Τραπ: Ρίμες που «στάζουν» μίσος και βίαιες εικόνες

Τραπ: Ρίμες που «στάζουν» μίσος και βίαιες εικόνες

Αναβολή πήρε η ακρόαση τριών καλλιτεχνών της τραπ σκηνής που ελέγχονται από το ΕΣΡ για «υποκίνηση σε βία και μίσος» μέσω των βίντεο κλιπ τους. Νομικοί και μουσικολόγοι μιλούν στην «Κ» για τα όρια της ελευθερίας του λόγου, τους στίχους και την κουλτούρα της τραπ.

Ακριβό lifestyle, ακραίο λεξιλόγιο, ακόμη και όπλα αποτυπώνονται στα βίντεο κλιπ των Snik, Rack και Toquel, των τριών καλλιτεχνών που κλήθηκαν από το ΕΣΡ, επειδή παρέκαμψαν τα «φίλτρα» του Youtube και άλλων πλατφορμών οι οποίες απαγορεύουν τη ρητορική μίσους. Σύμφωνα με την καθηγήτρια Νομικής Ειρήνη Σταματούδη, «η οποιαδήποτε κρίση θα πρέπει να διενεργείται με μεγάλη προσοχή διότι τα τραγούδια, όπως και οι ταινίες, είναι κατά κανόνα προϊόντα μυθοπλασίας και ως τέτοια πρέπει να αντιμετωπίζονται».

Στις αρχές του τρέχοντος έτους είχαμε αναφερθεί μέσα από τις σελίδες της «Κ» στα μπλεξίματα με τη Δικαιοσύνη που είχαν διάφοροι εκπρόσωποι της εγχώριας τραπ μουσικής σκηνής για αξιόποινες πράξεις: ληστείες, παράνομη οπλοκατοχή, διακίνηση ναρκωτικών.

Χθες κλήθηκαν σε ακρόαση τρεις τράπερ από το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης, το οποίο είναι αρμόδιο, εκτός των άλλων, και για τον έλεγχο του οπτικοακουστικού περιεχομένου που αναρτάται στο Διαδίκτυο. Πρόκειται για τους καλλιτέχνες Snik, Toquel και Rack, μαζί με τις δισκογραφικές εταιρείες Capital Music, Alphapop Records και Mad House Records· όλοι τους ελέγχονται με βάση τον νόμο 4779/2021 περί «προβολής περιεχομένου που θίγει την ηθική και πνευματική ανάπτυξη των ανηλίκων», «υποκίνησης σε βία και μίσος» και «προβολής περιεχομένου χωρίς την εγγραφή του στο μητρώο του ΕΣΡ για τις νέες υπηρεσίες οπτικοακουστικών μέσων».

Η ευρωπαϊκή οδηγία

Τα συγκεκριμένα εδάφια του νόμου ενσωματώνουν τη σχετική οδηγία (2010/13) του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, η οποία αναφέρεται ακριβώς σε αυτά τα ζητήματα που έχουν να κάνουν με τη ρητορική μίσους και την προστασία των ανηλίκων. Επί της διαδικασίας, όλοι οι εγκαλούμενοι ζήτησαν και έλαβαν μέσω των δικηγόρων τους αναβολή για τις 9 Δεκεμβρίου, προκειμένου να ενημερωθούν σχετικά και στη συνέχεια να καταθέσουν υπομνήματα για την υπόθεση. Κατόπιν η Αρχή με τους νομικούς της θα τα εξετάσει και τελικώς η ολομέλεια του ΕΣΡ θα αποφασίσει σχετικά. Από τον νόμο προβλέπονται αναλογικά διαφορετικής έντασης κυρώσεις, από την απλή σύσταση, την επιβολή προστίμου έως και 500.000 ευρώ, μέχρι διακοπή λειτουργίας (προσωρινή ή μόνιμη) συγκεκριμένων καναλιών σε οπτικοακουστικές πλατφόρμες.

Επί της ουσίας τώρα: είναι εμφανές ότι το ΕΣΡ κρίνει πως κάποιοι στίχοι αλλά και οπτικοακουστικό υλικό (βίντεο κλιπ) που υπογράφουν οι (δημοφιλέστατοι) καλλιτέχνες αντίκεινται στις παραπάνω διατάξεις του νόμου. Δεν χρειάζεται να είναι νομικός κανείς για να αντιληφθεί ότι οι παραπάνω αιτιάσεις φαίνεται πως έχουν μια θεωρητική βάση: οι στίχοι και τα βίντεο, όχι μόνο των τριών αλλά και πολλών άλλων, βρίθουν αναφορών σε αξιόποινες πράξεις, όπως εμπόριο ναρκωτικών, οπλοκατοχή, σωματεμπορία, σεξιστικών αναφορών και κάθε είδους βιαιότητας, την οποία εμπεριέχει μια γενικότερη «μαφιόζικη» κουλτούρα. Από την άλλη, όταν μιλάμε για καλλιτεχνικό περιεχόμενο, υπεισέρχεται προφανώς η έννοια της ελευθερίας της έκφρασης, η οποία εξ ορισμού δεν μπορεί να λογοκρίνεται.

