη τη διαδρομή του μέχρι εκείνη τη χρονιά. Ενα πανόραμα των αλλαγών του ύφους του, που στηριζόταν στην παρατήρηση και την αποτύπωση των ανθρώπων και των πραγμάτων, μ’ έναν ευθύ και απότομο τρόπο. Απόλυτα προσωπικό.

Ο ίδιος ο Φρανκ ήταν απότομος και ευθύς. Απόλυτος. Ειλικρινής. Ενίοτε σκληρός. Σίγουρα τρυφερός. Συχνά γινόταν έξω φρενών. Θυμάμαι ένα πλάνο από τη «Φωτιά στα ανατολικά», ένα ντοκιμαντέρ για το έργο του, το οποίο δεν βρίσκω ονλάιν τώρα. Ο Φρανκ, μπροστά στον φακό, φορώντας ένα κόκκινο πουκάμισο, φεύγει τσαντισμένος από το κάδρο: «Τι μαλακίες με ρωτάτε, ρε γαμώτο;».

Τη δεκαετία του ’70 απομακρύνθηκε από τη σκηνή της Νέας Υόρκης, αποφασίζοντας ν’ απομονωθεί σ’ ένα ξύλινο σπίτι κοντά στη θάλασσα στο Μάμπου της Νέας Σκωτίας, στον Καναδά, μαζί με τη γυναίκα του, τη γλύπτρια Τζουν Λιφ. Το ’74 σκοτώθηκε σε αεροπορικό δυστύχημα η κόρη του. Είκοσι χρόνια αργότερα ο γιος του ο Πάμπλο αυτοκτόνησε.

Τη δεκαετία του ’70 o Ρόμπερτ Φρανκ απομακρύνθηκε από τη σκηνή της Νέας Υόρκης και απομονώθηκε σ’ ένα ξύλινο σπίτι κοντά στη θάλασσα.

Τον βλέπω σε μια από τις φωτογραφίες του «Flamingo», τραβηγμένη στη Σάντα Κρουζ, το ’79. Ο Πάμπλο έχει μαύρα μαλλιά, μαύρο μούσι, μαύρο βλέμμα. Κρατάει στο αριστερό χέρι ένα βιβλίο για ηφαίστεια. Στο άλλο ένα περιοδικό διπλωμένο σε μια σελίδα όπου αναγράφεται με μεγάλα γράμματα η λέξη «FISH». Στην κοιλιά του έχει στηρίξει μια εφημερίδα μ’ ένα άρθρο για άγνωστα ιπτάμενα αντικείμενα. Οπως οι φωτογραφίες του πατέρα του.

Στο μισάωρο βίντεο «Home Improvements», που ξεκινάει στα εξηκοστά του γενέθλια, ο Φρανκ πηγαίνει να συναντήσει τον Πάμπλο στην ψυχιατρική κλινική. Ο Πάμπλο δεν θέλει να μιλήσει: «Μ’ ενοχλείς», ακούγεται να λέει. Το πρόσωπό του έχει πια αγριέψει. Πρόκειται για μια δύσκολη, αμήχανη στιγμή, όπως μπορεί να είναι μια συνάντηση πατέρα και γιου έπειτα από καιρό. Μια άβολη στιγμή, μια στιγμή ενοχής, μια στιγμή μελλοντικής υπόσχεσης πως τα πράγματα θα βελτιωθούν, μια στιγμή που ο Φρανκ πιστεύει πως πρέπει να καταγράψει. Σαν απόδειξη της πατρικής ντροπής. Ή σαν εξιλέωση μέσω του σινεμά. Είναι σαν να λέει: «Γιε μου, δεν μπορώ να κάνω τίποτα πέρα από το να σε κινηματογραφήσω. Κι αυτό δεν είναι αρκετό. Αλλά συγχώρεσέ με». 

