Καλοί οι λαμπεροί επισκέπτες από το εξωτερικό, πάντα ενδιαφέρουσες και οι πρεμιέρες των νέων κινηματογραφιστών από όλο τον κόσμο, ωστόσο το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης είναι παραδοσιακά το «σπίτι» των Ελλήνων δημιουργών. Μπορεί οι κορυφαίοι εξ αυτών να έχουν ανοίξει τα φτερά τους τα τελευταία χρόνια κάνοντας τις πρεμιέρες τους στο εξωτερικό, όμως, στη Θεσσαλονίκη σχεδόν πάντα θα παρακολουθήσεις ένα ενδιαφέρον ντεμπούτο, από εκείνους που συνεχίζουν να κάνουν ταινίες με λίγα μέσα, με κάποιες εμμονές αλλά και πολύ πάθος και αγάπη για το σινεμά.
Ενα τέτοιο ντεμπούτο είναι σίγουρα το «Κρέας» του Δημήτρη Νάκου, το οποίο εκτυλίσσεται σε κάποιο ορεινό χωριό της ελληνικής επαρχίας. Εκεί ο πάτερ φαμίλιας Τάκης (Ακύλλας Καραζήσης) ετοιμάζεται να ανοίξει το νέο του κρεοπωλείο. Μια αντιδικία ωστόσο με ένα γείτονα θα οδηγήσει στη δολοφονία του τελευταίου από τον γιο του Τάκη. Μοναδικός μάρτυρας είναι ο Χρήστος (Κώστας Νικούλι), ένας νεαρός από την Αλβανία, τον οποίο η οικογένεια έχει σαν θετό γιο της. Καθώς ο κλοιός της υποψίας σφίγγει γύρω τους, ο Τάκης καλείται να πάρει μια πολύ δύσκολη απόφαση.

Η ταινία του Νάκου έλαβε ζεστό χειροκρότημα από το κοινό του Ολύμπιον (sold out), χάρη σε ένα σφιχτοδεμένο σενάριο που κρατάει τον θεατή γερά μέσα στην πλοκή, ενώ του επιφυλάσσει και μια έξυπνη ανατροπή στο φινάλε. Αυτή η σπάνια, για ελληνική ταινία, αρετή έχει ως αποτέλεσμα ένα φιλμ όπου όλοι οι χαρακτήρες, πρωταγωνιστές και δευτερεύοντες, «αναπνέουν» και αποκτούν υπόσταση. Η επαρχιακή μικροκοινωνία και το κύτταρο της οικογένειας γίνονται καθρέφτης του ευρύτερου θέματος της ιστορίας, που είναι ο ξένος, συγκεκριμένα ο Αλβανός, ο οποίος αν και μοιάζει πλήρως ενσωματωμένος, είναι εκείνος που θα θυσιαστεί ως περίσσιο «κρέας» όταν φτάσουν τα δύσκολα. Αξιοσημείωτο επίσης ότι όλες αυτές τις δραματικές μεταβάσεις και ανατροπές τις παρακολουθούμε στον αισθητικό ρυθμό που δίνουν οι μουσικές του εξαιρετικού πνευστού πολυοργανίστα Κωνσταντή Πιστιόλη.
Σημαντικό ρόλο έχει η μουσική και στο γενικότερα ποπ χροιάς «Ποτάμι» του γνωστού μας από τη μοναδική «Αεραλάνδη» Χάρη Ραφτογιάννη. Ο τελευταίος αφηγείται βασικά μια ιστορία αγάπης, η οποία γεννιέται στις «όχθες» της εθνικής οδού, ανάμεσα σε δύο εντελώς παράδοξους πρωταγωνιστές. Ο Μάκης Παπαδημητρίου και η Στεφανία Σωτηροπούλου βρίσκουν τη χημεία τους πάνω από… παναρισμένες κοτομπουκιές, σε ένα διασκεδαστικό σύνολο με στοιχεία γουέστερν και «αμερικανικό» ρυθμό, το οποίο αντί για την Οκλαχόμα, ξετυλίγεται (μάλλον) κάπου στις Αχαρνές. Η πρόοδος, εντός και εκτός εισαγωγικών, αντιπαραβάλλεται με το περιθώριο, σε μια ταινία με φανερά περιορισμένα μέσα, αλλά πολύ κέφι και ζεστή καρδιά στη δημιουργία της.
Η τρίτη ελληνική ταινία που μας έκανε θετική εντύπωση αυτές τις μέρες στη Θεσσαλονίκη είναι το «Κυνήγι» του Χρήστου Πυθαρά. Εκεί ο Γιάννης, ένας μοναχικός σιδεράς που βρίσκει ευχαρίστηση στο κυνήγι, χάνει την ηλικιωμένη μητέρα του. Ταυτόχρονα, ο γείτονάς του, Ηλίας, κακομεταχειρίζεται τον σκύλο του, ο οποίος κρατάει άγρυπνο τον Γιάννη τα βράδια. Η σύγκρουση ανάμεσα στους δύο άνδρες θα έρθει αναπόφευκτα, με τον Πυθαρά, στη δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του, να εξερευνά τη σκοτεινή πλευρά της ανθρώπινης φύσης, η οποία θρέφεται και θεριεύει (κυριολεκτικά) μέσα στα στενά όρια των πολυκατοικιών.