«Αρχικά δεν είναι σαφές, κατά τη γνώμη μου, ότι το ΕΣΡ έχει αρμοδιότητα σε κανάλια τα οποία ελέγχονται πλήρως από το YouTube, που δεν είναι εγκατεστημένο στην Ελλάδα. Σε σχέση με την υποκίνηση βίας ή μίσους καθώς και την ψυχική ή ηθική ανάπτυξη των ανηλίκων θα πρέπει κανείς να είναι προσεκτικός. Η οποιαδήποτε κρίση θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη της την ελευθερία της τέχνης και την ελευθερία της έκφρασης και θα πρέπει να διενεργείται με πολύ μεγάλη προσοχή διότι τα τραγούδια, όπως και οι ταινίες, είναι κατά κανόνα προϊόντα μυθοπλασίας και ως τέτοια πρέπει να αντιμετωπίζονται. Πόσες ταινίες έχουμε δει με επιτυχημένες ληστείες; Θα πρέπει να τις απαγορεύσουμε; Ας σκεφτούμε επίσης το περιεχόμενο πολλών ρεμπέτικων τραγουδιών, τα οποία παίζονται ευρέως από την τηλεόραση και στο ραδιόφωνο. Πού τραβάει κανείς την κόκκινη γραμμή; Ολα αυτά θέλουν προσοχή. Το να αναφέρει κάποιος συστηματικά και μετ’ επιτάσεως στα τραγούδια του ότι παίρνει ή πουλάει ναρκωτικά ή όπλα και ότι αυτό είναι “cool”, ενδεχομένως παραβιάζει τον νόμο, το να αναφέρεται όμως εξομολογητικά και παρεμπιπτόντως σε αυτά, αυτό κατά τη γνώμη μου δεν παραβιάζει. Θα πρέπει, δηλαδή, κανείς να εξετάσει τόσο το συγκεκριμένο λεκτικό περιεχόμενο ενός τραγουδιού όσο και το γενικότερο πλαίσιο στο οποίο αυτό εντάσσεται», αναφέρει σχετικά η νομικός και καθηγήτρια νομικής Ειρήνη Σταματούδη.

Από το 2000

Ενα άλλο ερώτημα που εγείρεται έχει να κάνει με τον χρόνο της παρέμβασης του ΕΣΡ. Τα συγκεκριμένα τραγούδια –και η μουσική υποκουλτούρα γενικότερα– δεν είναι καινούργια· η τραπ ως παρακλάδι του χιπ-χοπ προέρχεται επίσης από την Αμερική, όπου εμφανίζεται στις αρχές του 2000, ενώ και στην Ελλάδα είναι εξαιρετικά δημοφιλής εδώ και τουλάχιστον μια δεκαετία. Βέβαια και ο νόμος που ενσωματώνει την ευρωπαϊκή οδηγία υπάρχει από το 2021. Η κλιμάκωση ωστόσο των περιστατικών βίας ανάμεσα σε ανηλίκους φαίνεται πως έχει θορυβήσει σοβαρά την κυβέρνηση, η οποία ετοιμάζει και δέσμη σχετικών μέτρων μέσω του υπουργείου Παιδείας, σύμφωνα με πρόσφατο δημοσίευμα της «Κ».

Πρέπει πάντως να σημειωθεί ότι οι τράπερ, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και στο εξωτερικό, έχουν ήδη περάσει τα «φίλτρα» του Youtube και των υπόλοιπων πλατφορμών, οι οποίες επίσης (υποτίθεται ότι) απαγορεύουν τη ρητορική μίσους, την προτροπή σε βία και φροντίζουν να προστατεύουν τους ανηλίκους. Το γεγονός ότι το συγκεκριμένο περιεχόμενο αποφέρει στις πλατφόρμες τεράστια κέρδη μέσω των διαφημίσεων που το συνοδεύει, δεν είναι φυσικά άσχετο με την ελαστικότητα που εκείνες επιδεικνύουν.