Ηταν η εποχή που ο Φρανκ το είχε ρίξει στο βίντεο και τις πολαρόιντ, τις οποίες χάραζε γράφοντας πάνω στην επιφάνειά τους «I LOVE YOU», «I HATE YOU», με τον ενθουσιασμό ενός πρωτάρη, που όμως κουβαλούσε στην πλάτη του ένα από τα πλέον επιδραστικά λευκώματα στην ιστορία της φωτογραφίας, το «The Americans». Εικόνες μιας σκονισμένης Αμερικής που ο Φρανκ είχε πρώτος αιχμαλωτίσει σε κάθε κόκκο από τα οκτακόσια ρολά φιλμ που είχε τραβήξει, διασχίζοντας τη χώρα για τρία χρόνια. Αν το Instagram διατηρούσε λίγη σκοτεινιά και κάποια λύπη στις αποθήκες του και δεν είχε καταντήσει ένας λάκκος χωρίς πάτο, τότε ο Φρανκ θα ήταν ο παππούς του. Τυχερός που δεν είναι.

Η απώλεια

Ο Φρανκ έζησε άλλα είκοσι πέντε χρόνια για να βιώσει στο πετσί του την απώλεια του Πάμπλο, πάνω από τέσσερις δεκαετίες για να θρηνήσει την κόρη του. Αλλωστε, αυτές οι τραγωδίες άλλαξαν για πάντα τη θέση από την οποία έβλεπε τα πράγματα. Περιορίστηκε στο σπίτι του, χάνοντας σταδιακά τη διάθεση να οργανώνει φωτογραφικά ταξίδια όπως παλαιότερα –στο Περού, στην Ουαλλία ή στο Μπέρμιγχαμ–, λες και το σπίτι είχε γίνει ο μόνος δυνατός προορισμός, λες και μέσα στη σαβούρα του δωματίου του μπορούσε να βρει ξανά τα φαντάσματα των παιδιών του.

Σε μια από τις πιο σπαρακτικές πολαρόιντ που έχει τραβήξει, δύο πλαστικά ψάρια είναι ακουμπισμένα σε μια καρέκλα κοντά στο παράθυρο. Το φως από το παράθυρο είναι σαν γάλα. Τα πλαστικά ψάρια δείχνουν καμένα, νεκρά. Στην κορυφή της φωτογραφίας, ο Φρανκ έχει γράψει με μαύρο μελάνι «THE SUFFERING», «THE SILENCE». Και στο κάτω μέρος, με λευκά γράμματα: «OF PABLO». Θα μπορούσε να πει κανείς πως είναι απλώς μια φωτογραφία. Αλλά δεν είναι. Είναι οδύνη, σιωπή.

Για μένα, ο Φρανκ θα είναι πάντα εκείνο το γιαπωνέζικο φλαμίνγκο, φυλακισμένο σ’ ένα μπουκάλι, μισογεμάτο με χώμα. Πίσω, ο τοίχος είναι μισοφωτισμένος. Ενας μικρός φωτεινός κύκλος, ζεστός μα απειλητικός, τρυπάει την κάτω γωνία του κάδρου: ποτέ δεν νιώθεις περισσότερο φτωχός από τις φορές που αγωνίζεσαι να περιγράψεις με λέξεις μια φωτογραφία, όταν μάλιστα μοιάζει με αίνιγμα. Τραβηγμένη το ’91.

Αυτές τις μέρες θα γινόταν εκατό χρονών. Φέτος το καλοκαίρι πέθανε η γυναίκα του. Δεν ξέρω τι απέγινε το σπίτι. Τα πράγματά του. Ο σκύλος. Τα κοράκια που τσιμπούσαν το χιόνι. Τα ελάφια. Οταν η φίλη μου η Ντέμη ταξίδεψε πέρυσι με την οικογένειά της στη Νέα Σκωτία, έκανε ολόκληρη παράκαμψη για να φτάσει μέχρι το Μάμπου. Εψαξε το σπίτι του Φρανκ μέσα στη νύχτα. Αλλά δεν το βρήκε. Μου έστειλε δύο βίντεο στο viber, ένα δάσος με ψηλά δέντρα κι έναν δρόμο με μια πινακίδα στην άκρη της ασφάλτου, για δώρο. Ας πούμε πως αυτό το άρθρο είναι το αντίδωρο.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT