ΑΝΝΑ ΜΑΡΙΑ ΟΡΤΕΖΕ
Η θάλασσα δεν βρέχει τη Νάπολη
μτφρ.: Μαρία Φραγκούλη
εκδ. Καστανιώτη, σελ. 192
«Η γραφή της “θάλασσας” έχει κάτι το εξημμένο, το πυρετώδες, κλίνει προς υψηλούς τόνους, καταλήγει στο παραισθησιακό: σχεδόν σε κάθε σημείο της σελίδας παρουσιάζει, ακόμη και μες στην αυστηρότητά της, κάτι το “υπερβολικό”: είναι εμφανή τα σημάδια μιας αυθεντικής “νεύρωσης”».
Στα διηγήματα της συλλογής, η Ορτέζε ιχνηλατεί την αδιαφορία της αστικής τάξης για τις απάνθρωπες συνθήκες διαβίωσης στον ιταλικό Μότο.
Με αυτά τα λόγια στον πρόλογο του βιβλίου, η Αννα Μαρία Ορτέζε, η συγγραφέας που γεννήθηκε στη Ρώμη το 1914 και πέθανε το 1998, έχοντας ζήσει για πολλά χρόνια στη Νάπολη, παρουσιάζει αυτό το εμβληματικό έργο, το οποίο εκδόθηκε το 1953 και απέσπασε την ειδική διάκριση στην κατηγορία πεζογραφίας του βραβείου Viareggio.
Πρόκειται για μια συλλογή διηγημάτων και αποτελεί το φιλοτεχνημένο πορτρέτο μιας πόλης, όπως την έζησε η Ορτέζε μετά τον πόλεμο, μια συλλογή που, όπως η ίδια αναφέρει επίσης, θεωρήθηκε ένα έργο κατά της Νάπολης. Ωστόσο, η Ορτέζε δεν έχει καμιά διάθεση να κατηγορήσει έναν τόπο που διαφαίνεται πως αγαπά. Καταγράφει απλώς την περιπέτεια μιας πόλης που βγήκε κατακερματισμένη από τον πόλεμο, που έγινε για την ίδια ένας τόπος αποξένωσης και προσωπικής ερημιάς, γεγονός που την έκανε να την αισθάνεται σαν ένα βάσανο στη ζωή της. Η Ορτέζε ιχνηλατεί την αδιαφορία της αστικής τάξης της Νάπολης για τη φτώχεια και τις απάνθρωπες συνθήκες ζωής των ανθρώπων, με τα χλωμά, ορφανά παιδιά να περιδιαβαίνουν στους δρόμους και στα σοκάκια, και τις απελπισμένες, ενίοτε σκληρές μητέρες, τους θλιμμένους ανθρώπους, τους αρρώστους, εκείνους που διαβιούν στο σκοτάδι της πενίας και της εξαθλίωσης.
Μέσα από τα διηγήματα αυτά, η Ορτέζε καταγγέλλει τη διάτορη θλίψη της μελαγχολικής επιβίωσης και υπογράφει ένα συγκλονιστικό λογοτεχνικό έργο με στόχο να καταδείξει την αθλιότητα, αλλά και να συγκλονίσει τον αναγνώστη, να τον προβληματίσει και, εντέλει, να ενεργοποιήσει την αντίδρασή του σε έναν κόσμο που καταδικάζει με την αδιαφορία και την απάθειά του τον άνθρωπο.
Είναι μια συντονισμένη κραυγή διαμαρτυρίας νεορεαλιστικής υφολογίας, που εστιάζεται στην καθημερινότητα των απλών ανθρώπων στις φτωχότερες συνοικίες της Νάπολης με το πρώτο διήγημα, το οποίο τιτλοφορείται «Ενα ζευγάρι γυαλιά», να συγκλονίζει με τη δύναμη που έχει η δυνατότητα να κοιτάξει κανείς κατάματα την αλήθεια που τον περιβάλλει, όταν μια οικογένεια ξοδεύει ένα σημαντικό χρηματικό ποσό για να αγοράσει ένα ζευγάρι γυαλιά στο κοριτσάκι της. Η αποκάλυψη της νέας οπτικής θα σταθεί μοιραία για το παιδί, που θα αντικρίσει την έκταση της μιζέριας. Στο ίδιο πλαίσιο, το διήγημα «Οικογενειακή σκηνή» παρουσιάζει το πορτρέτο μιας οικογένειας, ενώ το διήγημα «Χρυσός στη Φορτσέλα» εξεικονίζει την απόγνωση των κατοίκων μιας γειτονιάς που περιμένουν με υπομονή, βουτηγμένοι στη σιωπή της ανέχειας, τη σειρά τους για να εκποιήσουν τα πολύτιμα υπάρχοντά τους στο ενεχυροδανειστήριο, προκειμένου να αποκομίσουν κάποια χρήματα για να ζήσουν. Η ανθρώπινη αγωνία, η σιωπηλή αναβράζουσα οργή που δεν τολμάει να ξεχειλίσει, η αμηχανία της σιωπής διαφαίνονται τόσο στο «Η ακούσια πόλη», αφήγημα που δεν θυμίζει και τόσο διήγημα όσο μια καταγραφή της κατάστασης σε μια πολύβουη γειτονιά και στο Γκρανίλι, το κτίριο μήκους τριακοσίων μέτρων, στους κάτω ορόφους του οποίου η φτώχεια ήταν συνώνυμη με το σκοτάδι, όσο και στο αριστουργηματικό «Η σιωπή της λογικής», όπου στηλιτεύονται η απραξία και η αδιαφορία των διανοουμένων για την κατάντια μιας άτακτης Νάπολης και στάθηκε η αιτία για να κατηγορηθεί το συγκεκριμένο βιβλίο.
Η Ορτέζε δεν γράφει, όμως, για να στηλιτεύσει τα κακώς κείμενα της Νάπολης. Γράφει με διάθεση να ακουστεί στη φωνή της ο οίκτος που νιώθει. Για να διεγείρει την αντιστροφή της παρακμής και να προωθήσει την ανέλιξη. Στοχεύει να βρει ευήκοα ώτα στην πόλη των αντιθέσεων και της παραίτησης που σβήνει μέσα στη θλίψη. Αγωνιά να αντικρίσει μια άλλη πραγματικότητα, γιατί αυτή που βλέπει είναι θλιβερή και αποστασιοποιημένα, χωρίς καμιά διάθεση, έστω και ελάχιστης ωραιοποίησης, χαρτογραφεί τους ήρωές της με αδρές πινελιές, παραδίδοντάς τους στην κρίση του αναγνώστη. Και με αυτόν τον τρόπο υπογράφει ένα λογοτεχνικό μανιφέστο εξαιρετικού βάθους, μια ευρηματική κοινωνική κριτική που προβληματίζει και συγκινεί τον αναγνώστη. Τη μετάφραση του βιβλίου, η οποία μεταφέρει τη συγκεκριμένη ατμόσφαιρα σε ένα ελληνικό κείμενο που ρέει, υπογράφει η Μαρία Φραγκούλη.