ΑΠΟΨΕΙΣ

Η ευθύνη των ακροατών

Του Γιώργου Μυζάλη*

Μεγάλη συζήτηση έχει ανοίξει τις τελευταίες ημέρες μετά την κίνηση του ΕΣΡ να καλέσει σε ακρόαση τρεις καλλιτέχνες της τραπ σκηνής και τις δισκογραφικές εταιρείες τους για «υποκίνηση σε βία και μίσος». Οι πιο «προοδευτικοί» μιλούν ανοιχτά για λογοκρισία, ενώ οι πιο «καθώς πρέπει» αναφέρονται στη νεολαία της χώρας και στην ανάγκη να προστατευθεί από την έκθεση σε ένα ρεπερτόριο κακής αισθητικής. Ποιος ορίζει, όμως, τι είναι καλαίσθητο και τι όχι;

Εδώ και μερικά χρόνια η τραπ μουσική (που πρέπει οπωσδήποτε να τη διαχωρίσουμε από τη ραπ) έχει επικρατήσει σε δημοφιλία, ιδιαιτέρως στις τάξεις των νέων ανθρώπων που γεμίζουν ασφυκτικά τα clubs και τα venues που εμφανίζονται οι τράπερς. Είναι, όμως, η τραπ ένα τραγούδι με υπόσταση; Ή είναι ένα «εισαγόμενο» τραγούδι μιας άλλης πραγματικότητας, μιας άλλης κουλτούρας (αμερικανικής) που διαφέρει από τη δική μας;

Μήπως οι νέοι που την προτιμούν την αντιμετωπίζουν σαν ένα εξωτικό άκουσμα, σαν «κινηματογράφο για το αυτί», σαν μια ανέμελη διασκέδαση; Σε όλους μας αρέσουν οι γκανγκστερικές ταινίες με τις άγριες δολοφονίες και τις παράνομες δοσοληψίες, αλλά δεν τις μεταφέρουμε στην καθημερινότητά μας.

Αν κάτι πρέπει να γίνει, είναι προληπτικό και όχι θεραπευτικό και οφείλει να εστιασθεί στην παιδεία και στην καλλιέργεια. Προσπάθεια ελέγχου ή και λογοκρισίας θα έχει αρνητικά αποτελέσματα.

Δεν έχει (ούτε επιδιώκει) διαχρονικότητα η τραπ. Είναι ένα τραγούδι «της μόδας» που βρήκε γόνιμο έδαφος στην αφηρημάδα της σύγχρονης πραγματικότητας και στο ολοένα χαμηλότερο επίπεδο καλλιέργειας της κοινωνίας μας. Θυμηθείτε τον Αλκίνοο Ιωαννίδη: «Ισως να φταίει το κοινό. Το κοινό πάντα το κολακεύουμε, δεν το βάζουμε ποτέ μέσα στην ιστορία. Το κοινό έχει τεράστια ευθύνη, το κοινό είναι ο δημιουργός. Ενα μεγάλο έργο γράφεται κατ’ απαίτησην του ακροατή προκειμένου να εκφράσει κάτι μεγάλο δικό του. Τα τραγούδια γράφονται γιατί κάποιος τα χρειάζεται».

Αυτή η σκέψη κυριαρχεί και στο δικό μου μυαλό σχετικά με το ζήτημα που έχει προκύψει. Μεγαλύτερη ευθύνη έχουμε εμείς ως ακροατές του είδους, από εκείνους που το παράγουν. Εμείς οφείλουμε να φροντίσουμε για την προσωπική μας ανάπτυξη (και εκείνη των παιδιών μας), ώστε να θωρακιστούμε απέναντι σε καταναλωτικά πολιτιστικά παράγωγα που έχουν αποκλειστικό στόχο το κέρδος.

Αν κάτι πρέπει να γίνει, λοιπόν, είναι προληπτικό και όχι θεραπευτικό και οφείλει να εστιασθεί στην παιδεία και στην καλλιέργεια. Κι αν κάτι δεν πρέπει να γίνει, είναι οποιαδήποτε προσπάθεια ελέγχου, απαγόρευσης ή και λογοκρισίας. Αυτή, μόνο αρνητικά αποτελέσματα θα έχει για όλους.

* Ο κ. Γιώργος Μυζάλης είναι μουσικολόγος, διευθυντής αναπτυξιακών λειτουργιών ΕΔΕΜ (Ενωση Δικαιούχων Εργων Μουσικής), συγγραφέας των βιβλίων: «Το πολιτικό τραγούδι στην Ελλάδα (1974-2002)», εκδ. Fagottobooks και «Το πολιτικό τραγούδι σήμερα», εκδ. 24Γράμματα.

Η μουσική γεννιέται στην κοινωνία

Του Σπήλιου Λαμπρόπουλου

To 1992 το αμερικανικό συγκρότημα Body Count, με ηγέτη τον ράπερ Ice-T κυκλοφόρησε το ντεμπούτο του, το οποίο περιείχε το τραγούδι «Cop Killer» («Φονιάς μπάτσων»). Οι αντιδράσεις ήταν, εύλογα, έντονες. Ολα τα σώματα ασφαλείας υπέβαλαν ενστάσεις, ισχυριζόμενα ότι οι στίχοι του τραγουδιού ήταν ευθέως απειλητικοί για κάθε ένστολο που έβγαινε για περιπολία. Μέχρι και ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Τζορτζ Μπους ο πρεσβύτερος, τοποθετήθηκε, καταδικάζοντας την απόφαση της πολυεθνικής δισκογραφικής εταιρείας Warner να ταυτίζεται με τέτοιες προτροπές βίας.

Οι εξελίξεις κλιμακώθηκαν ταχύτατα: ανακοινώσεις μποϊκοτάζ των κυκλοφοριών της Warner, απειλητικές επιστολές σε στελέχη της, έκτακτες συνελεύσεις μετόχων, ανησυχία για οικονομική αστάθεια και, ανάμεσα σε όλα αυτά, ο Ice-T να δηλώνει ότι «δεν έχω σκοτώσει ποτέ κανέναν αστυνομικό. Αν με θεωρείτε δολοφόνο επειδή το περιγράφω στους στίχους, είναι σαν να πιστεύετε ότι ο Ντέιβιντ Μπάουι ήταν αστροναύτης».

Το ζήτημα είναι αν υπάρχουν όντως νέοι άνθρωποι σήμερα που ζουν όπως αποτυπώνεται στα βίντεο κλιπ ή μήπως αυτά περιγράφουν απλώς το όραμα των γενιών Ζ & Α.

Ολα αυτά έγιναν 33 χρόνια πριν, όταν στην Αμερική είχε συσταθεί η επιτροπή Parents Music Resource Center, ακριβώς για να εγκρίνει σε ποιους δίσκους έπρεπε να τοποθετείται το περίφημο αυτοκόλλητο που έγραφε «Γονική προειδοποίηση: άσεμνοι στίχοι». Πολύ σύντομα, όχι μόνον οι γονείς δεν ενδιαφέρονταν ιδιαίτερα, αλλά λειτουργούσε ως παράσημο για κάθε δίσκο: «Εδώ μέσα θα ακούσεις βρισιές» – ποιος έφηβος μπορεί να αντισταθεί; 33 χρόνια μετά, στη χώρα μας διαβάζουμε αστειότητες όπως να χαρακτηρίζεται «επικίνδυνη για τη δημοκρατία» η πρωτοβουλία ενός φορέα να καλέσει σε απολογία τρεις καλλιτέχνες (βάλτε όσα εισαγωγικά θέλετε) και τις εταιρείες που τους προωθούν (τον όρο «δισκογραφική» είναι πιο φρόνιμο να τον αποφύγουμε).

Το ζήτημα είναι άλλο: τα βίντεο με τις συμμορίες, τα «σιδερικά», τη γλώσσα του δρόμου και τις ημίγυμνες γυναίκες που λικνίζονται είναι μια καρικατούρα της κουλτούρας του «Grant Theft Auto» ή αποτυπώνουν κάτι ρεαλιστικό; Υπάρχουν όντως νέοι άνθρωποι σήμερα που οδηγούν αυτά τα αυτοκίνητα, φοράνε αυτά τα ρούχα, κουβαλάνε αυτά τα… όπλα, ζουν σε αυτά τα σπίτια και διατηρούν τέτοια χαρέμια; Ή μήπως απλά αυτό περιγράφει το όραμα των γενιών Ζ & Α;

Aν ισχύει το πρώτο, τότε επισήμως η χώρα έχει βγει από την κρίση και ξαναζούμε εποχές παχιών αγελάδων. Αν ισχύει το δεύτερο, το πρόβλημα δεν είναι, προφανώς, η τραπ μουσική και κάποιοι δήθεν προκλητικοί στίχοι. Κατά κανόνα η μουσική γεννιέται μέσα στην κοινωνία και όχι το αντίστροφο. Επομένως, όλα αυτά είναι απλώς κομμάτια του ίδιου παζλ: reality τηλεόραση, παιδεία διαρκώς απαξιωμένη, κρούσματα σχολικής βίας, αδιάφοροι γονείς, διάσπαση προσοχής, επάγγελμα: ινφλουένσερ, τοξικότητα στον αθλητικό και πολιτικό βίο… δηλαδή τι μουσική θα βάζατε εσείς ως υπόκρουση σε αυτό; Μαξ Ρίχτερ;

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT